ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ :
Πάνος Καπώνης: «Η Ύβρις»
Η αρχαία Νέμεσις, η θεία δίκη, η απονομή του δικαίου: τρεις διαφορετικές πολιτισμικές εκδοχές, τρεις διαχρονικές επιδιώξεις του ανθρώπου να πολεμήσει την αδικία. Συνιστούν την παραμυθία και την αποκατάσταση των αδικηθέντων, τη δικαίωση των υβρισθέντων, αφού το θέμα μας είναι η Ύβρις, την οποία μάλλον με τον αρχαίο ιδεολογικό μανδύα της αξιοποιεί ως τίτλο του βιβλίου του ο Πάνος Καπώνης, παρακολουθώντας την όμως μέχρι τις μέρες μας, με τις κραυγαλέες σύγχρονες μορφές της. Αυτή τη δικαίωση προσδοκά ο κεντρικός ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματός του, μάταια προς το παρόν. Η επιβολή της υπήρξε ανέκαθεν προβληματική και οι παθόντες μετέφεραν την ευθύνη διεκπεραίωσής της στους θεούς, μια και οι κοινοί θνητοί ρέπουν αταλάντευτα προς την ύβρη και τα μαυλιστικά υλικά δώρα της. Δεν μένει παρά να λειτουργήσει η δύναμη του χρόνου, η ίδια η ζωή, για να αποδώσει, ηθικοδιδακτικά κυρίως, το δίκαιο – άγνωστο πότε. Τέτοια είναι και η ύβρις, η καταπάτηση των ηθικών νόμων αδιακρίτως εποχής, που εξελίσσεται απτόητη στις σελίδες του μυθιστορήματος του συγγραφέα· διαρκής και ατιμώρητη. Η νέμεση στην περίπτωσή μας, αναμενόμενη αορίστως, παίρνει άλλη μορφή, αμυντική, ένα είδος παθητικής αντίστασης, θα έλεγα, όχι δηλαδή αυτή της απηνούς τιμωρίας υπό τον κρότο των πτερύγων των απαίσιων Ερινύων και τον φρικώδη ήχο του μαστιγίου τους, αλλά της απομάκρυνσης με βδελυγμία από τους ύποπτους χώρους των ανόσιων πράξεων· της επιλεγμένης εκούσιας παραίτησης από την όποια δικαίωση με την αποστασιοποίηση ή ακόμη με τη ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής· μια μετάσταση από την τύρβη της πολιτικής σκοπιμότητας, της ανθρώπινης απληστίας και του αμοραλισμού προς έναν βίο μακριά από τις σειρήνες της συναλλαγής, με πνευματικό περιεχόμενο και κυρίως ανθρωπιά.
Το μυθιστόρημα του Πάνου Καπώνη διατρέχει σαράντα και πλέον χρόνια της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας μας, περιόδου αμφιλεγόμενης, ανανεωτικής στην πρόθεση και στα αρχικά πολιτικά στάδια μετά τη δικτατορία, εν συνεχεία όμως απογοητευτικής, που προοιωνίστηκε την κατάπτωση των τελευταίων υποτελών ετών της κρίσης, που σαν ένα είδος ύβρεως αυτή επέπεσε επί δικαίων και όχι μόνο επί αδίκων. Μετά την προσδοκία της αλλαγής, είναι ακριβώς η διάψευσή της, η σταδιακή καλλιέργεια της αλαζονείας που οδήγησε στην ύβρη, την οποία πλήρωσε το σύνηθες θύμα, ένας λαός, εν πολλοίς γαλουχημένος στη συνενοχή, και εν τέλει προδομένος. Με αναφορές στα χρόνια της δικτατορίας και το φούντωμα της αντίστασης, ο κυρίως εστιασμός πέφτει στη διαφθορά των τελευταίων ετών της διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, στα απογοητευτικά στιγμιότυπα της διαδοχής στην επιθανάτια κλίνη του αρχηγού, με έντονη τη σύγκριση ανάμεσα στην πολιτική πράξη και στην πολιτική διεκπεραίωση των επιγόνων, και ακόμη στους ολέθριους προσωπικούς ανταγωνισμούς ανεπάγγελτων ή αποτυχημένων επαγγελματικά πολιτικών, με φωτογραφικές αποτυπώσεις ιστορικών προσώπων· έπειτα ακολουθεί με αύξοντες ρυθμούς η παρακμή, με πλήθος στοιχείων αντλημένων από διάφορες πηγές και την προσωπική εμπειρία του κεντρικού ήρωα. Πολιτική και ιστορία, υπερβολή και τιμωρία. Το μυθιστόρημα του Καπώνη είναι εμφανώς πολιτικό και λιγότερο ιστορικό. Τα γεγονότα, ιδίως τα πρόσφατα, απέχουν ελάχιστα από τις μέρες μας, αφού ζούμε τα δεινά της ύβρεως και κατά συνέπεια η ιστορία λειτουργεί εν προκειμένω καθαρά γεγονοτολογικά, εστιάζοντας μάλιστα σε μεμονωμένες περιπτώσεις, αχώνευτες όμως στο σύνολο του ιστορικού χρόνου. Το ιστορικό πλαίσιο του έργου αποκτά μυθιστορηματικό βάθος με την έντεχνη λογοτεχνική αφήγηση, που διασπά σκόπιμα την ιστορική αλληλουχία με περιγραφές της ζωής του πρωταγωνιστή, των σχέσεών του με επιφανή πολιτικά πρόσωπα, την ενασχόλησή του με την πολιτική πράξη, τη διαφωνία του, την αποστασιοποίησή του στο τέλος, ένα είδος ανακουφιστικής λύσης της παρατεταμένης περιθωριοποίησής του, που ήρθε ως αποτέλεσμα των συνθηκών και του αδούλωτου χαρακτήρα του. Είναι η αντίστιξη ανάμεσα στην πολιτική ιδιοτέλεια και στην αναζήτηση ενός ηθικού τρόπου ζωής· είναι η απογοήτευση για την τροπή των πραγμάτων και τη μεταστροφή στη χυδαία σκοπιμότητα· είναι το παράπονο για ό,τι θα μπορούσε και θα έπρεπε να υλοποιηθεί, αλλά υπονομεύτηκε από την προκλητικών διαστάσεων ύβρη των διαχειριστών της εξουσίας. Θα λέγαμε στο σημείο αυτό ότι η μυθιστορηματική πλευρά αναδεικνύει την ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στις ανόσιες προκλήσεις, την επιβεβαίωση αυτού που οι αιώνες το έζησαν πανομοιότυπο και αναλλοίωτο, της υπεροψίας και των συνεπόμενών της, της υπερβολής και της υπέρβασης των εσκαμμένων, της διαφθοράς, της αυτοκαταστροφής εν τέλει με τα αποτελέσματά της βλαπτικά στη ζωή των πολλών, που γι’ αυτό και καθιστούν αυτά την ύβρη διακεκριμένη.
Ο μύθος του Καπώνη συνίσταται στην προσπάθεια απόδοσης ηθικού βάθους σε ό,τι τελέστηκε. Η εξέλιξη του έργου του επιδιώκει να λάβει μορφή αντιστασιακού μηνύματος, άρνηση του ανθρώπου να υπονομεύσει τη ζωή του. Το ομηρικό μότο στην αρχή του βιβλίου προμηνύει απαισιόδοξα, με την πυκνότητά του, η οποία συμφωνεί με το κεντρικό μήνυμα του έργου, το επικείμενο κακό τέλος. Ως αυτόπτης μάρτυρας ο Μάρκος Κατάνης, ο μυθιστορη-ματικός ήρωας του συγγραφέα, πείθει με τις περιγραφές του, που έντεχνα τις πλαγιοκοπεί με προσωπικές, κατασκευασμένες ή πραγματικές, θέσεις. Πείθει αλλά και αφήνει αμφιβολίες για το εύρος της αλήθειας τους. Είναι δυνατό να έγιναν έτσι τα πράγματα; μπορεί να διερωτηθεί ο αναγνώστης του μέλλοντος. Και όμως, πολλές αλήθειες λανθάνουν πίσω από τη λογοτεχνική αφήγηση και τις κρυπτικές ή υπαινικτικές τεχνικές της. Όλα, μάλλον, είναι γεγονότα που συνέβησαν και μόνο η απομάκρυνση από τις εστίες του κακού ενέχει μυθιστορηματικά στοιχεία για την είσοδο σε έναν παράδεισο πραγματικής ελευθερίας, φιλίας, έρωτα και ανθρωπιάς, για μια ζωή άξια του ονόματός της. Το μυθοπλαστικό μέρος, επομένως, εμπλουτίζεται σημαντικά με την αφήγηση της προσωπικής αντίδρασης του Κατάνη. Είναι το χρονικό μιας άρνησης στον συμβιβασμό, που εξελίσσεται βαθμιαία. Ο ήρωας σιγά σιγά συνειδητοποιεί το τέλμα, ζει αλλεπάλληλες διαψεύσεις, απορρίπτεται εξάλλου και από το ίδιο το σύστημα και απεγκλωβίζεται έτσι ευκολότερα, αναζητώντας σανίδα σωτηρίας στον έρωτα και στην αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Η ενασχόληση με την αρχαιότητα και τον μυστικισμό της, πυροδοτημένη πολύ παλαιά σε ένα ταξίδι του στη Δήλο, οδηγεί στην ανάπτυξη μιας πνευματικότητας που προδιαγράφει και κυοφορεί τη μετάβαση σε άλλον τρόπο ζωής, εντελώς διαφορετικό. Είναι η ήρεμη ζωή στην παραμελημένη Θράκη, μαζί με τη Μάρθα και ένα ζευγάρι καλών φίλων, που η ειλικρίνεια και η τιμιότητά τους του εξασφαλίζουν συνθήκες ανθρωπιάς και πραγματικής επικοινωνίας. Με αυτούς θα συνεργαστούν και σε επαγγελματικό επίπεδο, αγοράζοντας και διευθύνοντας από κοινού ένα ξενοδοχείο. Η Θράκη δεν επιλέγεται τυχαία, είναι η άλλη Ελλάδα, η παραμελημένη, παρά τους κινδύνους που διατρέχει. Είναι σε άλλο επίπεδο η παρουσίαση της μόνωσης και της ερημίας του ήρωα, πριν από την απόφαση της απεμπόλησης της ενασχόλησής του με την πολιτική. Η ιστορία της από την αρχαιότητα τον εμπνέει, τον ενεργοποιεί, παραπέμποντας έμμεσα στην ανάγκη ανακάλυψης μιας χαμένης ελληνικότητας, με πνευματικό βάθος και ηθικές πολιτικές αρχές και αξίες. Με τον τρόπο αυτόν ο έρωτας και η αγάπη αξιοποιούνται ως αντίδοτα της κρίσης, όπως αφήνει σαφώς να νοηθεί στο τέλος του βιβλίου ο Καπώνης. Κλείνει, λοιπόν, με ένα λογοτεχνικό τέχνασμα, μία αφηγηματική έκπληξη που ανατρέπει ή υπονομεύει την ιδέα μας για την ταυτότητα του συγγραφέα, την οποία ο αναγνώστης προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει, αφού έχει αναγνωρίσει ή εικάζει ότι έχει αναγνωρίσει άλλα γνωστά πολιτικά πρόσωπα και έχει πυροδοτηθεί η περιέργειά του να ανακαλύψει και το ιστορικό πρόσωπο του ίδιου. Είναι η λογοτεχνική απάντηση για την κρίση που ζούμε. Είναι η αντίσταση της τέχνης του λόγου στο αυτάρεσκο και το παχυλό.
Δεν είναι, λοιπόν, ο Κατάνης που αφηγείται την ιστορία του, ούτε ο Πάνος Καπώνης του εξωφύλλου, όπως έχει νομισθεί, αλλά η Δέσποινα, μία από τις ηρωίδες του έργου. Αυτή σε ένα πράσινο ντοσιέ τού στέλνει κάμποσες σελίδες, το εν λόγω μυθιστόρημα δηλαδή, που ο Καπώνης το αξιοποιεί, αφού του θυμίζει πολλά από τη ζωή του, τη ζωή του στις λεπτομέρειές της. Υπάρχει όμως και άλλη μία εκδοχή, το αίνιγμα της οποίας ο συγγραφέας το αφήνει προς επίλυση στον αναγνώστη του: αφήνει να νοηθεί ότι είναι ένα πολιτικό δοκίμιο δικό του, που άρχισε να το γράφει κάποτε, αηδιασμένος από την κατάντια του κόμματος, στο οποίο ανήκε, βιώνοντας απέραντη μοναξιά, «θέλοντας να βυθισθεί σε ό,τι βαθύτερο είχε η δική του ψυχή», όπως γράφει χαρακτηριστικά. Τα πράγματα συγχέονται ακόμα περισσότερο, αν αναλογιστούμε ότι ο σύζυγος της Δέσποινας, ο Αχιλλέας Αβδελίδης, και αυτός είχε αρχίσει ένα μυθιστόρημα υπό τις ίδιες συνθήκες και είχε προβληματιστεί για το είδος, ταλανιζόμενος ανάμεσα στην πολιτική-ιστορική πραγματεία και το μυθιστόρημα. Προφανώς, δεν μπορεί να συμβαίνουν όλα αυτά. Κάποιος από όσους αναφέρονται αινιγματικά στο τέλος θα έγραψε το έργο. Ο Καπώνης κρατά καλά το μυστικό του με την εμπλοκή των πολλών διεκδικητών της πατρότητας συγγραφέων. Αληθεύουν εν τέλει αυτά ή είναι προσχήματα για τη διατήρηση της ανωνυμίας; Εκείνο, πάντως, που αληθεύει αδιαμφισβήτητα είναι η ταυτότητα των πολιτικών προσώπων του μυθιστορήματος, κρυπτικά ή υπαινικτικά ή εν παραβολαίς δοσμένη. Η αμφίβολη ή πειστική αναγνώρισή τους είναι γεγονός ότι φλογίζει την περιέργεια περί του προσώπου του συγγραφέα. Η κατακλείδα του βιβλίου αποτελεί μαρτυρία για τον προβληματισμό σχετικά με το μυθοπλαστικό είδος αλλά και τον λανθάνοντα δημιουργό της Ύβρεως. Αναγράφεται σε σημείωση, αντλημένη από άλλον συγγραφέα, στο τέλος του ντοσιέ: «Τώρα που μπορώ να γράψω ένα μυθιστόρημα, δεν θέλω. Κυρίως γιατί το μυθιστόρημα έχει ταυτιστεί χρόνια τώρα, ως φόρμα, μ’ έναν πολιτισμό που παρακμάζει μέσα από συνταγές αυταρέσκειας». Είναι η λογοτεχνική απάντηση για την κρίση που ζούμε. Είναι η αντίσταση της τέχνης του λόγου στο αυτάρεσκο και το παχυλό. Είναι η άρνηση του συγγραφέα να υποταχθεί στο κλασικό είδος του μυθιστορήματος. Είναι ίσως η αρχή της Νέμεσης που αναφέραμε στην εισαγωγή, η διαγραφή μιας πορείας αδιέξοδης, ο μετεωρισμός μεταξύ ήθους και διαφθοράς, η ουσιαστική επιλογή του δρόμου της απεξάρτησης, της ελευθερίας, της αρετής.
*******
[26] Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ : Πάνος Καπώνης «ΚΥΒΟΣ» ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Αθήνα 2011. Στις σελίδες 22-23 του περιοδικού ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ, τεύχος 8, Δεκέμβριος 2012 φιλοξένησε ένα κριτικό άρθρο του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου για το έργο του Πάνου Καπώνη και ειδικά για το βιβλίο «Κύβος» : – Ο Πάνος Καπώνης, όπως επισημαίνει και ο Αλέξης Ζήρας στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Πατάκης), είναι ένας «από τους συνεπέστερους στο αρχικό πνεύμα της αμφισβήτησης στη νεότερη ποιητική θεματογραφία. Εικόνες καθημερινού σπαραγμού και εφιάλτη από τη ζωή των πόλεων. Ο χαρακτήρας της ελληνικής beat ποίησης, που εντοπίζεται στον Βασίλη Στεριάδη, στον Λευτέρη Πούλιο, στον Γιάννη Κοντό, στη Νατάσα Χατζιδάκι, εξακολουθεί στον Καπώνη να διατηρείται στην ίδια περίπου πυκνότητα και τραχύτητα με εκείνον του αρχικού (1970) φρονήματος για τη ζωή, αλλά και στη χρήση της γλώσσας». Και πράγματι, συμπληρώνω εγώ, ο Καπώνης είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της γενιάς των ποιητών που εμφανίστηκαν λίγο πριν ή λίγο μετά της αρχές της δεκαετίας του 1970. Εμφανίστηκε με τη συλλογή Κοκτέιλ (1972), αλλά η ουσιαστική παρουσία του συντελέστηκε με την αμέσως επόμενη συλλογή του Μεταμορφώσεις του Ιερεμία (1977), η οποία χαρακτηρίζεται άμεσα από το κλίμα της εποχής εκείνης : διαμαρτυρία, ειρωνεία, αλληγορία, πίκρα και, στιγμές στιγμές, συγκεκαλυμμένη (συνήθως) οργή. Μια συλλογή στην οποία χαίιρεσαι το αμιγές του ύφους, χαίρεσαι τη φρεσκάδα, την ευρηματικότητα και την ιδιαιτέρως προσεγμένη αισθητική της. Μετά από μια κάπως μακρά απουσία από την εκδοτική δραστηριότητα, ο Πάνος Καπώνης εμφανίζεται ξανά (με ενδιάμεση τη συγκεντρωτική συλλογή Αρχιπέλαγος Αϋπνίας), με τις συλλογές Κοκτέιλ Β’ (2008), Σπινθήρες Καλωδίου (2009), Ναρκωτικά Σύννεφα (2010) και, την πλέον πρόσφατη, Κύβος (2011), στην οποία και θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο σημείωμα μας αυτό. Και θα ρωτήσει, πράγματι, κάποιος, γιατί τόση έμφαση ιδιαίτερα στον Κύβο; Διότι ο Κύβος θα απαντήσω, είναι η συλλογή στην οποία συναντώνται και συνδιαλέγονται με τον καλύτερο και τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο όλα τα στοιχεία εκείνα που αποτελούν τα κυριότερα συστατικά στοιχεία της ποίησης του Καπώνη. Και όντως, στίχοι κοφτεροί που, αν και χαμηλών τόνων – αφού ο Καπώνης δεν ολισθαίνει ούτε για μια στιγμή προς τα μέρη του στόμφου -, χτυπούν καίρια στην καρδιά μας και, επίσης, με αρκετή οξύτητα, στην εφησυχασμένη με τα χρόνια ακοή μας. Ο σαρκασμός, το υποδόριο χιούμορ, μια διαβρωτική αίσθηση «εξορίας» αλλά και εικόνες ονειρικές, εικόνες «υπερβατικές» μέσα σε μια αποτρόπαια φρικτή καθημερινότητα, την οποία όμως ο ποιητής δεν στιγματίζει, αλλά προσπαθεί να την εξορκίσει με κατανόηση και με μια λεπτή και τρυφερή στωϊκότητα, έτσι ώστε μια ηρεμία, μια χαρμολύπη δοσμένη με μια αριστοτεχνική και απέριττη περιγραφική δεινότητα, να κυριαρχεί σε ολόκληρο το βιβλίο. Και οι λέξεις εκείνες που προσδιορίζουν τα πράγματα. Τρόλεϊ, καυσαέρια, προβολείς εκτυφλωτικοί, διαδηλώσεις, φλογοβόλα, καλώδια, πεταμένες φιάλες, εργοστάσια παραγωγής αμμωνίας, πλαστικές σακούλες και ηχορύπανση. Όσο για τους χώρους που αυτός κινείται; Αυτοί ξεκινούν από την έρημο Σαχάρα, περνούν στην Αλεξάνδρεια, στο Κάϊρο, στο Λονδίνο, στην Κηφισιά, στα μπαρ των Εξαρχείων, στη λίμνη Τάκα, στα Καλάβρυτα, στο Βραχάτι, στη Χίο, στη Μαρώνεια και στο Αγρίνιο – γενέθλιο τόπο -, όπου ο Καπώνης ως άλλος πλανόδιος φωτογράφος, τριγυρνώντας, αποτυπώνει και αναδεικνύει τη μοναξιά των τοπίων, έτσι που τα ποιήματα, κάτω από αυτόν τον κοινό παρονομαστή, τη μοναξιά του κόσμου δηλαδή, να φαντάζουν σαν υπέρλαμπρες αλλά, στο βάθος τους, μαυρόασπρες φωτογραφίες. Και δεν φαντάζουν σαν τέτοιες φωτογραφίες μόνο τα ποιήματα που αναφέρονται σε τόπους, αλλά και εκείνα, ίσως μάλιστα περισσότερο, που αναφέρονται σε ανθρώπους αγαπημένους, που έφυγαν τόσο αθόρυβα και διακριτικά από τη ζωή, αλλά επιμένουν βασανιστικά να μας κατοικούν, όπως αυτό π.χ. που φέρει τον τίτλο «Το κόκκινο χώμα» και είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Στέφανου Μπεκατώρου ή, το άλλο, «Η ανάμνηση της Ford», το οποίο πιστεύω ότι είναι το καλύτερο, από κάθε άποψη, του βιβλίου. Πάντως, συγκεφαλαιώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι πέρα από όσα παραπάνω ανέφερα, εκείνο που δεν πρέπει να ξεχάσουμε επ’ ουδενί, είναι η δύναμη της εικόνας που διακρίνει την ποίηση του Καπώνη, μια εξόχων αποχρώσεων νοσταλγία, ακόμη μια πολιτική αιχμηρότητα, όχι μόνο για τα τωρινά δρώμενα στη χώρα, αλλά και για όσα συνέβησαν καθ’όλη τη διάρκεια της διαδρομής του στα Γράμματα, μια διάθεση βαθύτατα εξιμολογιτική, τραγική, όσο κια αν αυτό δεν καθίσταται αμέσως ορατό και, τέλος, προπάντων αυτό, η σταθερή ποιότητα όλων ανεξαιρέτως των συλλογών του, που με επώδυνη αλλά καλά κρυμμένη αυταπάρνηση, καθώς και με αταλάντευτη αφοσίωση ****[25] Της ΜΑΡΙΝΑΣ ΤΣΙΚΛΗΤΗΡΑ : Πάνου Καπώνη «ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ» ΔΟΚΙΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ από τις εκδόσεις ΑΠΌΠΕΙΡΑ, Αθήνα 2012. Στην σελίδα 20 του ένθετου realtime-βιβλίο παρουσιάστηκε το βιβλίο «Πρόσωπα στην ομίχλη». Είκοσι λογοτεχνικά δοκίμια για την ποίηση και επιλεγμένους ποιητές περιλαμβάνονται …
*******
[23] Του ΠΑΝΟΥ ΚΑΠΩΝΗ : «ΗΛΙΑΣ ΓΚΡΗΣ : Το 1821 στην ελληνική ποίηση»* Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2010, σελ. 302. (*) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Παρόν της Κυριακής # 1011, 18 Μαρτίου 2012. (**) Το κείμενο έχει δύο αναγνώσεις. Εκείνη όπως γράφτηκε και εκείνη που δημοσίευσε η συγκεκριμένη εφημερίδα, αφαιρώντας ολόκληρες παραγράφους. Όπως δημοσιεύτηκε : Διαβάζοντας την περίφημη ανθολογία του ποιητή Ηλία Γκρη, του συνειδητού πνευματικού ανθρώπου που έγραψε το βιβλίο «Το μελάνι ψωνάζει: Η 17η Νοέμβρη 1973 στη λογοτεχνία» (Μεταίχμιο, 2003), στάθηκα περισσότερο στο πολυσέλιδο επίμετρο του και ακόμα περισσότερο στις ξεκάθαρες θέσεις του. Στην ανθολογία των 302 σελίδων από τις εκδόσεις «Κέδρος», ο ποιητής, πέρα από αυτή καθαυτή τη κύρια πρόθεση του να παρουσιάσει ένα πανόραμα της ποίησης για την Επανάσταση του 1821, άγγιξε με γενναιότητα ιστορικές πτυχές, που αποτέλεσαν και την αφορμή για την κατάρτιση της ανθολογίας του. Στάθηκε δηλαδή απέναντι στη διαφαινόμενη συντονισμένη απόπειρα «αποκάθαρσης» του ’21 από τα δήθεν στερεότυπα πατριωτισμού. Έτσι αναφύονται ως ερευνητέα θέματα όπως θρύλοι και μυθεύματα και η αντανάκλαση τους στο σήμερα (που τα πάντα αναθεωρούνται και όχι πάντα υπέρ των λαών), καθώς και συμβολισμοί-αποσυμβολισμοί της εθνικής παρακαταθήκης, που έτσι και αλλιώς έμεινε χαραγμένη στη συλλογική μνήμη. Η ανθολογία αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια «άλλη ιστορία», μια ποιητική ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το γεγονός είναι, ότο ο Ηλίας Γκρης τόλμησε να δώσει στην ελληνική γραμματολογία ένα σημαντικό έργο, συμπλήρωμα της επίσημης ή μη επίσημης Ελληνικής ιστορίας. Και καθώς η ιστορία βασίζεται στη μνήμη, η γραφή είναι ίσως ο ιδεωδέστερος τρόπος να διασωθούν οι πτυχές της μνήμης. ‘Ετσι μέσα από τις ματιές των ποιητώ η μνήμη μπορεί να αποτελέσει την «αφετηρία» για να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιστορίας μιας χρονικής περιόδου. Ο ποιητής, σε μια συνέντευξη του (12-03-2011) ισχυρίστηκε ότι : «Η ιστορική αλήθεια δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά μόνο στην ποίηση». Εκατόν εννέα ποιητές από τον Διονύσιο Σολωμό μέχρι τις ημέρες μας παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες του τόμου, με 140 ποιήματα. Σ’ ένα τέτοιο συλλογικό έργο, η μνήμη δεν πηγάζει από την ιστορία που μάθαμε ή μας έμαθαν, αλλά από την ιστορία που έζησαν, με έναν ιδιάζοντα ποιητικό περίεργο τρόπο οι δημιουργοί των 140 ποιημάτων, όπου η ατομική περίπτωση γίνεται συλλογική, αληθινή απεικόνιση μιας δεδομένης εποχής και ενός συγκεκριμένου τόπου. Ίσως, σε αυτές τις σκέψεις ο παραπάνω ισχυρισμός του ποιητή Ηλία Γκρη, να βρίσκει τη δικαίωση του. Αλλά και τη δικαίωση του «μύθου του ’21», που βάλλεται πανταχόθεν, αλλά που «παρ’όλη τη σπίλωση και την παραχάραξη της ιστορίας του [του ’21], αντιστάθηκε με την αλήθεια του». Όπως γράφτηκε : Διαβάζοντας την περίφημη ανθολογία του ποιητή Ηλία Γκρη, του συνειδητού πνευματικού ανθρώπου που έγραψε το βιβλίο «Το μελάνι ψωνάζει: Η 17η Νοέμβρη 1973 στη λογοτεχνία» (Μεταίχμιο, 2003), στάθηκα περισσότερο στο πολυσέλιδο επίμετρο του και ακόμα περισσότερο, στην ξεκάθαρη θέση του, που αν και ποιητής, προβάλλει τα κακώς ιστορούμενα για τα σύμβολα και τους συμβολισμούς τους, για το λάβαρο της Αγίας Λαύρας που δεν στήθηκε εκεί αλλά κάπου αλλού, για την 25η Μαρτίου που αυθαίρετα ορίστηκε μέρα ξεσηκωμού κ λπ. Θέλω να πω, πως ο ποιητής, πέρα από αυτή καθαυτή τη κύρια πρόθεση του να παρουσιάσει ένα πανόραμα της ποίησης για την Επανάσταση του 1821, άγγιξε με γενναιότητα ιστορικές πτυχές, που αποτέλεσαν και την αφορμή για την κατάρτιση της ανθολογίας του. Στάθηκε δηλαδή απέναντι στη διαφαινόμενη συντονισμένη απόπειρα «αποκάθαρσης» του ’21 από τα δήθεν στερεότυπα πατριωτισμού. Με την επίπονη λεπτομερή ενασχόληση του ανθολόγου, με τους θρύλους και τα μυθεύματα εκείνης της επαναστατικής περιόδου και η αντανάκλαση τους στο σήμερα, που τα πάντα αναθεωρούνται και όχι πάντα υπέρ των λαών, τους συμβολισμούς και αποσυμβολισμούς της εθνικής παρακαταθήκης, που έτσι και αλλιώς έμεινε χαραγμένη στη συλλογική μνήμη, τους φαναριώτες, τους φιλλέληνες, τους ανθέλληνες, τους προδότες και τους πατριώτες της ελληνικής πατρίδας, αναφύονται ως ερευνητέα θέματα στο βιβλίο του Γκρη για την εθνική μας επανάσταση. Η ανθολογία αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια «άλλη ιστορία», μια ποιητική ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ή του χίλια οκτακόσια τόσο, αναλόγως του πως βολεύει τον κάθε ένα ιστορικό ή «ιστορικό» ή τον όποιο κριτικό που τα βλέπει κάτω από τη δική του οπτική γωνία, ανεξάρτητα με το ποιόν ή την όποια ιδεολογική ή πολιτική θέση εξυπηρετεί με τις διάφορες «κριτικές»γκρίνιες. Το γεγονός είναι ότι στον χρόνο που συμπληρώθηκαν εκατόν πενήντα χρόνια από την Επανάσταση του ’21, ο Ηλίας Γκρης τόλμησε να δώσει στην ελληνική γραμματολογία ένα σημαντικό έργο, συμπλήρωμα της επίσημης ή μη επίσημης Ελληνικής ιστορίας. Και η ιστορία βασίζεται στη μνήμη. Κι αυτό γιατί, η γραφή είναι ίσως ο ιδεωδέστερος τρόπος να διασωθούν οι πτυχές της μνήμης. ‘Ετσι μέσα από τις λογοτεχνικές ματιές των ποιητών και συγγραφέων, η μνήμη μπορεί να αποτελέσει την «αφετηρία» για να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιστορίας μιας χρονικής περιόδου. Σε μια εποχή λοιπόν όπως η σημερινή, έντονων και σκληρών γεγονότων μιας απαξιωτικής κοινωνίας, η χάραξη της σχετικά πρόσφατης ή δοσμένης επί δεκαετίες μνήμης, θα λειτουργήσει ίσως, πέρα από την «επίσημη» καταγεγραμμένη ιστορία, ως πνευματική αντίσταση στην άγνοια και αδιαφορία του μετανεωτερικού ανθρώπου. Ακόμη και ως συνισταμένη καταγραφή μιας άλλης ιστορίας, εκείθεν της – και ενίοτε ανάλογα των σκοπιμοτήτων – επίσημα γραμμένης. Ακόμη και σήμερα, που συμπληρώνονται εκατόν πενήντα ένα χρόνια από τη κήρυξη του απελευθερωτικού αγώνα, ο τόμος «Το 1821 στην ελληνική ποίηση» είναι πολλαπλώς επίκαιρος, είτε διότι θα δώσει μια διαφορετική οπτική στην προσπάθεια της παγκοσμιοποιημένης «απομυθοποίησης» της εθνικής χροιάς της ιστορίας κάθε λαού, είτε επειδή θα βοηθήσει να μην εξαλειφθεί η συλλογική μνήμη, που, έτσι κι αλλιώς είναι αντίθετη και δεν συνάδει με τις μοντέρνες ή μεταμοντέρνες εκδοχές της Ιστορίας. Ο ποιητής, σε μια συνέντευξη του (12-03-2011) ισχυρίστηκε ότι : «Η ιστορική αλήθεια δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά μόνο στην ποίηση». Είναι κι αυτό μια θέση, που δεν ξενίζει μεν, καθόσον η μνήμη αντλεί την ουσία της από την ποίηση και η ποίηση από τη μνήμη, εάν δεχθούμε ότι Ιστορία ίσον Μνήμη, αλλά που μπορεί να δώσει έναυσμα στους λάτρεις της ιστορικής απενεργοποίησης, να χλευάσουν, ως θιασώτες ενός δήθεν ορθολογισμού, την παραπάνω ποιητική θέση. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η θέαση της Ιστορίας, μέσα από ποιητικά κείμενα και γενικότερα μέσω των λογοτεχνικών κειμένων, προβάλλεται ως ο μαγικός δεσμός μεταξύ γραφής και μνήμης. Εκατόν εννέα ποιητές από τον Διονύσιο Σολωμό μέχρι τις ημέρες μας παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες του τόμου, με 140 ποιήματα. Σ’ ένα τέτοιο συλλογικό έργο, η μνήμη δεν πηγάζει από την ιστορία που μάθαμε ή μας έμαθαν, αλλά από την ιστορία που έζησαν, με έναν ιδιάζοντα ποιητικό περίεργο τρόπο οι δημιουργοί των 140 ποιημάτων, όπου η ατομική περίπτωση γίνεται συλλογική, αληθινή απεικόνιση μιας δεδομένης εποχής και ενός συγκεκριμένου τόπου. Ίσως, σε αυτές τις σκέψεις ο παραπάνω ισχυρισμός του ποιητή Ηλία Γκρη, να βρίσκει τη δικαίωση του. Αλλά και τη δικαίωση του «μύθου του ’21», που βάλλεται πανταχόθεν, αλλά που «παρ’όλη τη σπίλωση και την παραχάραξη της ιστορίας του [του ’21], αντιστάθηκε με την αλήθεια του». Στην Ελληνική Επανάσταση του ’21, χώρεσαν και γεγονότα και καταγραφές ηθών και πολιτικές και μύθοι και ενσωμάτωση στις συνειδήσεις των ιδεολογικών τάσεων της Γαλλικής Επανάστασης και ιδεαλισμοί και αυτοθυσίες και … και… Όμως σε αυτή την επανάσταση χρωστάμε «την επακόλουθη θεμελίωση του ελληνικού κράτους, οφείλουμε την ύπαρξη μας. Αλλά και ο κυκεώνας της ασυδοσίας και παραλογισμού που βιώνουμε ως πολίτες από εκεί ξεκινάει […]«, όπως λέει ο ίδιος ο ανθολόγος. Και η κρίση του αυτή είναι απόλυτα σεβαστή, όπως σεβαστός είναι και μόχθος για το στήσιμο αυτού του πολύ χρήσιμου, για όλους τους Έλληνες, βιβλίου. Ιδιαίτερα για τους σημερινούς πολιτικούς αμφισβητίες της δικής μας Ιστορίας. Για να μην διαιωνίσουμε την «αίτηση αγγλικής προστασίας» της εποχής εκείνης που προώθησε ο «πρίγκηψ» Μαυροκορδάτος και που έμεινε γνωστή ως «Πράξη Υποταγής» (σελ. 246 του βιβλίου). ******** ******* στότητα επιτρέπει στον ποιητή να μπαίνει, να βγαίνει και να μετακινείται με άνεση από τη μια στην άλλη, και στον αναγνώστη να περνά ασυναίσθητα από το χειροπιαστό στο μετα-πραγματικό, στο όνειρο, στην ουτοπία, στο ιδανικό, στο επιθυμητό. Οι δυο καταστάσεις στις οποίες κάθε άνθρωπος συμμετέχει, αυτή της καθημερινής τριβής και η άλλη της επιθυμίας, συγχέονται καλλιτεχνικά. Διολισθαίνουν η μια στην επικράτεια της άλλης. **** ******ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ : Τα λουστρίνια της παρέλασης*
Εκδόσεις LYRA-ΒΙΒΛΙΑ του εκδοτικού οίκου Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα 2010, σελ. 424. (*) Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό (δε)κατα # 24, Χειμώνας 2010-11.Ο Γιάννης Κακουλίδης, ποιητής από τους πρώτους της γενιάς του ’70, μετά το ηχόχρωμα της ποίησης, μας έδωσε και πολλές πεζογραφικές «αναφορές», μεταξύ των οποίων και τα «Τα λουστρίνια της παρέλασης», ένα βιβλίο με 424 σελίδες ιλαροτραγικών κειμένων, που εκδόθηκε φέτος το 2010 από τις εκδόσεις LYRA-ΒΙΒΛΙΑ του εκδοτικού οίκου Μοντέρνοι Καιροί. Διαχρονικά, δύο συγγραφικοί τομείς διεκδικούν τις πρώτες θέσεις στην καρδιά του συγγραφέα. Ο ένας είναι η ποίηση και ο άλλος η αρθρογραφία, το χρονογράφημα, που ενέχει κι αυτό, κατά την άποψη μου, όπως και το διήγημα, μια πολύ μεγάλη δυσκολία απόδοσης του λόγου, όταν η έκταση του σε περί-ορίζει, όχι μόνον σε αριθμό λέξεων, αλλά και στις ουσιαστικές εκφάνσεις αυτού του σύντομου και αναγκαστικά περιεκτικού λόγου. Θα περιορίσω όμως στο σημείωμα αυτό, τις δικές μου αναφορές για τον πεζογράφο Γιάννη Κακουλίδη, στο τελευταίο βιβλίο του, «Τα λουστρίνια της παρέλασης», που είναι εν δυνάμει ενδεικτικό των διαφοροποιήσεων της γραφής του συγγραφέα, δηλαδή πέρα από το διήγημα και το μυθιστόρημα, ασκείται στο χρονογράφημα. Και είναι αυτά τα χρονογραφήματα, που αποτελούν, πέρα από την χιουμοριστική κριτική διάθεση και απόδοση, εν τέλει μια κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου με ευαισθησία, παιδεία και ταλέντο. Έτσι ο κύριος Κακουλίδης, στην ώριμη λογοτεχνική πορεία του, καταγίνεται με ασκήσεις γραπτού λόγου, κυρίως με τα κείμενα των επιφυλλίδων στις διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, που βρίσκονται σε συνάρτηση με τα αντίστοιχα κοινωνικά και έμμεσα πολιτικά περιέχοντα. Δεν μπορεί να αποσιωπηθεί βέβαια το βασικό χαρακτηριστικό του Γιάννη Κακουλίδη. Εννοώ το χιούμορ. Η αστειότητα που αναδύεται από τα κείμενα του, έστω και εάν ο αστεϊσμός πολλές φορές περνάει μέσα απ’ την τραγικότητα των εικόνων, κάνοντας τον αναγνώστη πότε να κλαίει και πότε να γελάει. Μαζί κι η ειρωνεία και η σάτιρα. Κι ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός. Και πίσω από όλα αυτά υπάρχει μια έντονη κριτική ματιά, πολλές φορές αυστηρή, έστω κι αν είναι ντυμένη μ’ ανάλαφρα σατιρικά στολίδια. Εάν αντέγραφα από την παρουσίαση του βιβλίου, θα έλεγα ότι είναι μια συλλογή κειμένων απρόβλεπτων, ανόσιων, ανίερων, τρυφερών και σατιρικών, κειμένων ιλαροτραγικών, αλλά δεν θα το κάνω. Θα πω απλά, ότι τα από μια εικοσαετία κείμενα που συγκεντρώθηκαν στα «Τα λουστρίνια της παρέλασης», καραδοκούν, ανιχνεύουν, διαπιστώνουν (είτε χλευάζοντας, είτε νουθετώντας, είτε και τα δύο μαζί) εν παντί χρόνω και τέμνουν έναν ελληνικό λόγο που μας είναι χρήσιμος, για να μην κοιμόμαστε συνεχώς, πιστεύοντας ότι ο ύπνος είναι η μοναδική σταθερή μας αξία, ως ανθρώπων, ως πολιτών – για να μην πω ευρωπαίων πολιτών … Ένας αγαπημένος μου συγγραφέας, καθηγητής κοινωνιολογίας, ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν, έγραφε σ’ ένα βιβλίο του : «Το ήθος αυτής της κοινωνίας διακηρύσσει : αν αισθάνεσαι άσχημα, φάε… Το μονοπάτι που οδηγεί στη σωτηρία είναι αυτό της βουλιμίας – κατανάλωσε και νιώσε όμορφα …», εννοώντας ότι το καταναλωτικό παιχνίδι σε ευρεία έννοια, δεν είναι τόσο η απληστία της απόκτησης και κατοχής ή η σώρευση υλικού πλούτου, αλλά η έξαψη πρωτόγνωρων πραγμάτων, η συλλογή δηλαδή αισθήσεων. Αυτή την συλλογή αισθήσεων των νεοελλήνων καταγράφει και σατιρίζει με χιούμορ [πολλές φορές με μαύρο χιούμορ] ο Κακουλίδης, πάντα άγρυπνος και επί ποδός, όπως και οι μετά την μεταπολίτευση νεοέλληνες μεσοαστοί και μη – συνέλληνες όπως τους λέει – που βρίσκονταν σε μια κατάσταση μόνιμης διέγερσης, επηρεασμένοι από την γοητεία της “Αγοράς”. Μέσα από τις 424 σελίδες του βιβλίου, με έναν διαφορετικό τρόπο και με μια “Κακουλίδειο” αμεσότητα, αυτή η συλλογή αισθήσεων, των όψιμων Ελλήνων νεοαστών, που ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, εμφανίζεται ως μάσκα άσκησης της ελεύθερης βούλησης τους και που – χωρίς να το συνειδητοποιούν – παίρνει πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και προσωπικές διαστάσεις, αποδεικνύεται άδεια από αισθήματα, καθώς η μάσκα της δήθεν ελευθερίας μας, αποκαθηλώνεται. Τούτο είναι το μήνυμα που αναδύεται από τα «Τα λουστρίνια της παρέλασης». Κι αυτό πέρα και μετά το γέλιο, που θα σας χαρίσει επί 212 ημέρες, εάν υποθέσουμε ότι θα διαβάζετε από ένα κείμενο των δύο σελίδων την ημέρα. Έτσι σαν δόση ευεργετικού φαρμάκου, για την αντιμετώπιση της ιδιάζουσας κατάθλιψης εξ αιτίας των “αγορών”, που καθημερινά βιώνουμε. Τώρα, που μας έριξαν σε μια απέραντη ανοιχτή θάλασσα, χωρίς χάρτες και με βυθισμένες σημαδούρες. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Γιάννη Κακουλίδη, κατάλαβα, ότι ζούμε πλέον μόνον στον χρόνο, δηλαδή σε ένα αέναο παρόν, όπως είναι και τα κείμενα του, αφού ο χώρος, [στην περίπτωση μας η Ελλάδα, άντε και λίγο παραπέρα, η Νότια Ευρώπη] λόγω παγκοσμιοποίησης, δεν έχει πια καμιά σημασία.
******
Ελένη Πριοβόλου : Όπως ήθελα να ζήσω*
εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, [δεύτερη έκδοση], Αθήνα 2010, σελ. 574.
(*) Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό (δε)κατα, # 24, Χειμώνας 2010-2011.
Ελλάδα 2010. Οικονομική (και όχι μόνο) κρίση. Οι αναγνώστες στις Λέσχες Ανάγνωσης ψηφίζουν ως καλύτερο βιβλίο της χρονιάς το μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου “Όπως ήθελα να ζήσω" και γράφουν (άλλοι αναγνώστες) για το βιβλίο στο διαδίκτυο, κοινώς στο internet : «Ιστορικά ακριβές, γλωσσολογικά άριστο, θαυμάσιας νοηματικής πλοκής. Συγχαρητήρια! Τίνα 12-9-2010» ή «Η Ελένη Πριοβόλου με το καινούργιο βιβλίο της “Όπως ήθελα να ζήσω", δεν σώζει μόνο την τιμή της ελληνικής λογοτεχνίας, που σε μεγάλο βαθμό έχασε το δρόμο της προς την κοινωνία, αλλά παραπέρα, με την αλληγορία του Ροδώνα της, μας δείχνει το δρόμο και για το πως θα μπορούσαμε να ζήσουμε σ’ ένα πολιτισμό της ανθρωπιάς, χωρίς φαυλοκρατία, τραπεζίτες, αφεντικά και καπιταλιστική βαρβαρότητα. Ελένη σε ευχαριστούμε και περιμένουμε το επόμενο βιβλίο σου. Κ. Λ. 13-12-2010» και εγώ ο άλλος αναγνώστης/κριτικός, μένω άφωνος με τις κρίσεις του κόσμου και την ακριβή εμβάθυνση των νοημάτων της συγγραφέως. Με το βιβλίο της αυτό, η Ελένη Πριοβόλου, δεν έγραψε απλά ένα μυθιστόρημα, αλλά και μια υποδόρια ιστορική μελέτη, για μια εποχή λίγο πολύ άγνωστη στους ανιστόρητους νεοέλληνες, που, ως ένα καλοδουλεμένο και ελκυστικό μυθιστόρημα, παραλληλίζει καταστάσεις που ήδη σήμερα βιώνουμε με άλλες αντίστοιχες εποχές κρίσεων, όπου οι βασικοί της ήρωες, επαναστατούν με τον δικό τους τρόπο, σπάζοντας τους τότε κοινωνικούς κανόνες.
Ελλάδα λοιπόν, τέλη του 19ου αιώνα. Οικονομική κρίση. Οι ήρωες, το περιβάλλον, η μη χαρτογραφημένη χώρα της εποχής του Χαρίλαου Τρικούπη, η Αθήνα και η κοινωνία της τότε, είναι ο καμβάς στο νέο μυθιστόρημα της φίλης συγγραφέως. Ο μύθος θέλει το βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, να είναι ένας νέος με ωραίο παρουσιαστικό και χάρη στις επιχειρήσεις του πατέρα του στην Γαλλία να είναι και πλούσιος, ο οποίος αποφασίζει να έλθει στην πατρίδα του μαζί με την κόρη του Ροζίτα. Όμως μαζί του φέρνει και μια σειρά ποικιλιών από ρόδα, για να φυτέψει έναν ροδόνα κάτω από την Ακρόπολη, στον Κεραμεικό, αλλά και τις νέες ιδέες που κυριαρχούσαν τότε (19ος αιώνας) στην Ευρώπη. Όμως, η βαρύνουσα σημασία του βιβλίου και η σπουδαιότητα του, είναι ακριβώς τα ίδια τα γεγονότα, αφού η συγγραφέας καταφέρνει να συνθέσει με αυτά την εικόνα της αναπτυσσόμενης τότε αστικής τάξης του νεοελληνικού κράτους και ακόμα πιο κυρίαρχα, την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας, που στον αναγνώστη μεταφέρεται στην όμοια σημερινή κατάσταση των ζοφερών ημερών που ζούμε. Ακόμη, η σπουδαιότητα του συγκεκριμένου βιβλίου, πέρα από τα λογοτεχνικά του προτερήματα, έγκειται και στο ότι η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται στις σωστές της εκφάνσεις, υποβοηθώντας την απόδοση του κλίματος εκείνης της εποχής και γιαυτό θα πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα, τόσο στην συγγραφέα, όσο και στους επιμελητές της έκδοσης. Παράλληλα, το ιστορικό και ιδεολογικό βιτρό του μυθιστορήματος, αναπόφευκτα κυριαρχείται και πολύ έντονα, από την μαγνητική μορφή του βασικού ήρωα Ρωμαίου Αγγουλέ, ενός ελεύθερου ανθρώπου αντισυμβατικού, που αγαπούσε την καλή ζωή, αλλά και τις ρομαντικές και ουτοπιστικές ευρωπαϊκές ιδέες, που κυριαρχούσαν τότε. Εδώ, μαζί με την φαντασία, χρησιμοποιείται ως λογοτεχνικό μέσον και η ιστορική καταγραφή των τότε γεγονότων, απαραίτητη συνθήκη για την απόδοση των δρώμενων [τόσο του χρόνου, όσο και της καταγραφής της πραγματικότητας] σε μυθιστορηματική ροή, με μια αισθητική, που πηγάζει από την επί χρόνια αναζήτηση της συγγραφέως των ιστορικών, κοινωνικών και οικονομικών συγκυριών και περιστατικών, που θα της επέτρεπαν να αποτυπώσει το κλίμα της εποχής εκείνης μέσα στο κείμενο και τα τα μετατρέψει σε λογοτεχνία. Μέσα από τις 574 σελίδες του μυθιστορήματος “Όπως ήθελα να ζήσω», η Ελένη Πριοβόλου μας μεταφέρει σε εκείνη την ρομαντική, στην μια της όψη, εποχή, αλλά και στην σκληράδα της καθημερινότητας της οικονομικής κρίσης, στην άλλη της όψη, με έρωτες έξω από συνηθισμένα status της ελληνικής κοινωνίας, με πολιτικές ιδέες που ενοχλούσαν τους πουριτανούς αστούς της τότε Αθηναϊκής κοινωνίας και γενικά σε μια αποτύπωση στις λεπτομέρειες μιας Αθήνας, όπως ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά και τις γενικότερης ψυχολογίας των ανθρώπων της εποχής αυτής. Τελικά, η Πριοβόλου κατάφερε να κατακτήσει το αναγνωστικό κοινό, το οποίο και την αντάμειψε με το Βραβείο Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ του 2010.
*******
Γιώργος Μαρκόπουλος : Κρυφός Κυνηγός - εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 2010.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό (δε)κατα, τεύχος #23, Φθινόπωρο 2010.
«Μετά των αγίων ...» για να αρχίσω από τον τίτλο των τελευταίων μικρών κομψών στίχων της τελευταίας συλλογής του Γιώργου Μαρκόπουλου, θα έπρεπε να καταταγεί (εννοώ αγίων ποιητών) ο Μαρκόπουλος, ίσως από τους πολύ λίγους που διατήρησαν τόσα χρόνια τις αρχές της ποιητικής του (μας) γενιάς του '70 με την ίδια καθαρότητα, όπως τότε, στην περίοδο της αγνής ποιητικής δημιουργίας. «Το φεγγάρι που ακολουθεί κατά πόδας το αεροπλάνο ζητώντας, σπαρακτικά λες, να μπει και αυτό μέσα».
Κι εδώ είναι το ερώτημα ! Ζώντας [μεταφορικά ή ίσως και όχι] στο φεγγάρι ο ποιητής, παρακολουθούσε πάντα ένα «αεροπλάνο», μια τεχνολογική πρόοδο, μια κοινωνία παραπέουσα, κοινωνία σπατάλης και διαφθοράς, την σκληρότητα της καθημερινότητας και τόσα άλλα που βίωσε και βιώνουμε κάθε μέρα. Και ευτυχώς που το φεγγάρι του Μαρκόπουλου δεν κατάφερε να μπει σ’ αυτό το «αεροπλάνο» κι έμεινε να κοιτάζει απ’ τα φινιστρίνια τον κόσμο. Αν και στους «Πυροτεχνουργούς», όπως έγραψε ο Αλέξης Ζήρας, « … έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση γεμάτη υπόγειες διαβάσεις χωρίς τεχνάσματα και εύκολες λύσεις. Ζούμε τον “μικρόκοσμο” της ύπαρξης που περιέχει, όπως είναι γνωστό, σε μικρογραφία όλα τα μεγάλα και τερατώδη του μακρόκοσμου. Η θλίψη για την ανεπανόρθωτη πτώση του ανθρώπου, υλική και ηθική και η διάψευση των ονείρων που κάνουμε όλοι μας …», στον «κρυφό κυνηγό» ο ποιητής ανανεώνει ακόμη περισσότερο τα εκφραστικά του μέσα και μεταθέτει πλέον το βλέμμα του σε πρωτόγνωρα για την ποίηση του τοπία, χωρίς να μας δίνει πια ελπίδα ή έναν καινούργιο μύθο ή διεξόδους : «Η πυροσβεστική που βλέποντάς την τα παιδιά θαυμάζουν το νίκελ, το καμπανάκι, το υπέροχο κόκκινο και το μυαλό τους ποτέ δεν πάει στη μαυρίλα της πυρκαγιάς».
(«Μετά των αγίων»)
ή απ’ το σπονδυλωτό ποίημα «Νοσοκομείο» :
«Μεσάνυχτα τους κατεβάζαν, / χωρίς κανένας άλλος να πάρει είδηση. / Τους έγδυναν, τους έπλεναν, τους έντυναν με τα καλά τους / που οι συγγενείς είχαν από μέρες τρεις φέρει, / τους έκλαιγαν με κλάμα πνιχτό / ξένο, τους έκλαιγαν, στο κοιμισμένο παρεκκλήσι, / κι ύστερα τίποτα, σιωπή ύστερα. / Σαν τα επαρχιακά λεωφορεία του ΚΤΕΛ / έφευγαν, έφευγαν το πρωί οι νεκροφόρες.
Η ποιητική ματιά του Γιώργου Μαρκόπουλου, χωρίς να γίνεται νεκροφοβική, εισχωρεί πλέον σε άλλα επίπεδα, σε επίπεδα σιωπής, που την αναγάγει σ’ ένα δρώμενο εσωτερικής εμβάθυνσης, που πίσω όμως απ’ τον κάθε δριμύ στίχο του, σε όλη την τωρινή συλλογή, κρύβεται ένας κυνηγός άκρατης ευαισθησίας, της ευαισθησίας που συναντάμε στις παλιότερες ποιητικές συλλογές του. Αν και το ύφος και το στυλ έχει αλλάξει – σαν μια μεταμόρφωση του ποιητή – εν τούτοις ο γνωστός Μαρκόπουλος παραμένει στις δικές του αρχές, σε δεύτερο όμως επίπεδο. Η νατουραλίζουσα συχνά διάθεση (του) [όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο ίδιος σε μια συνέντευξη του] ή το ηθογραφικό στοιχείο, που ακόμα από τους «Πυροτεχνουργούς» είχε αρχίσει να μειώνεται, στον «κρυφό κυνηγό» έχει εξαλειφθεί κι ο ποιητής ανακαλύπτει τον «άλλο του εαυτό», στις κρυφές πτυχές εσωτερικών πνευματικών διεργασιών, που δίνονται όμως εξωτερικά μ’ ένα σκληρό περίβλημα :
«Γλώσσα μοσχαρίσια, κρεμασμένη σε τσιγκέλι χασάπη, / Γλώσσα αρνιού σε σούπα μωρού. / Γλώσσα χοιρινή σε τραπέζι μπεκρήδων / Γλώσσα ανθρώπινη σε μικρή λεκανίτσα, / ύστερα από επέμβαση, σε μικρή λεκανίτσα χειρουργείου».
(«Νοσοκομείο» : ποίημα ΙΙ)
Ένα άλλο στοιχείο που διακρίνεται σε πολλά ποιήματα αυτής της τελευταίας συλλογής, είναι η «θλίψη» και η «μοναξιά», όχι πια για τις άσημες και αδύναμες υπάρξεις του κόσμου ή τις εξωτερικές ασχήμιες του κόσμου, αλλά πλέον για την ίδια την ύπαρξη του ποιητή.
«Που πήγαν όλοι, που χάθηκαν ; / Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, / το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν, / ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος, / ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος, / των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη, / που πήγαν, που χάθηκαν ; / Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε. / Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία, / ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους / κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες».
(«Οι παλιοί εαυτοί μου»)
Κι όμως, πέρα απ’ την σχέση του ποιητή με τον πάσχοντα εαυτό του, μια σχέση που από συγκεκριμένα γεγονότα ανακαλύπτει τον ακαθόριστο κόσμο μιας εσωτερικής άλλης διάστασης, ο Γιώργος Μαρκόπουλος χρησιμοποίησε μια διαφορετική σμίλευση στην ποίηση του, «πέρα μακριά στα σύννεφα». Αλλά μήπως ο Μαρκόπουλος έχασε πια τον γνωστό λυρισμό, που χρόνια μας προβάλει στον ποιητικό του λόγο ; όχι βέβαια :
«Με λέξεις που σκορπίζονται πανικόβλητες / όπως τα κατσίκια στην ξαφνική θέα του τραίνου / καθώς και με μια ψυχή σκοτεινή που όμως βλέπει πολλά / όπως το ένα, κλεισμένο στο φακό, μάτι των ρολογάδων / είμαι μόνος. / Είμαι μόνος και σε περιμένω».
(«Ένα κάποιο στείλε μου σήμα»)
Κάποτε, σε μια κουβέντα ο Γιώργος Μαρκόπουλος είχε πει : «Εγώ είμαι με τη μέρα. Δεν πιστεύω στο βράδυ, ψεύτικη είναι η νύχτα». Κι αυτή η φράση – που δεν είναι μόνο σλόγκαν – θα πρέπει να σηματοδοτήσει την αποφόρτιση των υπαρξιακών διλημμάτων που οδηγεί στην αρνητική όψη της ποίησης, όχι με την έννοια της μη καταγραφής τους, αλλά με την έννοια της ανάδειξης των τοπίων εκείνων που προβάλλουν τις φωτεινές σχισμές στον άχαρο – αλλά και πολλές φορές πολύ όμορφα ποιητικά – κόσμο που ζούμε. Και ζούμε. Κι αυτό που διακρίνω εγώ, πίσω απ’ τον «κρυφό κυνηγό», είναι το κυνήγι απ’ την μεριά του ποιητή μιας εσωτερικής ομορφιάς, που δεν τονίζεται μεν σ’ αυτά τα ποιήματα, αλλά υφέρπει, ξαναγυρίζοντας τον πίσω – όχι υφολογικά ή θεματολογικά – στην «Έβδομη Συμφωνία», όταν το 1968 έγραφε : «… στάθηκα στην καρδιά σου στα χαλάσματα μετά την καταιγίδα και κοίταζα». Κι ας τελειώσω με κάτι που θέλω να πω από καρδιάς στον Γιώργο Μαρκόπουλο : όπου υπάρχει ο ποιητικός λόγος, πάντα υπάρχει και περίσσευμα ζωής. Εξ άλλου εσύ Γιώργο το είπες : «… ώστε χαμογελούν τότε κάπως αυτοί, / ενώ το σώμα τους ανεβαίνοντας προς τα πάνω / και πάλι ανεβαίνοντας προς τα πάνω, / χρόνια, βάρος και αναμνήσεις πετά».
****
[15] Η ΝΟΣΟΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Enrique Vila-Matas :
- Η νόσος του Μοντάνο – [μτφ Γεωργία Ζακοπούλου] – εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, Αθήνα 2006, σελ. 350.
-
Δόκτωρ Πασαβέντο – [μτφ Νανά Παπανικολάου- εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, Αθήνα 2010, σελ. 349. (*) Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό (δε)κατα, τεύχος #22, Καλοκαίρι 2010.
«Μ’ αρέσει να γράφω μόνο και μόνο για να γράφω», εξομολογείται ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας, ο πιο σημαντικός εν ζωή Ισπανός συγγραφέας, στο μυθιστόρημα του Δόκτωρ Πασαβέντο, που έγραψε το 2005. Και όπως υπάρχουν ταξιδιώτες που ταξιδεύουν, όχι για την ανακάλυψη μακρινών χωρών, αλλά μόνο για την ικανοποίηση του ταξιδιού, έτσι κι εγώ – ανορθόδοξα – δηλώνω ότι μ’ αρέσει να γράφω για να γράφω, με την έννοια ότι, σε αυτή την προσέγγιση του Ισπανού συγγραφέα Ενρίκε Βίλα-Μάτας, η προσπάθεια μου θα είναι το γράψιμο για το γράψιμο, αφού στο ένα από τα δύο του παραπάνω μυθιστορήματα, το «Η νόσος του Μοντάνο», ο συγγραφέας κυριολεκτικά αναφέρεται σε μια αρρώστια λογοτεχνική, ενσαρκώνοντας ο ίδιος την λογοτεχνία και δίνοντας μας με την φράση «μ’ αρέσει να γράφω για να γράφω» έναν υπέροχο ύμνο σ’ αυτήν την «νόσο της λογοτεχνίας», από την οποία υποφέρουν μεν οι διακονούντες αληθινοί συγγραφείς, αλλά – που περιέργως – δίνει σε όλους την μοναδική ελπίδα για την σωτηρία της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα υπέροχα αλλά περίεργα μυθιστορήματα του Βίλα-Μάτας, που θα προσπαθήσω να συνταιριάζω στην εξέλιξη αυτής της προσέγγισης, πέρα από τα τόσα βραβεία που έλαβαν, σηματοδοτούν τόσο θεματικά, όσο και αισθητικά μια άλλη αντίληψη για την συγγραφή, ένα ανεξιχνίαστο συγγραφικό μυαλό που, η έμπνευση και γραφή του είναι πολύ δυνατή για τον μέσο αναγνώστη ή δια μέσω του αναγνώστη. Αυτό το μυαλό απαιτεί, όχι απλώς ένα ευχάριστο διάβασμα, αλλά μια αποκρυπτογράφηση των δρώμενων των συγκεκριμένων μυθιστορημάτων. Διαβάζοντας με προσοχή και τα δύο αυτά έργα, βρήκα – και συγχωρέστε με αν σας φανεί παράξενο – μια καθ’ ημάς αντιστοιχία με το βραβευμένο με το Athens Prize for Literature μυθιστόρημα «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ» της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. Αυτή βέβαια είναι μιά άποψη. Υποκειμενική και ίσως όχι φιλολογικά βαρύνουσα και ίσως στην ανίχνευση της να μην μπορεί κανείς να βρει εύκολα εκείνα τα στοιχεία που περιμένει να ταιριάζουν. Αλλά όμως, το μ’ αρέσει να γράφω για το γράψιμο είναι κι αυτό υποκειμενικό, που κρύβει όμως ένα μεγαλείο. Το μεγαλείο της ανίατης νόσου της λογοτεχνίας που μπορεί να θεραπεύει. Όταν πρόσφατα ο συγγραφέας Enrique Vila-Matas, παρουσίασε το πιο πρόσφατο λογοτεχνικό έργο του «Dublinesca», στην Πόλη του Μεξικού στις 4 Μαΐου 2010, όπου αφηγείται την ιστορία ενός εκδότη προχωρημένης ηλικίας ο οποίος, μετά τη δημοσίευση πολλών από τους καλύτερους συγγραφείς στην πορεία μιας σταδιοδρομίας 30 ετών, ποτέ δεν κατάφερε να βρει έναν συγγραφέα που να θεωρήσει ως μεγαλοφυΐα της λογοτεχνίας, ο συγγραφέας βρίσκεται και πάλι στο προσφιλές του κλίμα, προσαρμοσμένο στα σημερινά ζητούμενα, όπως η παρουσίαση από τον ήρωά του ενός θρήνου για το τέλος της εποχής του Τύπου και την κυριαρχία της νέας εποχής του Διαδικτύου. Έτσι και στο «Montano» θεωρεί επίσης ότι η λογοτεχνία διανύει μια περίοδο αρρώστιας, αλλά όμως επιτρέπει μια αισιόδοξη ανάγνωση, παρ’ όλο που φαντάζεται ότι ο ήρωας του είναι περιτριγυρισμένος από «εχθρούς της λογοτεχνίας». Ο πολύ υψηλού κύρους Καταλανός συγγραφέας (γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του 1948 στη Βαρκελώνη) διαθέτει μια δυσοίωνη φαντασία. Την χρησιμοποιεί στην γραφή του, ιδιοφυής όπως είναι, με ένα μείγμα διαφορετικών ειδών, όπως κάνει και στα μεταγενέστερα μυθιστορήματα του Doctor Pasavento, Exploradores del abismo (2007) και Dietario (2008), που δεν κυκλοφορούν ακόμη στα Ελληνικά, απ’ ότι γνωρίζω. Σε μια συνέντευξη του ο ίδιος είχε πει : «Αυτό είναι ένα βιβλίο στο οποίο περιγράφονται τα βιβλία, τα ταξίδια και οι εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής, σε μια διάσταση με τον ίδιο τρόπο, γι’ αυτό και δεν είναι μεγάλη η διαφορά μεταξύ ζωής και μυθοπλασίας». Σχεδόν σε όλα του τα έργα, χρησιμοποιούνται φαινομενικά αντι-λογοτεχνικές φόρμες, όπου ο δημιουργός έχει την τάση να κάνει ότι μπορεί για να στηρίξει τη λογοτεχνία. Αυτή την όψη της, ο Enrique Vila-Matas είναι ο πρώτος που την μεταχειρίζεται ως ασθένεια. Με λίγα λόγια υποστηρίζει την λογοτεχνική γραφή με τον δικό του περίεργο και ιδιόρρυθμο τρόπο. Ο συγγραφέας προβάλει την ιδέα ότι η σύγχρονη λογοτεχνία είναι ένα μουτζούρωμα στο περιθώριο των μεγάλων έργων, γιαυτό και τα έργα του εμφανίζονται να είναι πρωτοποριακά, λανσάροντας ένα παράξενο νέο είδος : το λογοτεχνικό δοκίμιο ως μυθιστόρημα. Το βιβλίο του «Η νόσος του Μοντάνο», είναι ένα ωραίο παράδειγμα αυτού του είδους, όπως δηλαδή κάθε καλογραμμένο δοκίμιο θα μπορούσε να είναι θετικά γεμάτο εισαγωγικά, αναφορές και άλλα συμπτώματα έρευνας. Σε μια εποχή όπου όλο και περισσότερα είναι τα μυθιστορήματα που περιλαμβάνουν κατάλογο πηγών και υποσημειώσεων, τα βιβλία του Vila-Matas, ξεχωρίζουν τόσο για την αυστηρότητα τους, όσο και για την προβολή των πηγών τους, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κειμένου. Ο Βίλα-Μάτας σκαλίζει τα κρισιμότερα ερωτήματα της γραφής : πώς δηλαδή γράφουμε, γιατί γράφουμε, τι μας χρειάζεται η λογοτεχνία, σε τι μας παγιδεύει. Εκείνο που διαποτίζει όμως αυτο το μωσαϊκό αυτοβιογραφικής, δοκιμιακής και μυθιστορηματικής γραφής είναι η διάχυτη ειρωνεία και η απομυθοποίηση των πάντων, τέχνες που εξ αρχής δηλώνει πως ανέκαθεν τον ενδιέφεραν. Τίποτα δεν γλιτώνει από την γραφίδα του, ούτε τα λογοτεχνικά κέντρα, ούτε τα πρόσωπα, ούτε κυρίως οι επιτηδευμένες πόζες των τεμπέληδων καλλιτεχνών και ποιητών, που το μόνο που κάνουν είναι να δείχνουν απελπισμένοι. Έτσι, με τον δικό του τρόπο, αγωνίζεται με την πράξη της λογοτεχνικής δημιουργίας, καθώς και με την εμμονή του να εμβαθύνει πάνω σε έργα προκατόχων του. Το σημαντικό στα βιβλία του, είναι πως είναι πολύ συνειδητά γραπτά, όχι μόνον ως γνώση του χρέους που οφείλουμε προς τους μεγάλους συγγραφείς- [Κάφκα, Μπέκετ, Gide μεταξύ άλλων] – αλλά και από την ανησυχία που πηγάζει από τον φόβο ότι μετά από 2.000 χρόνια, δεν θα μείνουν και πολλά να ειπωθούν. Στις αφηγήσεις του κάθε μυθιστορήματος, υπάρχει μια συνειδητή ταλάντευση μεταξύ αστειότητας και κατάθλιψης, μια λεπτή γραμμή μεταξύ σαρκασμού και θλίψης. Σε ποια πλευρά βρίσκεται όμως ο αφηγητής ; Δύσκολο να το πει κανείς. Ας πούμε, για παράδειγμα, ο αφηγητής του «Η νόσος του Μοντάνο» σε μια υπόθεση που υποψιάζεται ότι διεξάγεται μεταξύ της συζύγου του και του φίλου του, είναι αβέβαιο αν θα πρέπει να γελάμε με τα περίτεχνα αστεία ή να ανησυχήσουμε αν είναι αλήθεια ή δεν είναι. Η ιδέα ότι, αφού η ζωή του αφηγητή περιστρέφεται γύρω από τα βιβλία, δίνεται η αίσθηση ότι ο αφηγητής βάσιμα έχει πληρώσει ακριβά την οικειότητα τους με το γραπτό λόγο και γιαυτό έχει καταβληθεί από την εμμονή, την μοναξιά και την αποξένωση, και ίσως ζει με τη φοβερή υποψία ότι θα ήταν καλύτερα χωρίς βιβλία. Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε ενότητες. Οι δύο πρώτες φαίνεται να είναι μια αφήγηση του, από την μία από την σκοπιά της φαντασίας και από την άλλη από την μεριά του πεζού λόγου. Η τρίτη είναι μια διάλεξη που αγνοεί την πραγματικότητα, βάζοντας ως στόχο την εφήμερη ιδιοτροπία της. Η τέταρτη είναι ένα ημερολόγιο του αφηγητή. Και η πέμπτη είναι η αναφορά των συγγραφέων, που καταλήγει στη φαντασία. Η πρώτη γραμμή του στο «Μοντάνο» είναι μια πρόκληση : «Στα τέλη του 20ου αιώνα, ο νεαρός Moντάνο, έχοντας μόλις δημοσιεύσει το ριψοκίνδυνο μυθιστόρημά του για την αινιγματική περίπτωση συγγραφέων που αρνήθηκαν τη γραφή, βρέθηκε πιασμένος στα δίχτυα της ίδιας του της μυθοπλασίας και μετατράπηκε, σε έναν συγγραφέα που, παρά την ψυχαναγκαστική κλίση του προς τη γραφή, βρέθηκε εντελώς μπλοκαρισμένος, παράλυτος, ένας τραγικός συγγραφέας ανίκανος να γράψει». Έτσι λοιπόν έχει ένα πρόβλημα: Ζει κυριολεκτικά με τις ιδέες των άλλων», γεμάτος «μνήμες» από διάσημους συγγραφείς, π. χ. του F. Scott ή βρίσκεται μέσα στο κεφάλι του Fitzgerald κ.α., που κατακλύζουν συνεχώς το μυαλό του και επηρεάζουν την γραφή του. Ο αφηγητής λοιπόν βρίσκεται με μια τέτοια ασθένεια. Μετά από 68 σελίδες, μας λέει ο συγγραφέας ότι όλα όσα μόλις διαβάσατε είναι ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα. Αλλά ήταν όλα φαντασία ; Μήπως μυθοπλασία σημαίνει απαραίτητα ότι είναι λάθος ; Έτσι από την συνέχεια προκύπτει ότι η γραμμή μεταξύ φαντασίας και μη είναι θολή. Σε αυτό λοιπόν το θόλωμα βλέπουμε, ένα όμορφο είδος γραφής : Άνθρωποι, τόποι, γεγονότα, πραγματικά περιστατικά που μετατρέπονται από μυθοπλασία σε μη μυθοπλασία, και στη συνέχεια πάλι να αλλάζουν, σε ένα βιβλίο που θεωρεί τα ημερολόγια των συγγραφέων ως έργα της λογοτεχνίας. Στο τέλος, το μόνο συγκεκριμένο πράγμα που είναι πρέπον να πούμε γι’ αυτό το βιβλίο, είναι ότι μπορεί όλα να είναι «αλήθεια». Εν τέλει, «Η ανάγνωση αυτού του μυθιστορήματος είναι μία εξαιρετικά συναρπαστική εμπειρία», όπως γράφτηκε στην εφημερίδα L’ Humanité. Το «El mal de Montano», όπως είναι τίτλος του μυθιστορήματος στα Ισπανικά, είναι ένα τολμηρό, προκλητικό και εξαιρετικό μυθιστόρημα». Στο «Δόκτωρ Πασαβέντο», ο Βίλα-Μάτας με μεγάλη ιλαρότητα, μεταλλάσσεται και αξιοποιεί περισσότερο τις αισθήσεις και τους μαιάνδρους τους. Ο Δόκτωρ Pasavento, είναι ένας αρκετά γνωστός συγγραφέας μυθοπλασίας, ο οποίος εξαφανίζεται, όπως η Αγκάθα Κρίστι, που μετά από 11 μέρες βρέθηκε. Προκειμένου να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο, ο Πασαβέντο πηγαίνει ένα ξαφνικό ταξίδι στη Σεβίλλη τον Δεκέμβριο του 2004, αλλά και στην Νάπολη και στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου διαμένει στο ίδιο ξενοδοχείο στο οποίο στην πραγματική ζωή ο συγγραφέας τοποθετεί τους συγγραφείς του. Κανείς όμως δεν αναρωτιέται που είναι ο Πασαβέντο και κανείς δεν ανησυχεί εάν είναι καλά ή ψάχνει για τον ίδιο. Η αδιαφορία αυτή, κάνει τον ήρωα του μυθιστορήματος να συνειδητοποιήσει ότι είναι μόνος στον κόσμο, καθιστώντας την μοναξιά των συγγραφέων κύριο θέμα του μυθιστορήματος. Ως πρότυπο του ο Δόκτωρ Πασαβέντο δια του συγγραφέα είναι ο Ρόμπερτ Βάλζερ, συγγραφέας κι αυτός, που κατάφερνε να περνάει απαρατήρητος. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του προτύπου ήταν, η δυστυχισμένη ζωή που έκανε αλλά που την θεωρούσε όμορφη. Επιπλέον δε σιχαινόταν κάθε είδους εξουσία και κάθε είδους λογοτεχνικό μεγαλείο. Έτσι τελικά ο Πασαβέντο, αποσύρεται απ’ τον κόσμο, με έναν έξυπνο παραλληλισμό του Βίλα-Μάτας, που καταδεικνύει την τάση του γιατρού να κάνει τον γραφικό του χαρακτήρα ολοένα και πιο μικρό, οδηγώντας τον με αυτόν τον τρόπο στην εξαφάνιση, στην έκλειψη. Είναι η στρατηγική της παραίτησης, που τελικά τον φέρνει σε ένα ελβετικό φρενοκομείο, όπου ο Βάλζερ έζησε τόσα χρόνια απομονωμένος από τον κόσμο, και εξασκείται σε μια πολύ ασυνήθιστη τέχνη, την τέχνη τού να μετατρέπεσαι σε τίποτα. Ο Δόκτωρ Pasavento μπορεί μόνο να είναι μια προσέγγιση στις ίδιες έντονες ανησυχίες του συγγραφέα του, χωρίς όμως να βάζει σε κίνδυνο την προσπάθεια του, για την εκ νέου μετάθεση σε ένα μυθιστόρημα αντάξιο μιας ενδιαφέρουσας λεκτικής ενός μάγου της γλώσσας. «Εξουσία και όνειρο, συμμετάσχουν ειρηνικά στις γωνιές του μυθιστορήματος». Είναι γεγονός ότι η εξαφάνιση του συγγραφέα-ήρωα, είναι στον πυρήνα αυτού του μυθιστορήματος, ως ένας από τους μύθους και ένας από τους πιο φευγαλέους στόχους για έναν συγγραφέα ο οποίος, όπως ο Enrique Vila-Matas γράφει στο περιθώριο μεταξύ της αγωνίας και της συνείδηση του, για «την μοναξιά, την τρέλα, την σιωπή, την ελευθερία». Το «Δόκτωρ Πασαβέντο» είναι, με λίγα λόγια, ένα βιβλίο αφιερωμένο στο όνειρο, ανοικτό σε κάθε άνεμο της φαντασίας, σε κάθε άνεμο της άνοιας και της περιπλάνησης, όπως περιπλανώμενος είναι και ο ήρωας του βιβλίου.
*****
[14] ΣΠΙΝΘΗΡΕΣ ΚΑΛΩΔΙΟΥ (*)
ΠΑΝΟΣ ΚΑΠΩΝΗΣ : «Σπινθήρες Καλωδίου»
εκδόσεις Τυπωθήτω [Λάλον Ύδωρ], Αθήνα 2010, σελ. 240
(*) Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό poetix # 3, Άνοιξη 2010.
Η Λιάνα Σακελλίου έγραψε στο τρίτο τεύχος του περιοδικού Poetix για το βιβλίο «Σπινθήρες Καλωδίου» : «Το ήλεκτρον τον συνάντησε στην Πλατεία Συντάγματος στο κέντρο μιας τεράστιας και βίαιης αντίφασης. Η ζωή έρεε προς την αθανασία, προς τα κλέη, προς τον μύθο. Ξαφνικά σπινθήρες εισβάλλουν ακάθεκτοι και χτυπόύν εκτυφλωτικά. Η στιγμή συναντά τον ποιητή και αποκτά διάρκεια μπαίνοντας στο ποιήμά του. Ο καταπληκτικός στίχος «Τι ήθελες εσύ στο Σύνταγμα» με την ήρεμη αμηχανία και με τη νύξη του Μπολιβάρ, μας στοιχειώνει.».
****