https://www.hartismag.gr/hartis-29/dokimio/alekos-flwrakhs-penhnta-dyo-xronia-sthn-poihsh

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ [1945-2003]*

(*) Δοκίμιο του Πάνου Καπώνη, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος # 152-153 του λογοτεχνικού περιοδικού Οδός Πανός, Απρίλης-Σεπτέμβρης 2011.
 
 
1. Ο φίλος
Όταν στα πανεπιστημιακά μου χρόνια γνώρισα τον Δημήτρη Ποταμίτη, σκεφτόμουν το θάνατο μόνο μεταφυσικά και ως μια «μετάβαση» από τα χαμηλά στα υψηλά. Μάλιστα, είχα τη δοξασία (και την έχω ακόμα ως πεποίθηση) ότι οι μεταστάντες πρέπει να «θάπτουν τους εαυτών νεκρούς» και ότι η «μετ’αβαση» αυτή σηματοδοτεί μεν ένα κενό στη συνοχή του κόσμου τούτου, αλλά δεν διαταράσσει την αρμονία του Σύμπαντος Κόσμου. Δεν πίστευα πως κάποτε, όπως εκείνη τη μέρα, στις 27 Φεβρουαρίου 2003 (1), θα βίωνα μια άλλη αντίληψη του θανάτου ως γεγονός, όταν έμαθα την αποδημία του παλιού μου φίλου. Και αυτή η εσωτερική αναστάτωση συνοδεύτηκε εξωτερικά από ακραία φυσικά φαινόμενα, όπως ο χαλασμός που ξέσπασε από την ισχυρή βροχή-καταιγίδα που σάρωσε την Αθήνα την ημέρα της κηδείας. Είχα προετοιμασθεί και ψυχολογικά να ακολουθήσω στο νεκροταφείο Ζωγράφου το σκήνωμα του «αιώνιου έφηβου», να ρίξω λίγο χώμα σε έναν πάνω από όλα φίλο, έχοντας στη σκέψη μου κάποιους στίχους του :
«Και πριν αλέκτωρ λαλήσει / Το άλλο μισό μου πρόδωσα απαρνήθηκα / Το άλλο μισό μου που μια μέρα / Του είναι γραμμένο να κηδέψει τον εαυτό του» (2).
Το δικό μου όμως «ολόκληρο» εκείνη τη μέρα με πρόδωσε. Δεν μπόρεσα να πάω τελικά στη κηδεία, δεν έβρισκα ταξί κι έμεινα αποκλεισμένος σ” ένα μπαρ, πίνοντας μεσημεριάτικα στη μνήμη του καλού ποιητή. Έτσι ίσως έπρεπε να γίνει. Ίσως «Τα ανάποδα παραμύθια» του Ποταμίτη, μια παραμυθική (3) ιστορία, όπου ο ήλιος θύμωσε με τους ανθρώπους καιμ κρύφτηκε, να έπαιξαν το ρόλο τους κείνη την ημέρα. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι νεκρολογίες, ούτε ως δήθεν λογοτεχνικό είδος. Όμως, κείνες τις ημέρες της αποδημίας του, διαβάζοντας τις λιτές ανακοινώσεις του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών : «02-03-2003. Έφυγε τα ξημερώματα του Σαββάτου ο Μίμης Κουγιουμτζής. Ο δάσκαλος, ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός. Καλό ταξίδι άνθρωπε! …. 26-02-2003. Έφυγε από τη ζωή ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας Δημήτρης Ποταμίτης, μετά από πολύμηνη μάχη με ανίατη ασθένεια. Η κηδεία του θα γίνει τη Παρασκευή 27-2-2003 από το Νεκροταφείο Ζωγράφου» και αναλογιζόμενος το δημιουργό, τον άνθρωπο, το φίλο, αισθάνθηκα μια παρόρμηση να αποτυπώσω, όχι ως «νεκρολογία» αλλά ως ζώντα λόγο τη μνήμη, πηγαίνοντας πίσω στο 1970, όταν ο Ποταμίτης εξέδωσε το τρίτο ποιητικό του βιβλίο «Ο άλλος Δημήτριος». Και ενώ γράφονταν αυτές οι γαρμμές, κατά ευτυχή συγκυρία, κυκλοφόρησε ένα πολύτιμο βιβλίο (4) με τα δημοσιευμένα σε συλλογές ποιητικά βιβλία του, με τίτλο «ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1964-2003″. Ήταν για μένα αυτή η συγκινητική έκδοση, ένα ακόμα ερέθισμα για το δοκιμιακό αυτόν λόγο, αφού, πέρα από τη συγκλέντρωση του ποιητικού υλικού, μου αναθύμισε διάφορα περιστατικά και έφερε στη μνήμη μου εικόνες από μια ολιγόχρονη μεν, αλλά δημιουργική πορεία μαζί με τον «αιώνιο έφηβο». Έτσι λοιπόν, εκείνη τη δύσκολη εποχή, μετά τις παραστάσεις του Ποταμίτη, πολλές φορές, περπατούσαμε από το Θέατρο της Έλσας Βεργή στη Βουκουρεστίου μέχρι περίπου το Χίλτον, λέγοντας και λέγοντας περί πολλών και διαφόρων ποιητικών και μη θεμάτων. Μάλιστα από αυτή τη φιλία, γεννήθηκε και ένα ποίημα αφιερωμένο στον Δημήτρη, που δημοσιεύτηκε αργότερα στη συγκεντρωτική συλλογή «Αρχιπέλαγος Αϋπνίας» (5) ….

Η συνέχεια στο τεύχος 152-153 (Άπρίλιος-Σεπτέμβριος 2011) του περιοδικού ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ που κυκλοφορεί από τις ομώνυμες εκδόσεις !


ΑΛΕΚΟΣ ΦΛΩΡΑΚΗΣ

φεγγάρια & προσωπίδες*

(*) Δοκίμιο του Πάνου Καπώνη, που δημοσιεύτηκε στο τέταρτο τεύχος του ποιητικού περιοδικού Poetix, Χειμώνας 2010-11.
 

Ο Αλέκος Φλωράκης είναι από τις πρώτες και σημαντικές φωνές της Γενιάς του ’70. Τον συνάντησα το καλοκαίρι του 2010 στην Τήνο, όπου ο Φλωράκης – αυτός ένας Αθηναίος – μένει μόνιμα. Από τις μέρες του 1968-71, που γνώρισα την ποιητική του, μέχρι και πρόσφατα, το 2009, που εκδόθηκε η τελευταία του συλλογή Ανατομία ενός τοίχουο σχετικά άγνωστος στους πολλούς ποιητής Φλωράκης, διαμόρφωσε ένα ήθος, αλλά και το δικό του ύφος, πιστό σε μια δική του ποιητική γραφή, βασισμένη όμως στις αρχικές καταβολές των ομολόγων του της δεκαετίας του 1970. Είναι γεγονός – και έχει γραφτεί κατά κόρον – ότι η εμφάνιση της ποιητικής αυτής γενιάς, στον κύκλο της οποίας εντάσσονται και οι «χαμένοι» ποιητές – μια σειρά, δηλαδή, ανθρώπων της ποίησης που χάθηκαν στους δρόμους της αγοράς [βλ. poetix 1 Στ. Μπεκατώρος– γίνεται στο ξεκίνημα μιας μετατραυματικής κοινωνίας που αστικοποιείται με ταχείς ρυθμούς και στρέφει το πρόσωπο της σε εισαγόμενα νέα αισθητικά και πνευματικά κινήματα. Ο Αλέκος Φλωράκης, ένας αστός φοιτητής που εισέρχεται στο κλίμα της αμφισβήτησης και της άρνησης απέναντι σε μια προϊούσα επίπλαστη ευημερία, εκδίδει μαζί με τον άλλο ποιητή Στέφανο Μπεκατώρο, την κλασσική πια ανθολογία ποίησης Η νέα γενιά, ποιητική ανθολογία 65-70, μέσα στη δικτατορία, τον Μάιο του 1971, που στην πραγματικότητα αποτέλεσε την πρώτη ουσιαστική συλλογή ποιημάτων της Γενιάς του ’70. Για κείνη την εποχή, μετά από χρόνια, στις 22 Απριλίου 1999, σε μια διάλεξη στο Χατζίνειο Δημοτικό Εντευκτήριο Καλλιθέας, ο ποιητής θα επιβεβαιώσει ότι : «Όσοι από τους ποιητές εκείνους δεν ενσωματώθηκαν στη νέα τάξη, εσιώπησαν ή περιθωριοποιήθηκαν, ενώ οι επιγενόμενοι, ευθύς από το δεύτερο μισό της δεκαετίας, πολύ χαλαρή σχέση διατήρησαν με το κλίμα εκείνο …» Ο ίδιος λοιπόν, ο ποιητής, μαζί με άλλους σημαντικούς της γενιάς του, αγνοήθηκε από τους πρώην φίλους του, που κατείχαν θώκους μεγάλων – τότε – εκδοτικών οίκων και βρέθηκε – όσον αφορά στην ποιητική του δραστηριότητα – στο περιθώριο της εμφανούς λογοτεχνικής κίνησης. Και εδώ οφείλουμε, μια παλιά είδηση [εφ. Η Βραδυνή 17-12-1971] με τίτλο «Ένα νέο βιβλιοπωλείο στην Αθήνα» : «Τρεις νέοι δόκιμοι ποιητές άνοιξαν βιβλιοπωλείο. Οι Γιάννης Κοντός, Θανάσης Νιάρχος και Αλέκος Φλωράκης. Όχι φυσικά για να πωλούν μόνο τα βιβλία τους, αλλά και των άλλων συναδέλφων τους […] ζώντων και νεκρών, Ελλήνων και ξένων. Το όνομα του βιβλιοπωλείου «Ηνίοχος»…».

Όμως ο Φλωράκης, παρ’όλες τις διδακτορικές του δάφνες και το σημαντικό επιστημονικό, λαογραφικό και εθνολογικό συγγραφικό έργο του, άφηνα πάντα ανοιχτούς τους φεγγίτες της μνήμης των πρώτων χρόνων της ποιητικής Γενιάς του ’70, που σημάδεψαν χαρακτηριστικά την ελληνική λογοτεχνία, επισημαίνοντας μετά από σαράντα χρόνια, κάποιες διαπιστώσεις σχετικές με τον ανατρεπτικό τότε ποιητικό λόγο ως καθολικό φαινόμενο αυτής της γενιάς. Σε ένα άρθρο του [Ομπρέλα τχ 77/2007], έγραφε μεταξύ άλλων, ότι ο χαρακτηρισμός για την ποίηση «… ως ποίηση με σημαία την καθολική άρνηση […] μπορεί να προσδιορίσει άμεσα μόνο μια ορισμένη κατηγορία …», αποτελεί διαπίστωση που σε μεγάλο βαθμό ισχύει για ποιητές, οι οποίοι ακολούθησαν αταλάντευτα και με συνέπεια τις μπητ ή υπερρεαλιστικές – τότε – τάσεις και όχι μια κατηγορία ποιητών, όπως ο ίδιος, αφού η ποίηση του έχει αρκετές συγγένειες με εκείνη της ίδιας εποχής, του Γιώργου Μαρκόπουλου, του Δημήτρη Ποταμίτη και άλλων, που «λοξοδρόμησαν» προς μια, κατά κάποιον τρόπο, ηθογραφική με ρομαντικά σπέρματα ενίοτε, ποιητική κατεύθυνση. Σε μια τέτοια διαδρομή ποιητικής δημιουργίας σαράντα δύο χρόνων, μαζί με άλλους Τηνιακούς γηγενείς ή εξ αγχιστείας ποιητές και συγγραφείς, ο Αλέκος Φλωράκης συμπληρώνει το χαμένο έργο του Αριστοτέλη Τηνίων Πολιτεία εκδίδοντας επτά βιβλία ποίησης και όχι μόνο, αφού ο βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών για το λαογραφικό του έργο (με τα είκοσι λαογραφικά / εθνογραφικά βιβλία του) αποφασίζει να προσθέσει έναν ακόμη συγγραφέα στους κατοίκους της και εγκαθίσταταιστην Τήνο των συγγραφέων. Μου διηγήθηκε πώς διάλεξε την Τήνο για μόνιμη κατοικία του και κατά πόσο τον επηρέασε ο τόπος στην ποίηση του. Το 1990 ο Φλωράκης έγραφε : ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ Κάποτε η θάλασσα έφτανε ως εδώ / Τώρα η επιχωμάτωση χωρίς αιδώ / την εκτοπίζει. / Άλλο αν εσύ / είχες ματώσει το γιαλό / – η καρδιά σου καρύδι στα βράχια – / άλλο αν εδώ γνώρισες το φεγγάρι / και με τι αντάλλαγμα ! 

Θυμάμαι πως εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ που συναντηθήκαμε στην Τήνο, ο Φλωράκης είχε πει έναν στίχο : «Εδώ τελειώνει η προϊστορία του νερού. Εδώ αρχίζει η ιστορία του ήλιου». Έτσι ο ποιητής άρχισε πλέον την ιστορία του ήλιου, αφού ο λαογράφος-εθνολόγος, ιστορικός, εξ αγχιστείας Τήνιος, χάρισε στη χώρα ένα πολύτιμο επιστημονικό έργο, τόσο συγγραφικό, όσο και ως πρωτεργάτης, εμπνευστής και εκτελεστής του – ευρωπαϊκού επιπέδου – Μουσείου Μαρμαροτεχνίας στον Πύργο της Τήνου. Σπούδασε – σε αντίθεση με κάποιους καλλιτέχνες και ποιητές που με τις επιτηδευμένες πόζες τους [από φράση του συγγραφέα Enrique Vila-Matas που χαρακτηρίζει ποιητές, στο έργο του “Η νόσος του Μοντάνο”], το μόνο που κάνουν είναι να δείχνουν απελπισμένοι – πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, εθνογραφία στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, στην προβιομηχανική τεχνολογία. Σπούδασε επίσης δημοσιογραφία και δημόσιες σχέσεις και εργάστηκε για ένα διάστημα ως δημοσιογράφος. Έχει τιμηθεί με βραβεία από την Ακαδημία Αθηνών, την Ελληνική Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων, την Εν Αθήναις Γλωσσική Εταιρεία και με άλλες διακρίσεις. Παράλληλα με όλα τα παραπάνω, συνέχισε την ιστορία του νερού, τη δική του ποίηση, από το 1968, που δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Φεγγάρια & Προσωπίδες και τον αμέσως επόμενο χρόνο (1969) τη δεύτερη συλλογή του Προφητικός, διακονών τον ποιητικό λόγο. Ο Φλωράκης, με μιαν αγνότητα στην ποίηση και στη ζωή του, πορεύεται ασυμβίβαστα όλα αυτά τα χρόνια, έχοντας ως πίστη του, ότι στην παραπάνω ποιητική γενιά υπήρχαν (και υπάρχουν θα έλεγα) ποιητές που εξέφραζαν την προσδοκία του αναγεννημένου ανθρώπου, μέσα σ” έναν αναγεννημένο κόσμο κατάφασης [και όχι άρνησης] και ελευθερίας. Και οι παραπάνω θέσεις του ποιητή, όχι μόνο διαπερνούν μέσα απ” τις ποιητικές του δημιουργίες, αλλά αντιπροσωπεύουν και αρκετούς ομολόγους του ποιητές, που και σήμερα βιώνουν τον ποιητικό λόγο και το αίτημα τους εν τέλει είναι η «ελευθερία, όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην ευρύτερη διάσταση της : η απελευθέρωση από τη συμβατικότητα και η αναζήτηση των αδιάγνωστων οραμάτων». Και από τη συλλογή Φεγγάρια & Προσωπίδες (καλοκαίρι του 1968) διαβάζουμε την αντίστοιχη ποιητική : «Χρόνια τώρα παθαίνουμε στα κοκαλιάρικα χέρια / της συννεφιάς. / Πάνω στα βράχια ξεψυχούν τα λιγόχρονα καλοκαίρια / του ύπνου μας, / μουσκεμένα από τη νυχτερινή υγρασία. / Στις φλέβες τους τρέχει ο ιδρώτας μας, / τρέχει το αίμα μας, / τρέχει το δάκρυ μας. / Πίνουν τον ίδρο μας, πίνουν το αίμα μας, / διώχνουν το δάκρυ μας. / Οι βράχοι δεν έχουν καρδιά … / Μέσα στα αγκαθωτά βούρλα γείραμε οι άμοιροι / το λιπόσαρκο κορμί μας, / αγκαλιά με το χλωμό κεφάλι του φεγγαριού. / Τα βούρλα μόνο ξεσκίζουν / και στον σπαραγμό μας θλιβερό ακομπανιαμέντο / η συμφωνία των γρύλλων. Και ήταν προφητικοί οι στίχοι του Φλωράκη, πριν απ” τον Προφητικό του επόμενους έτους (1969), για τα επόμενα της ζωής μας.

Συνέχεια στο τεύχος 4 του poetix που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg !

*******

ΜΕΤΑ ΤΟ ΗΧΟΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ο πεζογράφος ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ 

Ομιλία στην εκδήλωση της Πνευματικής Εστίας Νίκαιας στο Δημαρχείο Νίκαιας Πειραιά 13-12-2010 για το σύνολο του έργου του. Επίσης μίλησαν ο Φώτης Κουβέλης & ο Ντίνος Σιώτης*.

 Στην οθόνη της τηλεόρασης παιχνίδιζαν τα χρώματα. “Κισμέτ” διαβάζω. Κιτς τσοκ τσοκ ακούω και γυρίζω κανάλι. Και ω , του θαύματος ! Η οθόνη γέμισε βιβλία. Διαφήμιζαν βιβλία λογοτεχνίας ! Μήπως είναι κανένα πρόγραμμα επιμόρφωσης του Υπουργείου Πολιτισμού ; αναρωτήθηκα. Μήπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης ; Ξανα-αναρωτήθηκα. Δεν ήταν. Εκδοτικού Οίκου διαφήμιση ήταν. Κι ανακουφίστηκα. Πάλι καλά. Μεταξύ άλλων προβάλλονταν και το πρόσφατο βιβλίο του Γιάννη Κακουλίδη “Τα λουστρίνια της παρέλασης”, μιας παρέλασης – λέω εγώ τώρα – που κρατάει χρόνια σ” αυτόν τον τόπο, με τον κόσμο να λέει και τον συγγραφέα να καταγράφει, πως είμαστε μόνο για τις παρελάσεις !!
Ο Γιάννης Κακουλίδης, κυρίες και κύριοι, ένα έντιμο πολιτικό ον [το ανέλυσε προηγουμένως ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτης Κουβέλης], αλλά και ποιητής από τους πρώτους της γενιάς του ’70, [όπως ακούσατε πριν από τον Ντίνο Σιώτη], μετά το ηχόχρωμα της ποίησης του, μας έδωσε και πολλές πεζογραφικές «αναφορές» : Κατά χρονολογική σειρά : Μια μελέτη το 1971 για τα τραγούδια, με τίτλο «Το ελληνικό τραγούδι», Το 1980 ένα μυθιστόρημα, το «Στολίδια για άλογα»Μια συλλογή χρονογραφημάτων με τον τίτλο «Τα αρχαία σκατά» το 1983, Το καταπληκτικό βιβλίο «Ελληνικός θάνατος»που τα κείμενα του τα ονομάζει “μυθιστορίες” και το οποίο από το 1996 που εκδόθηκε πραγματοποίησε 11 εκδόσεις με τελευταία το 2002 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, Το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα – (ασκήσεις γραπτού λόγου, το λέει ο ίδιος), με τίτλο «Αναφορά στον κύριο Κωστάκη Πρου», εκδίδεται απ” τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2009, τον ίδιο χρόνο, συμμετέχει με κείμενα του στην συλλογική έκδοση (ανθολογία) «Πειραιάς – ανθολόγιο αφηγήσεων», και τέλος, «Τα λουστρίνια της παρέλασης», ένα βιβλίο με 424 σελίδες ιλαροτραγικών κειμένων, που εκδόθηκε φέτος το 2010 από τις εκδόσεις LYRA-ΒΙΒΛΙΑ του εκδοτικού οίκου Μοντέρνοι Καιροί.
Η παραπάνω λίστα δεν αναφέρθηκε τυχαία, για να δείξω πόσα βιβλία έγραψε ο συγγραφέας, αλλά, για να αναδειχθεί η πολυπλοκότητα και η πολυσχιδής ενασχόληση ενός ανήσυχου πνεύματος, που το πορτραίτο του – και ιδιαίτερα του συγγραφέα με την ευρεία έννοια – συμπληρώνεται με την συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων, θεατρικών κειμένων και πολλών-πολλών γνωστών στίχων τραγουδιών, για τα οποία επανειλημμένα βραβεύτηκε (όπως γνωρίζετε) [1965 & 1972 Α’ βραβείο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης]. Και μ” αυτούς τους στίχους, που μιλούσαν για τα όνειρα, τη ζωή, τον έρωτα, τα ελληνικά καλοκαίρια και τη θάλασσα, την γειτονιά, το παράπονο, το δάκρυ, ξεκίνησε ο Κακουλίδης μια παράλληλη πορεία με την συγγραφή, τότε, στην εποχή του “Νέου Κύματος”, τότε, που υπήρχε ενθουσιασμός, κέφι, μεράκι νέων ανθρώπων που ήθελαν να εκφραστούν μέσα από το τραγούδι. Η ελληνική “Nouvelle Vague”, σημαδεύτηκε κι απ” τους στίχους του Γιάννη Κακουλίδη, που όπως και άλλοι – τότε – νέοι ποιητές και στιχουργοί, έπαιζαν με τις λέξεις στις μουάτ της γειτονιάς των Θεών, της Πλάκας.
Όμως, τα χρόνια πέρασαν, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, αλλά τα τραγούδια, η ποίηση, όπως και κάθε μορφής γραπτός λόγος, έχουν πάντα την δύναμη να ζωντανεύουν κάθε εποχή, αφήνοντας πίσω τους τον μύθο και μέσα στον μύθο αυτό είναι μπλεγμένος κι” ο Κακουλίδης, που μας επαναφέρει με άλλο τρόπο, στους σημερινούς μαύρους καιρούς την ευγένεια και το ήθος, μέσα πλέον από τον πεζό λόγο, όπου έχει μεταπηδήσει από το 1980. Δίσκοι της LYRA τότε, βιβλία LYRA τώρα. Διαχρονικά, δύο συγγραφικοί τομείς διεκδικούν τις πρώτες θέσεις στην καρδιά του συγγραφέα. Ο ένας είναι η ποίηση κι ο άλλος είναι η αρθρογραφία, το χρονογράφημα, που ενέχει κι αυτό, κατά την άποψη μου, όπως και το διήγημα, μια πολύ μεγάλη δυσκολία απόδοσης του λόγου, όταν η έκταση του σε περί-ορίζει, όχι μόνον σε αριθμό λέξεων, αλλά και στις ουσιαστικές εκφάνσεις αυτού του σύντομου και αναγκαστικά περιεκτικού λόγου. Θα περιορίσω όμως τις δικές μου αναφορές για τον πεζογράφο Γιάννη Κακουλίδη, χρησιμοποιώντας τα βιβλία του : «Αναφορά στον κύριο Κωστάκη Πρου»«Ελληνικός θάνατος» και το τελευταίο «Τα λουστρίνια της παρέλασης», που είναι εν δυνάμει ενδεικτικά των διαφοροποιήσεων της γραφής του συγγραφέα : δηλαδή διήγημα, μυθιστόρημα, χρονογράφημα. Και είναι αυτά τα έργα του, τα οποία αποτελούν, πέρα από την χιουμοριστική κριτική διάθεση και απόδοση, εν τέλει μια κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου με ευαισθησία, παιδεία και ταλέντο.
Α. Για το βιβλίο «Αναφορά στον κύριο Κωστάκη Πρου»αν και μερικά από τα διηγήματα, μου ήταν γνωστά από τη δημοσίευση τους στο περιοδικό (δε)κατα, θα προσπαθήσω σε αυτή την παρουσίαση, να χαράξω την αίσθηση και το κλίμα που δημιουργούν τα διηγήματα του Γιάννη Κακουλίδη, ιδιαίτερα δε, στην βιωματική «αναφορά», που αποτελεί και το πρώτο διήγημα, ως υπόστρωμα των λοιπών διηγημάτων του βιβλίου, που έχουν τους τίτλους : «Μπέμπα», «Πράσινο», «Έχουν πάντα άδικο οι νεκροί …», «Μπανάλ», «Delete», κ.λ. και το καταπληκτικό διληγφημα, με τον τίτλο «633-333». Είναι γεγονός ότι, μια συλλογή διηγημάτων, σπανίζει στις μέρες μας, λόγω του ότι αποτελεί ένα δύσκολο πεζογραφικό είδος και δεν κάνει και μεγάλη αίσθηση, αφού οι εκδόσεις αυτού του είδους δεν είναι και πολύ συχνές, μέχρι όμως να τα διαβάσει κανείς. Διαβάζοντας λοιπόν τα διηγήματα του Κακουλίδη, αυτή η αίσθηση ανατρέπεται, αφού η ωριμότητα της γραφής του συγγραφέα, δικαιώνει αυτή την έκδοση των είκοσι διηγημάτων της συλλογής. Το βιβλίο περιλαμβάνει διηγήσεις «κατ” αναφορά στον κύριο Κωστάκη», ο οποίος, όταν ο συγγραφέας ήταν μικρός, προφήτευε : «Θα γίνετε συγγραφεύς εις το μέλλον και θα ασκήσετε βιωματικήν λογοτεχνίαν. Αρκεί να προσπαθήσετε πολύ να κατακτήσετε τον τίτλον του λογοτέχνου». Και συμπληρώνοντας έλεγε : «Συγγραφεύς είναι εύκολο να γίνει κάποιος. Λογοτέχνης, όμως …».

Το θαυμάσιο στα διηγήματα του Γιάννη Κακουλίδη, είναι ότι, αναδεικνύει μέσα από αυτά, την ανατομία ενός ελεύθερου λογοτεχνικού λόγου – με την οποία δικαίωσε την προφητεία του Κυρίου Πρου, αφού τα δείγματα γραφής του, με την τολμηρότητα και τη διαφορετικότητα της, από διήγημα σε διήγημα, προβάλουν μια μοντέρνα λογοτεχνική κατάθεση λόγου, με ωμή γραφή, χωρίς συμβιβασμούς και καλολογικά πρότυπα, αλλά και με μια καλά υποκρυπτόμενη ευαισθησία. Πράγματι, διαβάζοντας π. χ. τη «Μπέμπα», μια ιστορία εφήβων σε ένα μπουρδέλο, συγνώμη, σε έναν οίκο ανοχής ήθελα να πω, διαβάζουμε : «… Μετά του επιστρέφει το πενηντάρικο και του χαϊδεύει τα μαλλιά. “Να ξανάρθεις όταν μεγαλώσεις” του λέει ….». Έτσι πορευόμενος ο κύριος Κακουλίδης, στα ώριμα του λογοτεχνικά μονοπάτια, δεν ξεχνάει το στυλ των ομολόγων του της Γενιάς του ’70, είτε γράφει ποίηση, είτε διηγήματα, είτε καταγίνεται με ασκήσεις – γενικώς – γραπτού λόγου, αφού τα περιεχόμενα στο συγκεκριμένο βιβλίο διηγήματα, βρίσκονται σε συνάρτηση με τα αντίστοιχα κοινωνικά και έμμεσα πολιτικά περιέχοντα. Δηλαδή, πέρα από το αποτέλεσμα των αισθητικών ρευμάτων της δημιουργίας τους, συν-διαμορφώνονται σε αυτά και οι σχετικοί κοινωνικοί και πολιτικοί ή και μερικές φορές, πολιτισμικοί όροι της συγκεκριμένης εποχής που αναφέρονται, διαμορφώνοντας έτσι ένα αντίστοιχο πλαίσιο της ιδιαίτερης λογοτεχνικής εικόνας της πρόσφατης εποχής. Και με τις δημιουργίες του αυτές ο Κακουλίδης, περιμένει από τους αναγνώστες του να τον βαθμολογήσουν. Άραγε, εάν ζούσε ο κύριος Κωστάκης Πρου, δεν θα του έβαζε άριστα ; Πιστεύω πως ναι, αφού η καταγραφή της πραγματικότητας (του χθες ή του σήμερα), όταν ανάγεται σε λογοτεχνική «αναφορά», είτε προς το πρόσωπο του βασικού του ήρωα, είτε προς εμάς, αναδεικνύεται σε τέχνη επικοινωνίας του συγγραφέα με την κοινωνία, σε μια αυθεντική πνευματική επαφή με τον αναγνώστη, γιατί η τέχνη της ανάγνωσης, είναι ανάλογη με την τέχνη της γραφής. Κι αυτό το πέτυχε ο Γιάννης Κακουλίδης, γνωστός και καλός μάστορας του λόγου, να μας δώσει την αίσθηση του “πραγματικού”, μέσα σε μυθοπλαστικά πλαίσια. Παραδείγματος χάριν [διαβάζω μικρά αποσπάσματα] : «Ο λόγος που επέλεξε το σπίτι στην εξοχή είναι πολύ πεζός … Δε σχετίζεται με τη φυσιολατρία ή … της αποστασιοποίησης απ” το αστικό …δέον … Ο λόγος που επέλεξε το σπίτι στην εξοχή είναι για να μπορεί ν” απολαύσει ελεύθερα τον έρωτα με το PC του …». “Η στο διήγημα «Με κουστούμι και γραβάτα» : «Μέχρι το βράδυ που άρχισε η απαγόρευση της κυκλοφορίας, μάθαμε τα πάντα. Ή σχεδόν. Κάποιος Κόλλιας, κάποιος Μακαρέζος, κάποιος Πατακός κι ένας που “ριχνε ζάχαρι στα τανκς. Παπαδόπουλος. … Και ο βασιλιάς, τι κάνει ; Ότι έκανε πάντα : το μαλάκα. …Βάζω στο πικάπ το δίσκο με την Αρλέτα … πού “χε μουσική του Νότη Μαυρουδή και στίχους δικούς μου … Σάββατο απόγεμα, κλέψαν την άνοιξη / Κι έκλεισαν τον πρώτο φυλακή».

Αυτόν τον γυμνό, αλλά και τον έμμεσο πολιτικό λόγο του ποιητή – λογοτέχνη – πολιτικού Κακουλίδη, ο οποίος με την άρτια και συνεπή τεχνική του, πράγματι έφερε έναν άλλο αέρα στο ελληνικό διήγημα, ο Κύριος Κωστάκης Πρου, ως λόγο ελεύθερο και αφτιασίδωτο, θα τον βαθμολογούσε – σίγουρα πια το πιστεύω – με άριστα. Παρ” όλη την έντονη αυτοαναφορική λειτουργία των συγγραφέα, μέσα από τα διηγήματα του, εκφέρεται και μια ποιητικότητα του λόγου, ως στοιχείο των βαθιών αλλαγών της λογοτεχνίας από το ’60 και μετά, αλλά και του ρόλου της, σε μια εποχή μεγάλων αναθεωρήσεων, όπου η σύγχρονη γραφή – ή μέσω αυτής η λογοτεχνική μορφή – αποκτά αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά. Αυτά τα στοιχεία του σύγχρονου διηγήματος, προσδιορίζουν την ταυτότητα των κειμένων των διηγημάτων του Γιάννη Κακουλίδη, αφού δεν μεταμφιέζονται σε παραδοσιακές μορφές, επειδή συνδέονται με τις τελευταίες τάσεις του 20ου αιώνα, αλλά βρίσκονται σε μια συνεχή ανατροπή, συνεπή με τον συνεχώς μεταβαλλόμενο ορίζοντα της ελληνικής λογοτεχνικής δημιουργίας.

Β. Για το βιβλίο «Ελληνικός θάνατος»που αποτελεί ένα μυθιστόρημα ή μάλλον μια ολοκληρωμένη τόσο θεματικά, όσο και αισθητικά νουβέλα, ο Γιάννης Κακουλίδης, περνά τον αναγνώστη απ” την μαγική πόρτα της παιδικής ηλικίας στην εποχή των τραμ, που αργότερα ξηλώθηκαν υπέρ του μαύρου χρώματος, εννοώ των καυσαερίων, μην πάει αλλού το μυαλό σας, στον Πειραιά του ’50 αλλά και στο άγγιγμα των βιωματικών πτυχών της μνήμης στο κλίμα εκείνης της εποχής πολλών ελληνικών πόλεων. Ποιόν δεν θα άγγιζαν – είτε ως ανάμνηση [τους μεγαλύτερους], είτε ως ιστορία [τους νεώτερους], κείμενα σαν κι αυτό : «ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΛΙΒΑΣ. Ο πάγος λιώνει με το που τον ακουμπάει στο κατώφλι ο παγοπώλης. Ανοιχτές οι πόρτες, ανοιχτά τα παράθυρα μπας και κάνει ρεύμα και δροσίσει μια στάλα. Οι άνδρες κοιμούνται σε ράντζα στις αυλές με το σώβρακο μονάχα και τον τσίγκινο μαστραπά στο πλάϊ, π” αδειάζει τέσσερις και πέντε φορές τη νύχτα. Δίψα, σκασμός, νεροκαϊλα. Οι γυναίκες μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Να τις δούνε με το μισοφόρι ; Ντροπής πράματα, σχώρα με Θε μου ! Κι ο ήλιος αχνοφέγγει στο έβγα του …». 

 Δεν ξέχασα βέβαια το βασικό χαρακτηριστικό του Γιάννη Κακουλίδη, εννοώ το χιούμορ.Την αστειότητα που αναδύουν τα κείμενα του, έστω και εάν ο αστεϊσμός πολλές φορές περνάει μέσα απ” την τραγικότητα των εικόνων, κάνοντας τον αναγνώστη πότε να κλαίει και πότε να γελάει. Μαζί κι η ειρωνεία και η σάτιρα. Κι ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός. Και πίσω από όλα αυτά μια έντονη κριτική ματιά, πολλές φορές αυστηρή, έστω κι αν είναι ντυμένη μ” ανάλαφρα σατιρικά στολίδια : «Από μαόνι το φέρετρο … [μακρυά από μας …λέω εγώ], Κώστα μου ! … Αυτή τη στιγμή μπαίνει στην εκκλησία ο κ. Ανδρέας Ρόμπολας ο υφυπουργός, … όλοι σ” αγαπούσανε Κώστα μου … να κι ο κ. Δουράμπεης, πρόεδρος του Οδοντιατρικού Συλλόγου… Κώστα μου όλη η Ελλάδα πόνεσε … τ” άκουσες Κώστα μου … ήρθε κι ο Δήμαρχος … γιατί ήσουν αγαπητός Κώστα μου …όλοι ήρθανε Στρατός, Κυβέρνηση, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Επιστημονικός Κόσμος». Για τον συγγραφέα, αναφορικό σημείο στα γραπτά του, είναι η πόλη του Πειραιά, όχι στην κοινωνική πραγματικότητα της προπολεμικής αστικής πόλης του 19ου αιώνα, που υποδόρια όμως αχνοφαίνεται ως μακρινή ανάμνηση, αλλά του αναδυόμενου κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου και μετέπειτα, λαϊκού Πειραιά. Ο Γιάννης Κακουλίδης λοιπόν, μέσα από μια παραμορφωμένη αλλά εύχαρη και συνάμα τραγική πραγματικότητα, μας δείχνει με μια αδρή εκφορά λόγου, ότι : “άκρη δεν έχει ο ουρανός, αρχή δεν έχει η δύση, τέλος δεν έχει ο καημός, το χαμογέλιο θλίψη”, για θυμηθούμε και μερικούς στίχους από τα πασίγνωστα τραγούδια του. Και φτάνουμε, σχεδόν, στο τέλος :

Γ. Για τελευταίο του βιβλίο «Τα λουστρίνια της παρέλασης»που κυκλοφορεί [και φυσικά πουλάει], έχω να πω, ότι για αυτό ισχύουν όλα τα παραπάνω, τα οποία συμπυκνωμένα περνούν δια μέσω των χρονογραφημάτων του, που φιλοξενήθηκαν στις σελίδες διαφόρων περιοδικών και εφημερίδων, με τελευταία την Real News (ρίαλ νιουζ). Εάν αντέγραφα από την παρουσίαση του βιβλίου, θα έλεγα ότι είναι μια συλλογή κειμένων απρόβλεπτων, ανόσιων, ανίερων, τρυφερών και σατιρικών, κειμένων ιλαροτραγικών, αλλά δεν θα το κάνω. Θα πω απλά, ότι τα από μια εικοσαετία κείμενα που συγκεντρώθηκαν στα «Τα λουστρίνια της παρέλασης», καραδοκούν, ανιχνεύουν, διαπιστώνουν (είτε χλευάζοντας, είτε νουθετώντας, είτε και τα δύο μαζί) εν παντί χρόνω και τέμνουν έναν ελληνικό λόγο που μας είναι χρήσιμος, για να μην κοιμόμαστε συνεχώς, πιστεύοντας ότι ο ύπνος είναι η μοναδική σταθερή μας αξία, ως ανθρώπων, ως πολιτών – για να μην πω ευρωπαίων πολιτών … Ένας αγαπημένος μου συγγραφέας, καθηγητής κοινωνιολογίας, ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν, έγραφε σ” ένα βιβλίο του : «Το ήθος αυτής της κοινωνίας διακηρύσσει : αν αισθάνεσαι άσχημα, φάε… Το μονοπάτι που οδηγεί στη σωτηρία είναι αυτό της βουλιμίας – κατανάλωσε και νιώσε όμορφα …», εννοώντας ότι το καταναλωτικό παιχνίδι σε ευρεία έννοια, δεν είναι τόσο η απληστία της απόκτησης και κατοχής ή η σώρευση υλικού πλούτου, αλλά η έξαψη πρωτόγνωρων πραγμάτων, η συλλογή δηλαδή αισθήσεων. Αυτή την συλλογή αισθήσεων των νεοελλήνων καταγράφει και σατιρίζει με χιούμορ [πολλές φορές με μαύρο χιούμορ] ο Κακουλίδης, πάντα άγρυπνος και επί ποδός, όπως και οι μετά την μεταπολίτευση νεοέλληνες μεσοαστοί και μη – συνέλληνες όπως τους λέει – που βρίσκονταν σε μια κατάσταση μόνιμης διέγερσης, επηρεασμένοι από την γοητεία της “Αγοράς”. Μέσα από τις 424 σελίδες του βιβλίου, εμφανίζεται με έναν διαφορετικό τρόπο, αλλά ανάγλυφα αυτή η συλλογή αισθήσεων, των όψιμων Ελλήνων νεοαστών, που ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, εμφανίζεται ως μάσκα άσκησης της ελεύθερης βούλησης τους και που – χωρίς να το συνειδητοποιούν – παίρνει πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και προσωπικές διαστάσεις, αποδεικνύεται άδεια από αισθήματα, καθώς η μάσκα της δήθεν ελευθερίας μας, αποκαθηλώνεται. Τούτο είναι το μήνυμα που αναδύεται από τα «Τα λουστρίνια της παρέλασης». Κι αυτό πέρα και μετά το γέλιο, που θα σας χαρίσει επί 424 ημέρες, εάν υποθέσουμε ότι θα διαβάζετε από ένα κείμενο την ημέρα. Έτσι σαν δόση φαρμάκου, για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης εξ αιτίας των “αγορών”, που καθημερινά βιώνουμε. Τώρα, που μας έριξαν σε μια απέραντη ανοιχτή θάλασσα, χωρίς χάρτες και με βυθισμένες σημαδούρες. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, κατάλαβα, ότι ζούμε πλέον μόνον στον χρόνο, δηλαδή σε ένα αέναο παρόν, όπως είναι και τα κείμενα του Κακουλίδη, αφού ο χώρος, λόγω παγκοσμιοποίησης, δεν έχει πια καμιά σημασία. Τέλος, θα μου επιτρέψει ο φίλος Γιάννης, να του θυμίσω – έτσι για την συγκίνηση της βραδιάς – ένα μέρος ενός άρθρου απ” το «Περιοδικό “Νέα Σύνορα”, τον Αύγουστος 1971 : Τίτλος του : Το νέο μαρτυρολόγιο της ποίησης, όπου μεταξύ άλλων αναφέρονται ως “πρώτη θέα” οι ποιητές … Νίκος Μοσχοβάκος, Μανόλης Τσακίρης, Γιάννης Κακουλίδης …» και άλλοι ομόλογοι βέβαια.

(*) Η ομιλία του Ντίνου Σιώτη δημοσιεύτηκε ως άρθρο στο περιοδικό Poetix τχ 4/2011.

******************* 

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΧΥΤΗΡΗ

Ομιλία στην εκδήλωση της Νομαρχίας Πειραιά για το ποιητικό του έργο , 26-4-2010 Πειραιάς.

Γύρω στο 380 π.Χ, ο Πλάτων, στην Πολιτεία του, της οποίας το σκηνικό του διαλόγου τοποθετείται στην κατοικία του Πολέμαρχου εδώ στον Πειραιά, θεμελίωσε την αντίθεση / διαμάχη φιλοσοφίας και ποίησης. Υποστήριξε, ότι η ποίηση και – ευρύτερα – η τέχνη θα πρέπει να εξορισθούν από την ιδανική πολιτεία, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι πολίτες της ιδεατής πολιτείας του, δεν επιτρέπεται να αφεθούν ελεύθεροι στο να έχουν ως πρότυπα αξιών και ηθικών κανόνων, την ποίηση και την τέχνη, όπως συνέβαινε με τους πολίτες της αθηναϊκής πολιτείας. Όμως, εάν ζούσε σήμερα, ίσως να αποδεχόταν το γεγονός ότι ένας ποιητής μπορεί να είναι και πολύ καλός πολιτικός, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του ποιητή Τηλέμαχου Χυτήρη. Και ίσως σήμερα, ο Πλάτων να μην κατέστρεφε τα ποιήματα του, όπως έκανε, σύμφωνα με την παράδοση, την εποχή που γνώρισε τον Σωκράτη, αφού μέχρι τότε, και ο ίδιος ο Πλάτων ήταν ποιητής. 
Ο Χυτήρης λοιπόν, απέδειξε όντως ότι ένας πολιτικός δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του, την μοίρα εννοώ του ποιητή, συζώντας παράλληλα με δύο κυρίες – την πολιτική & την ποίηση, όπως είπε ο ίδιος στην παρουσίαση του βιβλίου του “κίτρινη σκόνη” – αφού μέχρι τώρα δεν είχε προβλήματα με καμία από τις δύο, αντίθετα καταξιώθηκε, χρόνια τώρα και στην πολιτική και στην ποίηση. Συζεί λοιπόν αρμονικά και με τις δύο. Το πως το κατάφερε, παρ’ όλο το ευφυολόγημα του “συνάδελφοι μου πολιτικοί με θεωρούν απλώς ποιητή και πολλοί συνάδελφοι μου ποιητές με θεωρούν μόνο πολιτικό”, δεν ξέρω. Ή μάλλον ξέρω ! θα μπορούσα να το πω με ποιητικό τρόπο, όπως αρμόζει σήμερα, π. χ. με το ποίημα του “Κύκνος”, απ’ τη συλλογή “Τόποι νέοι” : Μέσα μου υπάρχει /ένας κύκνος / και μια ωραία γαλάζια λίμνη. / Ο κύκνος / μου επιτρέπει να ζω / πάνω από τη λάσπη του βυθού / της ωραίας / της γαλάζιας / λίμνης. 
Σ’ αυτή την εκδήλωση όμως, παρουσιάζεται μόνο ο ποιητής, αλλά δεν μπορούσα να αποφύγω τον πειρασμό να μην αναφερθώ σ’ αυτό το συνταίριασμα. Με τον Τηλέμαχο γνωριστήκαμε στη B’ Συνάντηση Νέων Δημιουργών, στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο ΩΡΑ, του οποίου και υπήρξε και Διευθυντής για κάποια χρόνια, τον Μάη του 1976, όπου παρουσιάσαμε για πρώτη φορά σε δημόσια εκδήλωση μετά τη δικτατορία τα πρώτα μας ποιήματα, μαζί με τους άλλους ποιητές της δικιάς μας ποιητικής γενιάς, της γενιάς του ‘70, τον Γιώργο Μαρκόπουλο & την Τζένη Μαστοράκη. Από την έκδοση, το 1973, της πρώτης του ποιητικής συλλογής “Ποιήματα εκ προμελέτης”, που γράφτηκαν στην Φλωρεντία – όπου σπούδαζε – μεταξύ των ετών 1968-1971, μέχρι την “Κίτρινη Σκόνη” το 2006, ο Τηλέμαχος Χυτήρης δεν πρόδωσε ποτέ την πρώτη του αγάπη, παρ’ όλη την δική του “Οδύσσεια”, από το νησί των Φαιάκων, στην Φλωρεντία, την Αθήνα, το Βουκουρέστι, το Λονδίνο και πάλι στην Αθήνα : 
ΟΔΥΣΣΕΙΑ απ’ τη συλλογή “Τόποι Νέοι” : 
Δεμένος τρυφερός αλλιώτικος / Δεμένος στο κατάρτι μου. / Τόσα νερά στο δωμάτιο μου!  / Ας έρθουν οι σύντροφοι / Ας έρθουν οι σειρήνες / Ας έρθει – έστω – ένας υδραυλικός, έγραφε στο Βουκουρέστι το 1982, όταν επιτέλους είχε έρθει ένας “υδραυλικός” και συμμάζεψε την κατάσταση … και μετά από δυό- τρία χρόνια “Σαν να συνέβη” κάτι στο Λονδίνο και ο ποιητής έφθασε να συνδιαλέγεται και με τον εσωτερικό και με τον εξωτερικό κόσμο σε μια αρμονική ακροβασία μεταξύ των μοντέρνων ποιητικών εκφάνσεων – που αποδίδονται πλέον με μια οργανωμένη ελλειπτικότητα και λιτότητα στον λόγο – και μιας λυρικής διάθεσης που αναδύεται από ένα βαθύ συναισθηματικό υπόβαθρο, “ΣΧΕΔΟΝ ΗΡΕΜΑ”, όπως είναι και ο τίτλος του ποιήματος, από την συλλογή “Σαν να συνέβη”, που θα σας διαβάσω : 
Σφυρίγματα / Από μέρος βαθύ και απόμερο / Φτάνουν εδώ / Μέσα σε ποδοβολητά και σκόνη / Πως να μετατρέψω / Τούτο το απόκρυφο άκουσμα / Σε λέξη ; / Ρίγος / Κι όποιος θέλει ας καταλάβει. / Εγώ ωστόσο  / Θα ζω κάτω απ’ αυτό / Το αιωνόβιο δέντρο / Με την σκόνη να μου πέφτει / Στα μαλλιά / Στα ρούχα / Στη ψυχή 
Ή από την συλλογή “Καλοκαίρι” (Κέρκυρα 2001), το ομώνυμο ποίημα : 
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ : Νύχτα όμορφη / Νύχτα πόλη / Απλωμένη στη θάλασσα / Ο στοχασμός των νερών / Το σύννεφο της ζέστης / Κρεμασμένο φεγγάρι / Κόκκινο / Ο έρωτας τα έχει όλα / Όταν δεν έχει τίποτα. 
Αν θα μπορούσα να κάνω έναν παραλληλισμό, χωρίς να παρεξηγηθώ από κάποιους φιλολόγους, θα τολμούσα να πω, ότι ο Τηλέμαχος, σημαδεύτηκε εσωτερικά – κάτι σαν πνευματικός γιος του Οδυσσέα – αφού μέσα από τα διάφορα στάδια του πνευματικού του ταξιδιού και τις διάφορες εποχές της πορείας του, διακρίνεται έντονα η πάλη να εξωτερικεύσει την ψυχή του, όταν τα συναισθήματα – αλλά και οι ηθικοί στόχοι – δεν μπορούν να εκπληρωθούν. Σε κάθε ταξίδι-σταθμό, αυτής της ποιητικής πορείας, υπάρχει το αδιέξοδο, το ανεκπλήρωτο. 
Ο τίτλος της συλλογής του “Το τέλος της ομιλίας” το 1988, είναι αποκαλυπτικός, όταν η επίτηδες λιτή του ποίηση αναδεικνύει το βάθος των πραγμάτων, μέσα από την δική του ενδοσκόπηση, ακριβώς επειδή σκεπάζονται από την λαμπυρίζουσα ομίχλη των πλασματικών πολιτιστικών, πολιτικών και κοινωνικών καταστάσεων της σύγχρονης εποχής μας. Ο ποιητής, που δεν ακολούθησε απόλυτα την αισθητική των ομολόγων του ποιητών της “ομάδας του ‘70” – όπως την χαρακτήρισε ο Αλέξης Ζήρας – πειραματίσθηκε στην αρχή με τα τότε μεταμοντέρνα ποιητικά ρεύματα, αλλά, από τη δεύτερη συλλογή του και μετά, άρχισε να εμβαθύνει περισσότερο στην λειτουργικότητα της ποίησης της αμφισβήτησης, που αν θέλαμε να την ονοματίσουμε, με βάση το κοινωνικό της ισοδύναμο, θα έπρεπε να την πούμε “Αντικονφορμισμό” απέναντι στο “υπάρχον”. 
Έτσι το νόημα του κόσμου πλέον για τον Χυτήρη είναι, όχι η Πολιτική αλλά η Ποίηση, η κρυπτογραφική έκφραση της «Ουσίας», μια ποίηση που όπως είπε ο ίδιος σε ένα πρόσφατο ποίημά του, «το Μικρό Μανιφέστο» «είναι λέξη και έξη / είναι μυθική και ηθική / Η ποίηση είναι μύηση / Με την ποίηση φτάνεις εκεί / που δεν φτάνει η γνώση». 
Κι αυτή η συνεπής ποίησή του, με τις κωδικοποιημένες λέξεις και το σεβασμό στον ποιητικό χειρισμό, αναδύει έναν λόγο πλήρωσης σε δεύτερο επίπεδο, πέρα από το εφήμερο της αίσθησης του κόσμου, που οδηγεί στην ολότητα μιας εσωτερικής και όχι μόνο εσωστρεφούς ουσίας, η οποία τον προτρέπει να στέλνει μηνύματα εν είδει εκλάμψεων προς τους «έξω» : 
«Ω νυχτερινή / Άυλη αλλαγή μου / Καταδίκη / Του απόλυτου χρόνου / Κοντά στην ενόραση/ Βλέπω τη ζωή / Κύκλους που γράφω/ Σώματα / Ψυχές / Ψιχία    τετριμμένα». 
Η υπαινικτική γραφή του καταγράφει τις συνισταμένες των προσωπικών αισθήσεων και όχι αισθημάτων, που μπορεί να είναι οι επιμέρους στάσεις μιας ζωής ή μιας φιλοσοφίας της ζωής και έτσι τις προβάλλει. Ο Χυτήρης είναι στραμμένος προς την ουσία των πραγμάτων και αυτή προσπαθεί να καταγράψει μέσα από την ποιητική δημιουργία, αφού, «Η ποίηση κάνει αυτό ακριβώς: φεύγει από την επιφάνεια, εισχωρεί στα πράγματα και ανακαλύπτει την ουσία. Η τελευταία εκδοθείσα συλλογή «Κίτρινη Σκόνη», περιλαμβάνει «ποιήματα εκ προμελέτης», με την έννοια της ανάδειξης των τόνων μιας αθωότητας, με τη διαφορά ότι τώρα η αθωότητα αποτελεί τη συγκάλυψη των κρυφών πτυχών εσωτερικών πνευματικών διεργασιών και πάντα με τη λιτότητα που διακρίνει το έργο του και που ανατέμνει τη σημαντικότητα του απρόοπτου, σε μια αφαιρετική, μοντέρνα κατάθεση : 
«Σαν τη βροχή / Σαν τον καπνό/ Στον πολύχρωμο / κήπο μου / Μιλά το  / διάφανο νερό./ Είναι οι άφαντοι, / Το νόημα του Κόσμου». 
Οι τελευταίες δημιουργίες του αποπνέουν μιαν αύρα συμπυκνωμένης λυρικότητας, μιαν αναγεννημένη ευαισθησία για «τις κορυφές των κυπαρισσιών» που «αγγίζουν την απουσία», για τη «γυμνή όψη του κόσμου». Είναι κρίμα, που η ενασχόληση του με την πολιτική, ίσως μας στέρησε περισσότερα δείγματα της ώριμης ποιητικής του, αφού πλέον, στους καιρούς που ζούμε : Μείναμε λίγοι / Στόματα αλλαλάζοντα / Σε ώρες κοινής ησυχίας, όπως λέει ένα απόσπασμα από το συνθετικό του ποίημα “καλοκαίρι”. 
Ο Τηλέμαχος Χυτήρης όμως, έχει όραμα : Την καλυτέρευση αυτού του ανούσιου κόσμου που στραγγίζει την ικμάδα της ζωής μας, μέσα στον οποίο η ποίηση εμφανίζεται ως μια χαραμάδα φωτός, μια τελεία στην ατέλεια. Μακάριοι οι ποιητές που θα γίνουν κυβερνήτες, πέρα από την φιλοσοφική ιδέα της ιδανικής πολιτείας, αφού τέτοια δεν υπάρχει. Και τελειώνω, με μιά φράση-μήνυμα του συμπατριώτη μου ποιητή Κώστα Χατζόπουλου, που έγραψε σε ένα γράμμα του το 1914 : «Ο άνθρωπος γίνεται κάθε μέρα πιο άνθρωπος κι όταν τoν αγαπούμε, πρέπει να βoηθoύμε να γίνεται oλoέvα περισσότερο πιο άνθρωπος».
 
*********
 

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΣ

terra rossa για ένα ποιητή*

(*) Δοκίμιο του Πάνου Καπώνη, που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του ποιητικού περιοδικού Poetix, Άνοιξη 2009.
 
Terra Rossa. Κόκκινη γη. Εκεί όπου, από τις 29 Ιουνίου 2006 αναπαύεται ο ποιητής Στέφανος Μπεκατώρος, έπειτα από 60 χρόνια, σε μια γη αδιάκοπα πλέον καλοκαιρινή «… σε θερινές / Διακοπές αδιάκοπες χωρίς επιστροφή…» όπως γράφει στην τελευταία του συλλογή«Κομμάτια για τρία δάκτυλα». Θεωρώντας τον στίχο αυτό ως επιτύμβιο στήλη ενός κύκλου χαμένων ποιητών, μιας σειράς δηλαδή ανθρώπων της ποίησης των τελευταίων δεκαετιών, που χάθηκαν στους δρόμους της αγοράς, είτε γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να βγουν από ένα συμβολικό περίγραμμα«αίματος», που οι ίδιοι συνέδεσαν με ορισμένα χαρακτηριστικά της ποιήσεως τους, είτε γιατί η δική τους αλήθεια δεν συναντήθηκε ποτέ με την άποψη των πολλών, τη δική μας, ως κοινωνία, άποψη. Αν τα παραπάνω απευθυνόταν μόνο στους εντός των τειχών μυημένους, δεν θα χρειαζόταν – ίσως – αυτό το κείμενο. Όμως ο χημικός, που στη ζωή του εισέδυσε στην αλχημεία της ποιητικής,ο δοκιμιογράφος, μεταφραστής λογοτεχνικών κειμένων και κριτικόςΣτέφανος Μπεκατώρος, ανήκει πλέον σε όλον τον κόσμο, ο οποίος χρειάζεται το έργο που άφησε πίσω του. Ένα ποικίλο πλούσιο έργο από ποίηση και επί μια τριακονταετία 1974-2006), από λογοτεχνικές μελέτες, κριτικά δοκίμια για πρόσωπα της λογοτεχνίας, κριτικές, παρεμβάσεις και προτάσεις για τις βιβλιοθήκες στην Ελλάδα, κριτικά σχόλια και παρεμβατικά κείμενα για ζητήματα λογοτεχνικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά, – χωρίς να αναφέρουμε τις άρτιες μεταφράσεις του – έργο που σιγά σιγά χτιζόταν από το 1968 (έτος έκδοσης της πρώτης του συλλογής «Terra Rossa») μέχρι τις τελευταίες σχεδόν ημέρες της ζωής του, μέσα στο ημίφως των βιβλιοθηκών όπου πέρασε βιοποριστικά τη ζωή του. Η ποίηση του Μπεκατώρου μέχρι και την προτελευταία του συλλογή «Δυστυχία στα δάκτυλα» τον Δεκέμβριο του 2002, συμπυκνώνεται στους πρώτους στίχους του απ’ το ποίημα “Η περιγραφή της Ιδιωτικής Κάμαρης” : 
«Αφήστε με να σας πω τι είναι ποίησηΑφήστε με να απαντήσω τι είναι ποίηση
Είναι ένα καντήλι που καίει αίμα/ Το αίμα μου»
Αυτό το «αίμα» λοιπόν που καίει διαχέεται συνεχώς μέσα στις ποιητικές του δημιουργίες και τον οδηγεί στην αγωνία του να δαμάσει τους προσωπικούς του δαίμονες, που για τον ποιητή, εκφραζόταν άλλοτε με εκλογίκευση και άλλες φορές με διαίσθηση, έχοντας όμως συνεχώς μια βασανιστική αίσθηση ότι, από την μια μεριά ζούσε σε έναν κόσμο στον οποίο τα δικά του καταφύγια, του κλείνουν ένα ένα τις πόρτες τους, κι από την άλλη, ότι ζούσε σε μια εποχή η οποία αντέστρεψε την Ηθική Επιταγή του φιλόσοφου Λαίγκστρουπ [Logstrup], για τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ζωής, ότι δηλαδή «συναντάμε αλλήλους με αμοιβαία καχυποψία»,που αναλώνει – εκτός των άλλων – και την πνευματικότητα των ανθρώπων μπροστά σε ένα παιχνίδι επιβίωσης, στο οποίο η εμπιστοσύνη, η εντιμότητα, η συμπόνια και το έλεος (αυτά δηλ. που ο Λαίγκστρουπ θεωρούσε κορυφαίες ιδιότητες της κυρίαρχης έκφρασης της ζωής), εμφανίζονταν πλέον ως αυτοκτονικές συμπεριφορές.
Παρ” όλο που εκδόθηκαν έξη ποιητικές του συλλογές και μια συγκεντρωτική σε δύο διαχρονικές εκδόσεις, ο Μπεκατώρος θεωρούσε τον εαυτό του ξένο και αποκομμένο από τα πνευματικά δρώμενα, γεγονός που ως ένα σημείο δεν ήταν ψευδαίσθηση, αφού η υπερευαισθησία του και η γενναία του τάση να αισθάνεται ότι δεν ζει σε ένα κόσμο αθωότητας, όπως θα ήθελε, τον οδηγούσαν στην ερμητική του απομόνωση. Όμως αυτή η ερμητικότητα, ένα από τα σημαίνοντα στοιχεία που διαμόρφωσαν την ταυτότητα της ποιητικής στη δεκαετία του 1970, υπήρξε πηγή της δημιουργίας του Μπεκατώρου, συν το γεγονός ότι, ο ποιητικός μοντερνισμός στην Ελλάδα είχε ως πρότυπο – κι αυτό εν μέρει είναι αληθές – τις συνειδητές ποιητικές φωνές, εκτός και εντός της χώρας μας, που δεν στάθηκαν απαθείς μπροστά στην αποδόμηση της κοινωνίας, αντιτάσσοντας τον λόγο – γεγονός και προβάλλοντας την απομυθοποίηση του εγκατεστημένου. Έναν λόγο ευαίσθητο και καταγγελτικό, με τις πολιτικές προεκτάσεις του, την “προφητεία” της επερχόμενης καταναλωτικής κοινωνίας και την διόγκωση της κυριαρχίας της αγοράς. Υπήρξε, πιο έντονα απ” τους υπόλοιπους σύγχρονους ποιητές, ο πιο καυστικός απέναντι στα κακώς κείμενα και αποζητούσε την δικαιοσύνη και την αθωότητα σε μια κοινωνία που του γύρισε τις πλάτες. Πέρα όμως από την αφετηρία του ποιητικού λόγου του Μπεκατώρου και τις σημαντικές του λογοτεχνικές κινήσεις, η ποίηση του κάνει έναν συνεπή κύκλο δημιουργίας και ζωής, σύμφυτο με την ίδια τη ζωή του ποιητή. Έτσι λοιπόν με την απομόνωση στον δικό του “περιορισμένο χώρο”, μένει ζωντανός προσπαθώντας να θανατώσει τον θάνατο.
 
Ζωντανός
 
Μαζεύει το κορμί του, γίνεται κρέας σκληρό / κατεβαίνει στο υπόγειο κλείνει την καταπαχτή / σωπαίνει/ 
Δεν θέλει ν” ακούσει τις φωνές. Μέσα στην / υποψία λιώνει αυτός μέσα στη στέρηση / 
Έξω περνούν τα τεντωμένα πανιά, δυνατές / κραυγές χτυπιούνται στα μεγάφωνα, τρίζουν /
τα βήματα στους δρόμους. / Αυτός εκεί στην κάμαρη χτυπιέται με τα έπιπλα /
ζωντανός μονάχα για τον εαυτό του.
Ως ποιητής ο Μπεκατώρος, αλλά και ως συγγραφέας, κράτησε μια στέρεη ψυχική στάση, που την ακολούθησε στις πνευματικές και ιδεολογικές περιπλανήσεος του, με μία λεπτή και εύθραυστη αισθητική, σε εικόνες εσωστρεφούς ουσίας, έχοντας μια εκλεκτική συγγένεια με τη σεφερική ποίηση, επεξεργασμένες με μια δυτική ανατρεπτική ποιητική κωδικοποίηση, πλην όμως ιδιόρρυθμα ελληνική. Μια φράση του Μπεκατώρου συμπυκνώνει το τι αντιπροσώπευε κατά την άποψη του ο Σεφέρης για την τότε πρωτοεμανιζόμενη αιρετική ποιητική γενιά του '70 : "Ήταν πάνω απ' όλα ο Φίλος. Η ζεστή, χαμηλότονη, κουβεντιαστή, απλή, συντροφική, αγαπημένη φωνή". Κι αυτό γιατί ο Σεφέρης κατ' αυτόν, "είπε τον λόγο εκείνο που εμείς δεν κάνουμε τίποτε άλλο από να τον επαναλαμβάνουμε συνέχεια, μονότονα, χάνοντας πολλές φορές μέσα σ' αυτόν το πρόσωπο μας, αντικαθιστώντας το πρόσωπο μας μ' αυτόν τον λόγο". Ο ποιητής, ποιυ ήταν κι αυτός από τους κύριους εκπροσώπους της Γενιάς του '70, αντιδρά με μια άλλη διαφοροποιημένη φωνή σε πλαστά σύμβολα, στο ιερατείο μιας παρακμιακής διανόησης, στα παραμορφωμένα πρόσωπα του σκληρού περιβάλλοντος του σύγχρονου ανθρώπου και σε πολιτικές πρακτικές, τόσο μέσα στα χρόνια της δικτατορίας, όσο και στα μετά από αυτή, μέχρι τις μέρες μας. Η αντίδραση του αυτή, εκπορεύεται από έναν οικείο ιδιωτικό χώρο, όπου προσπαθεί να αντέξει τις επιθέσεις που δέχεται η ευαισθησία του, προς τα προσωπεία μιας έκπτωτης ζωής, ανακατεύοντας το ελληνικό χώμα με το "αίμα" του, αυτό το ήδη κόκκινο χώμα που μας γέννησε σ' αυτόν τον τόπο και ενεργά, πρώτος εκείνος μαζί με τον - άλλο χαμένο ποιητή - Αλέκο Φλωράκη, δημοσιεύουν την ποιητική ανθολογία "Η Νέα Γενιά 1965-1970" το 1971. Η ανθολογία αυτή, όπως και η συμμετοχή του στη σύνταξη με τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου των τόμων "Κατάθεση '73" και "Κατάθεση '74", είχαν και ως έργα, αλλά και ως πράξη μια κίνηση αντίστασης. Θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως μια πνευματική αντεπανάσταση στο στρατοκρατικό πνεύμα της καπηλείας του "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών", που εκείνη την εποχή το χρησιμοποιούσε η χούντα, προπαγανδίζοντας ψευδεπίγραφα το "ιδεολογικό της υπόβαθρο". Η παραπάνω αντίδραση δε, ενσωματώνεται και στο ποίημα του "Πατριδογνωσία" απ' την ομώνυμη συλλογή :

Πατριδογνωσία

Το κόκκινο χώμα φωνάζει κι ακόμα φωνάζει. / Ό,τι μας γέννησε κι ό,τι μας έθρεψε / είναι εκεί, κοντά μας
δεν αλλάζει / ως το θάνατο. / Γιατί, / ποιός μίλησε ποτέ με τη σιωπή των πραγμάτων / γιατί, /
ποιός μίλησε ποτέ το γρύλο των πραγμάτων / ώρα της άνοιξης / στις ανθισμένες εξοχές /
πίσω από τα πλατάνια και τα δεντρολίβανα / κάτασπρες εκκλησιές / μαύρα πεντάρφανα πουλιά /
ψαλιδωτές ουρές και μάτια χάντρες. / πατρίδα μου η πατρίδα του φωτός / της νύχτας /
της ομίχλης / της αστροφεγγιάς. / Δεν ξέρω να μιλώ την ομορφιά της / εξόν / 
την ομορφιά της που δεν φαίνεται / των υπογείων. / Πατρίδα των πραγμάτων /
η πατρίδα μου / όνομα δε αυτής / Ελλάς Ελεάς Αλιάς Ηλιάς Υλιάς / ο altra cosa.
Έτσι λοιπόν ο Μπεκατώρος «πάσαν επιπορευόμενος οδόν, ούτω βαθύν λόγον έχει» (κατά τον Ηράκλειτο) και ενώ τα όνειρα αντικαθίστανται από εφιάλτες, το υπόβαθρο του ποιητικού λόγου γίνεται ολοένα και πιο βαθύ, πιο σκοτεινό, με απαισιόδοξα συμπεράσματα, όπως σε πολλά του ποιήματα, που μπορεί να θεωρηθούν ως απόηχος μιας αρνητικής στάσης. Έτσι π.χ. αποτυπώνεται στο παρακάτω ποίημα (Πατριδογνωσία 1972 :

Η λέξη

Είταν μια λέξη μόνο / πάνω στο χαρτί. / Ένα λευκό χαρτί. /
Κάποιος ήθελε να τυλίξει κάτι / Το βρήκε πρόχειρο. Το πήρε. /
Σε λίγο η λέξη μύριζε άσχημα. / Τώρα εκείνος που έγραψε τη λέξη /
κλαίει. “Ετσι καθώς εμείς / κλαίμε κάποιον δικό μας / που πέθανε.
Όμως, η ποίηση του Στέφανου Μπεκατώρου διαμορφώνεται κάτω από μια διαφοροποίηση, όπου προχωράει πέρα από σουρεαλιστικά παιχνιδίσματα δίνοντας μας μια αμεσότητα και τη ξεχωριστή θέρμη της άμεσης επαφής δημιουργού και αναγνώστη, δημιουργώντας μια ταύτιση μεταξύ ντους, όπως την αναγνωρίζει ο Poe στο The poetic principle, πιστός στη διαπίστωση του (καθ” υπερβολή μπορώ να πω), ότι η επικοινωνία με άλλους τρόπους (π.χ. κοινωνικολύς) δεν είναι δυνατή, ούτε καν σε προσωπικό επίπεδο, αφού πίστευε – και δεν διαψεύστηκε – ότι το πνευματικό και όχι μόνο περιβάλλον, όπως αυτό διαμοσφώθηκε στις δεκαετίες μετά τη μεταπολίτευση, δεν ήταν συμβατό με καμία έννοια πολιτισμού.
Μέσα στο κλίμα των ποιημάτων του, διαφαίνεται μια στενή σχέση με την αισθητική σκέψη του Edgar Allan Poe, που τον οδήγησε στη λατρευτική σχεδόν ενασχόληση του με το έργο του, όπου στο επίμετρο για τον «Χρυσό Σκαραβαίο», αποδίδει ξεχωριστή σημασία στη μελέτη των ινδαλμάτων και των έμμονων χαρακτηριστικών αυτού του Αμερικανού ποιητή και συγγραφέα, τα οποία μοιάζουν να δομούν μια ποίηση καλά υπολογισμένης αλχημείας από διαφορετικά στοιχεία, που σχετίζονται με τη σκοτεινιά – στην οποία ο ποιητής βυθίζεται – και την καταγραφή της αφανέρωτης ζωής ανθρώπων, τη μοναξιά που σηματοδοτεί το αστικό εφιαλτικό περιβάλλον της πόλης, τη μιζέρια σε όλες τις μορφές της, την αποξένωση και τη νοσηρότητα που κυριαρχεί στη ζωή τους.
* [απόσπασμα] Η συνέχεια στο περιοδικό Poetix # 1.
 
****
 
 

ΠΑΝΟΣ  ΚΑΠΩΝΗΣ, Ο ποιητής της έρημης πόλης

Του Δημήτρη Πιστικού Δοκίμιο. 

Πρώτη δημοσίευση : 
Ζωγραφία Λαλούσα». εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα 1997.

Υπάρχουν ποιητές που ανανεώνονται στη μορφή και στο περιεχόμενο, διαγράφοντας την ποιητική βιολογική τους πορεία και άλλοι που ακολουθούν μιαν αδιατάρακτη ευθεία. Όταν μιλάμε για συνέπεια μιλάμε για πολλά πράγματα : Στην ποίηση του Πάνου Καπώνη, όταν μιλώ για συνέπεια, εννοώ αυτήν την σταθερή πλεύση, μέσα στη θάλασσα της ποίησης με ακριβείς συνταταγμένες. Θα μπορούσα ν” αρχίσω διαβάζοντας από την τελευταία του ποιητική εργασία, όπως εμφανίζεται στο συγκεντρωτικό «Αρχιπέλαγος Αϋπνίας» καταλήγοντας στις πρώτες του ποιητικές συλλογές, χωρίς να αλλάζω τοπίο. Υπάρχει βέβαια η κατακτημένη ωριμότητα που αντικατοπτρίζεται σε πιο «σφιχτή» έκφραση, όμως ο λυρισμός του, δεν μπαίνει σε ωρισμένο μέτρο, εκτός από αυτό της περιχαράκωσης σε ένα οικείο κλίμα, έναν ανιχνευμένο χώρο παλαιό και γνώριμο. Σε μερικούς ίσως να φανεί υπερβολική η προσήλωση του ποιητή σε λέξεις κλειδιά, συχνά επαναλαμβανόμενες (έλξη, σάρκα, σύμπαν, λεωφόρος, καλοκαίρι, ανάσα, γάτα κλπ) ή σε καταστάσεις σαρκάζουσες ή αναφορές σε τοπία που θυμίζουν περίεργη έρημο σε μια πόλη που οι άνθρωποι απουσιάζουν και στη θέση τους μιλάει ο ποιητής με το άλλο του πρόσωπο, οι μηχανές, το ηλεκτρικό, οι διαβάσεις. Ο ποιητής έχει τον σκοπό του όταν χρησιμοποιεί τα εκφραστικά του εργαλεία, όμως, παρά την σωματική επαφή το αποτέλεσμα της σχέσης άνθρωπος-ποίηση-πολιτεία, είναι ένα αποτέλεσμα ανίας, πλήξης και απόγνωσης. Και ενώ γνωρίζει λεωφόρους πυρακτωμένες, τοίχους, διαφημίσεις, αυτοκίνητα, εντούτοις επιμένει ηρωϊκά να μην δραπετεύει, ούτε θέλει να μείνει για να νικήσει, αφού ούτε ο τόπος, ούτε ο χρόνος του έχει στοιχεία επικά, όπως τα γνωρίζουμε από την ποιητική μας παράδοση. Έρχονται στγμές που η ματιά του φτάνει από το υπερπέραν και ο λόγος του έχει την τάση να προφητεύει το παρόν. Ο διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του και με τα πράγματα, αποκτά ασυνήθιστη θεατρικότητα που κορυφώνει το τραγικό στοιχείο, και σχηματοποιείται με μηχανισμό αυτοπαγίδευσης. Η ποίηση του Καπώνη, θυμίζει μετεξέλιξη του φουτουρισμού, σημαδεμένη από παιδικές μνήμες, αστικά τοπία, δικτατορίες και περασμένα καλοκαίρια. Πίσω από την επιφάνεια των ηλεκτρικών, των μηχανών, τα τσιγάρα, τις άδειες κάμαρες, ελλοχεύει η ήττα, ο φόβος, το δέος, η απαισιοδοξία. Ο φουτουρισμός του αποδεικνύεται επιφανειακός και στη θέση του παίρνει σάρκα και οστά ένας ποιητικός λόγος μεταφυσικός. Αυτός ο καλός ποιητής που θαύμαζε την «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ, γίνεται ο φλογερός ποιητής της «φλογισμένης καλοκαιρινής λεωφόρου», ζωγραφίζοντας μιαν εικόνα με τα ίδια περίπου υπονοούμενα. Όμως με άλλη αίσθηση της ιστορικότητας, ώστε να αποκόβει τον περίγυρο από τον ανθρώπινο πυρήνα ή να τον καθιστά εντελώς διακοσμητικό.

Πρωτογνώρισα τον ποιητή πολύ πριν την ποίηση του, στο Παναιτώλιο, όπου πέρασε ένα μικρό μέρος των παιδικών του χρόνων, σ” ένα σπίτι μοναχικό, πέτρινο, που νομίζαμε σχεδόν στοιχειωμένο. Ήταν από τους ανθρώπους που δεν σε κατακτούν αμέσως, αλλά μετά από κάποιες δοκιμασίες. Αργότερα, συναντηθήκαμε πάλι στη Νομική σχολή και τριγύριζα μαζί του στην Αθήνα, στο Πανaιτώλιο και στα σπίτια που κατά καιρούς άλλαζε, δένοντας μαζί του μιαν αρητόρευτη φιλία που συνεχίζεται ως τα σήμερα. Άκουγα πάντοτε τα ποιήματα του με ξεχωριστή ευχαρίστηση, ιδίως εκείνα τα χρόνια της δικτατορίας, που προηγήθηκαν της «Ποιητικής Αντιανθολογίας» (του Δημήτρη Ιατρόπουλου και άλλων ποιητών). Είχα σχηματίσει κι εγώ τη γνώμη της Ανθούλας Δανιήλ πως τα ποιήματά του «προδίδουν ένα αφηγηματικό εγώ ασφυκτικά περιχαρακωμένο στον αστικό του χώρο», χωρίς ποτέ να παρεκλίνω από αυτήν την διαπίστωση και χωρίς ποτέ εντελώς να με γεμίζει.

Ο έρωτας, είναι ένας από τους πυρήνες αυτής της ποίησης, πανταχού παρών, ακόμα και όταν φαίνεται να απουσιάζει. Όμως η εμφανής ή αφανής παρουσία του, δεν σηματοδοτείται με στοιχεία αρχέγονα, ούτε προσωκρατικά, ούτε πλατωνικά. Θα έλεγα πως βιώνεται όπως στην μακρινή βικτωριανή εποχή, με τα κατάλοιπα του Βυζαντίου και όσα ξεπήδησαν από την τουρκοκρατία. Ο έρωτας έχει συχνά ή φαίνεται να έχει την μορφή της αμαρτίας, βαραίνει δεν απολυτρώνει, καταλύει δεν θεμελιώνει. Η διαμαρτυρία, ο σαρκασμός, η ειρωνία με όλα τα συμπαρομαρτυρούντα όπως γίνεται αντιληπτό, δεν είναι για τα πολλά κακώς κείμενα αυτού του ορατού κόσμου, αλλά για την αποτύπωση της προσωπικής πίκρας. Οι αποστροφές του ποιητή δεν έχουν συνάφεια με τα παγκόσμια προβλήματα αλλά με την ατομοκεντρική θέασή τους. Η πρόσκληση του να καταθέσουμε το μερίδιο της ευθύνης μας γίνεται με την επίκληση άοσμων κάποτε τοπίων που ενεργούν σαν «άτονα εντερικά συστήματα», όπως γράφει κάπου ο Ν. Γ. Πεντζίκης, που δεν είναι ικανά να αποβάλλουν την ολική ανία μέσα στην οποία διαποτόζονται. Έτσι δίνεται η εντύπωση πως η μνήμη, η ιστορική αίσθηση, παίζει ελάχιστο ρόλο στο σχηματισμό της ποιητικής εικόνας. Στην ουσία υπάρχει μια πολυεδρική επιφάνεια, που διασπά την πραγματικότητα και αποκλείει τις εύκολες επαναστατικότητες. Ο ασκημένος αναγνώστης, ξαφνιάζεται με την οικειότητα των τόπων και των προσώπων παρά τις μεταμορφώσεις που υφίστανται και παρά τον διαχρονικό τους εξoπλισμό. Έτσι οι εικόνες του Καπώνη, συνδέουν τα πρόσωπα, ενεργώντας σαν τον πλακούντα που συνδέει το τωρινό με την παράδοση στο διηνεκές. Όποιος πιστεύει πως ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν μπορούσε να κυβερνηθεί από ποιητές, θα νιώσει ευχαρίστηση διαβάζοντας αυτή την ποίηση, που αντλεί από την ουσία των αγγέλων με τρόπο μεφιστοφελικό. Γιατί είναι μια τέχνη έξυπνη, με λιτά μέσα, λιγοστό λεξιλόγιο, ιερατικά επαναλαμβνόμενο, φράσεις, λέξεις, εικόνες, καταστάσεις και χώρους με αποτέλεσμα πάντα εντυπωσιακό και πάντα απρόοπτο. Και δεν γυρίζει κανείς την πλάτη του στα ποιήματα αυτά, που είναι η τελική αντίδραση ενός κόσμου περασμένου (όχι ξεχασμένου) ενωμένου με το παρόν και το μέλλον. Όταν παραπάνω μιλώ για ποίηση ατομοκεντρική, δηλώνω ότι εννοώ πως δεν είναι καθόλου εμφανής η συνάντηση του ποιητή με το συλλογικό μύθο, αλλά βαραίνει ο προσωπικός μύθος, η ελλειπτικότητα, η αποστροφή στα συμβάντα. Σε παρόμοιο κλίμα γεννιούνται στίχοι όπως :

«έκλεισε ραντεβού με τον εαυτό του / και περίμενε τόσες ώρες»
Περίεργο, όμως η ποίηση που μας απασχολεί, μολονότι μας οδηγεί σε εποχές παρακμής των αισθητικών ρευμάτων, έχει την λαμπρότητα και την βαθύτητα ακριβώς της εποχής της, είναι ανάβαση και κατάβαση, συνομιλία με τους αγγέλους ή με τους νεκρούς όπως μπορεί να επιχειρήσουν ποιητές που έχουν μεταλάβει με τον ελλινικό τρόπο την τέχνη. Είναι η διάψευση του διαφωτιστή Α. Ν. Κοντορσέ πως η ανάπτυξη των επιστημών και των τεχνών θα οδηγούσε στον έλεγχο των δυνάμεων της φύσης και στην κατανόηση του κόσμου και του ψυχικού βίου του ανθρώπου, όπως θυμίζει ο Θ. Φραγκόπουλος. Ο ποιητής όμως παραμένει η άγρυπνη συνείδηση του ανθρώπου. Ακόμα και όταν τον απειλούν ή τον θαμπώνουν στέκεται όρθιος, ακόμα και όταν τον : «ταϊζουν ποιήματα για ναμην ξεράσει».
Εδώ η ποίηση του Καπώνη σπάζει το φλοιό βγαίνοντας στην επιφάνεια, ατενίζει τους ανθρώπους τραβώντας κάποτε προς την άρνηση και την αναρχία, αφού η «πατρίδα του, είναι τόσο πλατειά που δεν έχει κυβερνήτη»
ώσπου να φτάσει να φοβάται τον ποιητή γιατί : «εσύ ξέρεις μονάχα ν” αγαπάς, σε φοβάμαι».
Ο Καπώνης δεν είναι δύσκολος ποιητής, όσο κι αν φαίνεται δυσπρόσιτος. Είναι o ποιητής της απάνθρωπης πόλης, των καταπιεστικών θεσμών, της αριστοκρατικής πίκρας (με τον περίεργο καμιά φορά νεο-συμβολισμό του), των χαμένων καλοκαιριών, των συνοικιακών φαρμακείων και των διαφημίσεων, ταξιδελυει σε τόπους προσωπικούς, πατρίδες που τον θέλγουν και τον απωθούν ταυτόχρονα, ανατέμνει τα φαινόμενα, δεν δίνει λύσεις, δεν καταστρέφει για να οικοδομήσει, δεν προσδοκά τίποτα κοσμογονικό. Πιστεύει μονάχα στην ποίηση και στην κοσμογονία της, προτείνοντας συγκεκαλυμένα την ιδιωτική οδό, τα τείχη, τον θάλαμο. Πιστεύω πως ο Καπώνης, όσο κι αν ένιωσε μέσα του τον ποιητικό λόγο του Έλιοτ, Σεφέρη, Ελύτη κλπ, είναι πάντα ο ποιητής του θαλάμου, όχι όπως προέκυψε από την γνωστή διαμάχη Σεφέρη-Μαλάνου, αλλά ενός θαλάμου που χωρεί μιαν ολόκληρη πόλη, έναν ολόκληρο κόσμο. Από τον θάλαμο αυτόν περνούν και αναλύονται, πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις, αντικρύζοντας την κολυμβήθρα των ελλήνων την θάλασσα, τον Ιωάννη της Αποκάλυψης, γυρίζει στον Ζουβ, στην λεωφόρο Συγγρού και ξανά στον μικρό χώρο, στον Ιερεμία του. Η ιστορία στον Καπώνη είναι παρούσα. Ποιητές αυτού του είδους ποτέ δεν γυρίζουν το λιθάρι να πάρουν το ξίφος τους σαν τον Θησέα, ούτε πετούν την ασπίδα τους σαν τον Αρχίλοχο. Αρκούνται να περιγράφουν με σρκασμό, το άλογο τους δεν είναι δεμένο άμεσα με το άρμα του αρχαίου και του νέου ελληνικού λυρισμού, αρνείται το επικό στοιχείο, το δημοτικό τραγούδι και τον Σολωμό. Θα μπορούσα να σημειώσω μιαν ιδιόρρυθμη δραματικότητα, όπως μας παρουσιάζεται μέσα από ευρωπαϊκούς δρόμους από έναν Αισχύλο που ξόδεψε την ζωή του σε αισθητικές μπαρόκ, ώσπου κατέληξε να είναι ποιητής «μπητ» χωρίς να χάνει το «ομοούσιο του λόγου του και το μονότροπο της ψυχικής ιδιοστασίας του», όπως έγραφε ένας από τους σημαντικούς κριτικούς της λογοτεχνίας μας ο Δ. Νικολαρεϊζης γαι τον Κλαβο. Όμως ο Καπώνης δεν είναι ο άνθρωπος που σωπαίνει, ακόμα και σε εποχές δύσκολες, όπως η δικτατορία, γράφει ποιήματα όπως το ¨ Ανατπόκριση για μια κατεδάφιση» με άμεσες αναφορές στην περίφημη νήσο Γυάρο. Αλλά η δημιουργία αυτών των τοπίων δεν αναιρεί την απαισιόδοξη διάθεση του, ούτε αλλάζει την εικόνα της πόλης του. Αυτό γίνεται αντιληπτό, ακόμα και στις αποδράσεις του προς την ύπαιθρο χώρα, αφού μαζί του κουβαλάει την ερημιά, τον άνθρωπο της πόλης, τον κουρασμένο διανοούμενο. Αντί να αντιγράψει την εικόνα που βλέπει, προτιμά να βλέπει πράγματα που το γυμνό μάτι αδυνατεί να αντικρύσει. Αυτό θυμίζει μια πλευρά του υπερρεαλισμού όπως την απόχτησε από την βυζαντινή τέχνη. Είναι η αποκρυφιστική πλευρά του ποιητή, ο οποίος ουδέποτε θα αποδεχόταν την επιγραφή μιας αισθητικής θεωρίας όντας στο έπακρο αιρετικός. Όμως, παρά την αίσθηση της ιστορίας, απουσιάζει εδώ η έννοια της Ελλάδας, όπως την κατάλαβε η γενιά του Σεφ’ερη και του Ελύτη και όπως αρχίζει πάλι να ξαναορίζεται, στην ποίηση και στον ευρύτερο πνευματικό μας χώρο. Δεν αγνοώ εδώ, πως υπάρχει και μια τάξη ατάλαντων ποιητικά ανθρώπων, μέτριων κριτικών, δημοσιογραφούντων διανοουμένων και αμφίβιων γραφιάδων που αισθάνονται αλλεργία σε κάθε έννοια ελληνικότητας στην τέχνη, καθώς και μια άλλη που κινείται γύρω από στείρα ιδειολογήματα, αλλά ο Καπώνης έχει την Ελλάδα αποκρυπτογραφημένη. Δεν είναι ο ιστορικός ταξιθέτης, αλλά ο απομημονευτής της μυθολογίας του. Έτσι το «πλην Λακεδαιμονίων» των παλαιών επιγραμματοποιών, όπως το επαναλαμβάνει ο Καβάφης και το ανακυκλώνει ο Σεφέρης, εδώ είναι εντελώς άχρηστο. Δείγμα μιας τέχνης που δεν τρέφεται από τις μεγάλες ιδέες, αλλά από τις υποτονικές, τις επιμέρους, τις ατομικές περιστάσεις. Η αδιάσπαστη ενότητα του ελληνισμού (αν θέλουμε όλη η ανθρώπινη περιπέτεια), περνά σαν σκιά μέσα στην ποίηση του Καπώνη. Πιστεύω πως τα νέα ρεύματα στην ποίηση, όπως και να αποκαλούνται από της έδρας, θα ξεκινούν πάντοτε από ένα απωθημένο: Να μπορέσουν να σταθούν απέναντι σ” έναν κόσμο που μόνο το Ελληνικό πνεύμα με όλες τις οφειλές του και χωρίς καμμία διάθεση σωβινιστική, μπόρεσε να διατυπώσει σφαιρικά σε ύψος ανεπανάληπτο. Εδώ ο Καπώνης, δεν παίρνει μέρος, αφήνει την κρίση στους θεωρητικούς, παράγοντας το έργο του αθόρυβα χωρίς τυμπανοκρουσίες, καταφέρνοντας να συνταιριάζει την παράδοση με τις σύγχρονες ανησυχίες και τάσεις. Έτσι δεν κλείνει τις πόρτες στις θεϊκές ορμές που κουβαλάει αυτή η ενδελέχεια. Οι χθόνιες δυνάμεις, κυριεύονται από τους θεούς του φωτός, όπως αυτό το φως συνηθίσαμε να το βλέπουμε σ” ένα ελληνικό τοπίο το καλοκαίρι : Φυτά, θάλασσα, τζιτζίκια, πεύκα, άνεμος. Όμως η διείσδυση σε βάθος στο ανθρώπινο τοπίο, γίνεται σε βάρος της περιγραφής ενός φυσικού τοπίου. Οι μορφές των ανθρώπων γίνονται αμυδρές, υπάρχει μια απροθυμία για αρχέτυπα, η μνήμη θάβεται στην απεραντοσύνη του Αιγαίου, στο κορμί της αγαπημένης, στις θολωτές καμάρες των μεσαιωνικών χωριών για να κατασταλάξει βασανιστικά μετά την ισημερία σ” έναν μύθο. Ο μύθος αυτός δεν είναι τίποτα περισσότερο από :
«τον μύθο της ανάπλασης των κυττάρων»
ή
«για την άσβεστη δίψα των άστρων»

Τελικά, ποιό το συμπέρασμα από αυτή την τριακονταετή πορεία ; Νομίζω πως ο Καπώνης θα ασπαζόταν την σκέψη του Dylan Tomas ότι ο ποιητής δουλεύει τις λέξεις όπως ο μάστορας το ξύλο και την πέτρα. Η ποιητική ύλη προϋπάρχει, τα συστατικά της είναι στη διάθεση του ποιητή. Ο Καπώνης είναι αρχιτέκτονας και αλχημιστής ξεχωρίζοντας από τον κόσμο των λέξεων και των ιδεών τα υλικά του με τρόπο ασυνήθιστο και από τον ψυχικό βίο, γεγονότα, ξεριζώνοντας :
«στη σκοτεινιά την αρετή μου»όπως γράφει. Η ψυχαναλυτική λειτουργία της ποίησης αυτής, δεν οδηγεί απευθείας στον Φρόϋντ, αλλά σε ενδιάμεσους ποιητές που επηρεάστηκαν στον καιρό τους από τις διδαχές του. Με τους μεταϋπερρελιστές ο Καπώνης (ονομάζω έτσι μια κατηγορία ποιητών που χωρίς να αυτονομούνται μπολιάζονται από τους χυμούς του υπςρρεαλισμού) συγγενεύει όπως το υβρίδιο με το αραποσίτι. Δεν επαναλαμβάνεται. Εδώ όμως ο ποιητής, σαν το χαρισματικό τεχνίτη, διαλέγει συνειδητά τις εικόνες, αφομοιώνοντας στοιχεία ρεαλιστικά και από τα αισθητικά ρεύματα τα πιο ανθεκτικά υλικά του. Και επειδή η ποίηση του είναι ποίηση εικαστική (ζωγραφική και γλυπτική) πιστεύω πως θητεύει και σε ιμπρεσιονιστικούς χώρους, δίνοντας με ειδικό τρόπο μιαν εντύπωση απλά, όμως έντονη, της πραγματικότητας. Ο ποιητικός νους του Καπώνη, δεν είναι βυθισμένος στο υποσυνείδητο, λειτουργεί παρά την φαινομενική απλότητα του, με περίπλοκους νοητικούς μηχανισμούς. Οι λέξεις, προϋπάρχουν στο λεξικό της μνήμης, κουβαλώντας πάνω τους ουδέτερη ενέργεια, και στη συνέχεια με το αίσθημα του ποιητή, και με τον νου του, δημιουργείται αμφίδρομη αντίδραση (αίσθημα-νους, νους-αίσθημα), κωδικοποιούνται, παίρνουν νόημα και βάρος οι λέξεις και το αρχιτεκτόνημα του ποιητικού έργου. Έτσι από το ασυνείδητο απομένει το μη προσδιορισμένο, αυτό που δεν μπορεί να αποδοθεί ποιητικά. Μερικές φορές η ποίηση αυτή φτάνει σε ασύλληπτες κορυφές, όπως :
«… το “πα έτσι κι αλλοιώς / πως δεν παίζουν με την καμπυλότητα /  του σύμπαντος …»
………………………………………….
«τότε που κατάλαβα / πως η ζωή μου άρχισε χωρίς εμένα / σαν μύθος της μέρας πάνω στα φύλλα»
ή
«ήταν πολύ γέρος να καταλάβει / τις αποχρώσεις / πολύ γέρος να πεθάνει …»

Σημεία αναφοράς του Καπώνη είναι η Βίβλος, οι νεοφουτουριστές, ο Χένρυ Μίλλερ, ο Μπαχ, ο Ζουβ, η Αττική, ο Αμβακικός, ο Γλύπτης Θόδωρος, η ιδιαίτερη πατρίδα του η Αιτωλία (χωρίς να τονίζεται). Όμως, παρά τις ενδόμυχες μνήμες, ο κοσμοπολιτισμός του Καπώνη είναι ένα συμπαγές σώμα, χωρίς τις θεωρίες που συνεπάγεται αυτός ο περιορισμός. Παρ” όλα αυτά, όπως συμβαίνει στους καλούς ποιητές, ο Καπώνης αφουγκράζεται το ανθρώπινο παραμιλητό, τα ερωτήματα του σύγχρονου και πάντοτε τραγικού ανθρώπου, έστω και αν αισθάνεται ανίκανος να δώσει γραμμή :
«εγώ δεν έχω ούτε ένα χάρτη να σου δώσω / δεν ξέρω τους δρόμους / έχω χαθεί πριν από σένα στο οδικό δίκτυο /
σαν απροσάρμοστος στα σήματα …»

Παρά την έλλειψη του επικού στοιχείου, ο ποιητής επιμένει ηρωικά να παθαίνει και να μαθαίνει με τα κύτταρα της αϋπνίας του, σε μια πόλη έρημη, παρά την στίλβουσα φαρντασμαγορία. Είναι γιατί διαχέεται μέσα στα μυστικά ελάσματα του μύθου του, για την άσβεστη δίψα των άστρων, όπως γράφει ; Δεν ξέρω !
 
 

******************* 

Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ‘70

© Πάνος Καπώνης, Δοκίμιο. Πρώτη δημοσίευση.

Μέχρι τις μέρες μας, έχουν γραφτεί πολλά για τη γενιά των Ελλήνων ποιητών, τη λεγόμενη «Γενιά του ‘70», αμφιλεγόμενα και μη. Όμως στα μεταγενέστερα δοκιμιογραφικά κείμενα γι’ αυτή τη γενιά, καταξιωμένων κατά τα άλλα συγγραφέων, λείπει το πρωτογενές στοιχείο, εκείνο των πρώτων χρόνων και των πρώτων προσώπων, που μέσα στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, τόλμησαν κάποιοι τότε άγνωστοι – μερικοί φοιτητές ακόμα – να χαράξουν ένα νέο ποιητικό δρόμο για τη ποίηση μας, το δρόμο της «αμφισβήτησης».
Τώρα, που οι περισσότεροι από μας καβατζάραμε τα εξήντα μας χρόνια, αισθάνομαι μια συναισθηματική φόρτιση, γυρνώντας πίσω στα χρόνια της αθωότητας, στις απαρχές του ποιητικού κινήματος του ‘70, που άμορφα στην αρχή, σημάδεψε τη νεοελληνική ποιητική δημιουργία. Πέρα από το εργαστήρι των φιλoλογικών αναλύσεων, δεν ξέρω αν θα απομυθοποιήσω ή μυθοποιήσω ακόμα περισσότερο εκείνη την εποχή.
Εκείνο που ξέρω, είναι ότι θα μιλήσω υποκειμενικά, σαν μια μη φιλολογική συμβολή στην ιστορία των φίλων πρώτων ποιητών αυτής της γενιάς μας.
Ως «αυτόπτης» μάρτυρας λοιπόν αυτού του πρωτογενούς στοιχείου, που υπήρξε η αφετηρία του μετά από πολλά χρόνια αναγνωρισθέντος νέου ποιητικού (μεταπολεμικού) χώρου, ένοιωσα την ανάγκη να καταγράψω κάποιες αλήθειες για το «τότε». Φυσικό όμως ήταν, κάποιοι – ίσως μεταγενέστερα εμφανισθέντες – να καρπωθούν από νωρίς αυτή τη καταξίωση και σήμερα να απολαμβάνουν τη κορύφωση και αναγνώριση που προσφέρει ο θώκος του προβεβλημένου ποιητή – και άλλοι (οι για διάφορους λόγους εκτός κάποιας συγκεκριμένης αγοράς), να περιφέρονται σε όλη τη διαδρομή τους από εκδοτικό σε εκδοτικό οίκο, μήπως τους δοθεί η δυνατότητα, να εκδώσουν μια κάποια συλλογή ποιημάτων τους ή παρ’ όλο το πλούσιο ποιητικό τους έργο, να καταξιωθούν τιμής μετά από πολλά χρόνια, όπως για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, ο Ντίνος Σιώτης, που του απονεμήθηκε το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης μόλις το 2007(1) ή ο Στέφανος Μπεκατώρος που έφυγε από κοντά μας με το παράπονο …
Πριν όμως αναφερθούμε στην καθαυτό περίοδο της «αμφισβήτησης», είναι επιβεβλημένο να σταθούμε επιγραμματικά σε μια ενδιάμεση χρονική περίοδο, εκείνη της μεταξύ της μεταπολεμικής γενιάς και της δεκαετίας του ‘70.
Παρ’ όλο που ηλικιακά δεν εμπίπτουν στη λεγόμενη γενιά του «70», αρκετοί ποιητές είχαν αρχίσει να εισάγουν τα νέα σπέρματα της ποίησης στην Ελλάδα, όπως ο Γκόρπας, ο Κασόλας, ο Τάσος Δενέγρης(2), ο Πουλικάκος, ο Σινόπουλος, ο Δάλλας, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Αναγνωστάκης, ο Αργυρίου, ο Τίτος Πατρίκος, ο Βαλαωρίτης κ. α., που και αυτοί πρέπει εννοιολογικά να «ταξινομηθούν» σε μια ευρεία ποιητική περίοδο «αμφισβήτησης», όπως και ο Γιώργος Ιωάννου, η Κατερίνα Αγγελάκη-Rook, ο Γιώργος Δανιήλ(3), ο Έκτωρ Κακναβάτος,.
Η «πρώτη επίσημη» καταγραφή για τον όρο «αμφισβήτηση» ή «ποίηση της Αμφισβήτησης», πρέπει να αποδοθεί στον τότε περίφημο κριτικό και στοχαστή Βάσο Βαρίκα(4), που είχε γράψει μετά την έκδοση της «Ποιητικής Αντιανθολογίας» του Δημήτρη Ιατρόπουλου και τάραξε τα κατεστημένα ποιητικά ύδατα στην Ελλάδα : «… Ειδικώτερα αν παίρναμε ως σημείο ξεκινήματος τον τερματισμό του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, θα αναφέραμε – απλοποιώντας, κάπως, τα πράγματα – την ποίηση της Αντίστασης για την πρώτη δεκαετία, για την δεύτερη την ποίηση του “Άγχους” και της “χαμένης γενιάς”, ενώ τώρα, την τρίτη, θα βλέπαμε να διαμορφώνεται μια άλλη “ποίηση”, που αν θέλαμε να την ονοματίσουμε, με βάση το κοινωνικό της ισοδύναμο, θα έπρεπε να την ειπούμε “Αντικονφορμισμό” απέναντι στο “υπάρχον” ή για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που έξω καθορίζει το ίσιο περιεχόμενο αλλά σε άλλες περιοχές και είναι πλέον γνωστός, ως ποίηση της “Αμφισβήτησης”.
Όμως, πριν αρχίσει η προβολή αυτής της ποίησης, είχαν γίνει διάφορες απόπειρες εξωτερίκευσης των τάσεων αυτών. Τέτοια πρώτη και μη αμφισβητήσιμη απόπειρα ήταν η έκδοση το 1968 της «Ποιητικής Ανθολογίας Νέων» της Έλενας Στριγγάρη και του Τάκη Σπηλιάκου(5). Αυτοί οι δύο νέοι τότε ποιητές-φοιτητές μαζί με τον γράφοντα, είχαν το θράσος, σε σχέση με το κλίμα του ολοκληρωτικού καθεστώτος, να δημιουργήσουν έναν όμιλο που ονόμαζαν «Σύγχρονη Ποιητική Συντροφιά» και τόλμησαν μάλιστα να εκδώσουν και ένα περιοδικό(6) μέσα στη καρδιά της δικτατορίας, όπως το ίδιο έκανε και ο Δημ. Βαλασκαντζής στη Σάμο(7).
Εκείνα τα (19) παιδιά «ξεκινήσανε όλοι μαζί και στα πρώτα 18-25 (τα χρόνια τους) μόνο 5-6 ξεπετάχτηκαν μπροστά …Τούτη τη στιγμή προπορεύονται ο Γεμιδόπουλος, ο Σπηλιάκος, ο Καπώνης, ο Νταβέας κι η Τσιαμπούση…και Στριγγάρη»(8), έγραφε ένα περιοδικό τότε.
Αργότερα, η έκδοση ενός τολμηρού λογοτεχνικού περιοδικού(9) από τον Κωστή Η. Τριανταφύλλου, τάραξε τα λογοτεχνικά μας ύδατα, με τη δημοσίευση ποιημάτων παλαιών και νέων ποιητών (Γ. Χουλιάρας, Μαρία Λαϊνα, Δ. Παναγιωτάτος, Βασίλης Στεριάδης, Μανόλης Τσακίρης, Ερρίκος Γεμιδόπουλος, Χ. Γκαβάγιας, Πάνος Καπώνης, Έλενα Χουζούρη, Λένα Παξινού, Αχ. Κυριακίδης, κ.α.), αλλά κυρίως με το «τετρασέλιδο αφιέρωμα» με λευκά φύλλα(10), το οποίο ακολουθούσε η για πρώτη φορά δημοσίευση ποιημάτων 28 νέων ποιητών.
Βέβαια, το στίγμα δόθηκε το 1971 με την έκδοση από τον Δημήτρη Ιατρόπουλο της «Ποιητικής Αντιανθολογίας», ο οποίος σε ένα άρθρο του την ίδια χρονιά(11) είχε γράψει «Τα ποιήματα γράφονται από τους ποιητές. Και υπάρχουν τέτοιοι, που διαμορφώνουν ένα κλίμα κοινό, προερχόμενοι από διαφορετικές αφετηρίες. Και αυτή η ενοποιητική δύναμη είναι το βασικό πλεονέκτημα της γενιάς μας…. έρχεται αυτήν τη στιγμή μια δέσμη ποιητών, που σε λίγο καιρό θα οργανώσουν οπωσδήποτε μια ομολογία συνόλου… οι ποιητές της Αμφισβήτησης είναι προς το παρόν μια προκαταβολή αλλά και μια πραγματικότητα».
Έτσι, αναφέρει σε «πρώτη θέα» το νέο «μαρτυρολόγιο»(12), όπως το χαρακτηρίζει της ποίησης : «Νίκος Τρίκολας, Νίκος Μοσχοβάκος, Μανόλης Τσακίρης, Γιάννης Κακουλίδης, Τζένη Μαστοράκη, Μιχάλης Ακρατινός, Νανά Ησαϊα, Αλέκος Θέμος, Γιώργος Μαρκόπουλος, Θανάσης Νιάρχος, Δημήτρης Ποταμίτης, Λευτέρης Πούλιος, Ντίνος Σιδερίδης, Λούλη Τσαμαντάνη, Αλέκος Φλωράκης, Αριάνα Φερεντίνου, Έλενα Στριγγάρη, Βασίλης Στεριάδης, Χάρης Μεγαλυνός, Πάνος Καπώνης, Δημ. Κατακουζινός, Τόνης Τσιρμπίνος»(13).
Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση του Θωμά Γκόρπα σε ένα προωθημένο για την εποχή του περιοδικό(14), όπου έγραφε : «Η μαρτυρία μου για την πλειάδα των ποιητών και των ζωγράφων των αρχών της δεκαετίας του 1950, στον πυρήνα της οποίας υπήρξα και η οποία και μόνη σαν ήθος, σαν συμπεριφορά, σαν πολιτική στάση κλπ αποτελεί την μοναδική μεταπολεμική περίπτωση μαζικής αμφισβήτησης … και τέλος ο ειδικός ρόλος μου στη σύνδεση της γενηάς σας με τις προηγούμενες και φιλολογικά και τυπικά …». Πράγματι, ο Γκόρπας ήταν πάντα ανάμεσα στη δική του ποιητική γενιά και την δική μας, ως ένας συμβολικός [αλλά και ουσιαστικός] συνδετικός κρίκος με τους ποιητές του ‘70. Μάλιστα είχε και δίκιο στην παραπάνω επισήμανση του για την «μοναδική μεταπολεμική περίπτωση μαζικής αμφισβήτησης», αφού η γενιά του ‘70, παρ’ όλα τα κοινά της στοιχεία, δεν κατόρθωσε να πετύχει αυτή την μαζικότητα της συντροφιάς. Η διαφοροποίηση δε έγκειται στο ότι, μέσα στην κοινωνική και πολιτική αλλοτρίωση και την ζούγκλα των πόλεων, ο κάθε ένας από εμάς ή κατά μικρές συντροφιές, τράβηξε τον δρόμο του.
Αναζήτησα λοιπόν στη βιβλιοθήκη µου ότι σχετικό θα μπορούσα να βρω για κείνη την εποχή, αλλά και στις βιβλιοθήκες άλλων φίλων, μια και είναι πολύ ελκυστικό όχι μόνο να ρίξει κανείς μια ματιά στα βιβλία της οποιασδήποτε ιδιωτικής βιβλιοθήκη, αλλά και να προσπαθήσει να συναγάγει συμπεράσματα. Μια βιβλιοθήκη λοιπόν μπορεί να είναι καθρέφτης της εποχής, των ιδεολογικοπολιτικών τάσεων που επικρατούσαν, της αισθητικής γενικότερα. Η πράξη της ανάγνωσης, εξάλλου, ενεργοποιεί την ποιητική λειτουργία της γλώσσας. Έτσι σταχυολογώντας τις πρώτες εκδόσεις ή δημοσιεύσεις των πρώτων ποιητών της γενιάς μας, οδηγήθηκα σε μια ας την πούμε ιστορική διαδρομή που χρονολογικά – κι ας μου συγχωρηθεί ίσως το μη πλήρες του καταλόγου – εμφάνισε τις αφετηρίες των ομολόγων ποιητών των λεγόμενων της αμφισβήτησης του ‘70. Αυτή η αναδρομή, δεν έχει σχέση με τη συνέχεια αυτών των ποιητών, άλλοι από τους οποίους δεν εμφανίσθηκαν στα επόμενα χρόνια ή επανεμφανίσθηκαν αργότερα ή σιώπησαν.

Πρώτες δημοσιεύσεις ή εκδόσεις, σε μια προσέγγιση, από το 1964 μέχρι και το 1974 :

1964 : Παυλίνα Παμπούδη “Ειρηνικά”, Δημήτρης Ποταμίτης (1944-2003) “Συμπόσιο(15)”,  1965 : Αλέξανδρος Ίσαρης (1941), Μαρία Κυρτζάκη (1948) “Σιωπηλές κραυγές”, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου (1945) “Ποιήματα”, Ντίνος Σιώτης (1944), “Απόπειρα”(16), Μίμης Σουλιώτης (1949), 1966 : Αργύρης Χιόνης (1943) “Απόπειρες φωτός”. 1967 : Δημήτρης Καλοκύρης “Ηλιάδες κοντά στη θάλασσα”, Τάκης Σπηλιάκος “Ελπίδες & Δάκρυα”, 1968 : Ναυσικά Αιγυπτιάδου “Ποιητική Ανθολογία Νέων”, Μαρία Λαϊνά (1947) “Ενηλικίωση”, Γιώργος Μαρκόπουλος (1951) “Έβδομη συμφωνία”, Στέφανος Μπεκατώρος (1946-2006) “terra rossa”, Αλέκος Φλωράκης “Φεγγάρια & Προσωπίδες”, Ηλίας Κεφάλας (1951), Πάνος Καπώνης, Ερρίκος Γεμιδόπουλος, Λένα Δεϊρμεντζόγλου, Πέγκυ Διακογιάννη, Ντίνα Εξάρχου, Σόνια Ζαχαράτου, Χάρης Κάτσης, Μαρία Κελεμένη, Μιχαήλ Κούρτης, Τίνα Λαυρεντάκη, Ντέπυ Νικολοπούλου “Ρωγμές”, Δημήτρης Νταβέας, Άγγελος Ολύμπιος, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Έλενα Στριγγάρη, Καίτη Τσιαμπούση, Άννα Χριστοφόρου “Ποιητική Ανθολογία Νέων”, 1969 : Λευτέρης Πούλιος (1944) “Ποίηση 1”, 1970 : Μανόλης Πρατικάκης (1943), Γιώργος Καραβασίλης (1949), “Η γραφή και το μαχαίρι”, Γιάννης Κοντός (1943) “Περιμετρική”, Θανάσης Νιάρχος (1945) “24 νυχτερινά τραγούδια”, Κώστας Σοφιανός (1945) “Πάρεργο”, Βασίλης Στεριάδης (1947-2003) “Ο κ. Ίβο”(17), Γιάννης Πατίλης “Ο Μικρός και το Θηρίο”, 1971 : Νατάσα Χατζιδάκι (1946) “Στις εξόδους των πόλεων”(18), Τζένη Μαστοράκη (1949) “Το συναξάρι της αγίας νιότης”(19), Δημήτρης Καντακουζινός “Χρονικό”(20), Πάνος Καπώνης (1947) “Κοκτέιλ”(21), Χάρης Μεγαλυνός (1951) “Κατ’ όναρ”(22), Αντώνης Φωστιέρης (1953) “Το μεγάλο ταξίδι”, 1972 : Γιώργος Παναγιώτου (1943) “Κεκραγάριον-ποιήματα μιας δεκαετίας 62-72”, Μιχαήλ Μήτρας (1944) “Φανταστική Νουβέλα”, Αναστάσης Βιστωνίτης (1952) “Μετοικεσία”, Βερονίκη Δαλακούρα (1952) “Πόιηση 67-72”, Διονύσης Καρατζάς (1950) “Ξημέρωμα στη γη”, Γιώργος Χουλιάρας “Εικονομαχικά”(23), 1973 : Τηλέμαχος Χυτήρης (1945) “Ποιήματα εκ προμελέτης”, Αλέξης Τραϊανός (1944-1980) “Οι μικρές μέρες”(24), Χριστόφορος Λιοντάκης “Το τέλος του τοπίου”(25) Κώστας Μαυρουδής “Λόγοι δύο”, Γιώργος Χρονάς “Βιβλίο 1”, 1974 : Νάσος Βαγενάς (1945) “Πεδίον Άρεως”(26), Γιώργος Βέης “Φόρμες και άλλα ποιήματα” Αθηνά Παπαδάκη (1945) “Αρχάγγελος από μπετόν”, Δήμητρα Χριστοδούλου “Τα άλογα του Μυροβλήτου”.

Μέχρι το 1971, είχαν εκδώσει, χωρίς να γνωρίζω την χρονολογία, ποιητικές συλλογές τους οι : Μιχάλης Ακρατινός “Ψαλμοί κι αντισυλληπτικά”, Δημήτρης Βαλασκαντζής “Ποιήματα”, Νανά Ησαΐα “Ποιήματα”, Αλέκος Θέμος “Ο κλειστός χώρος”, Γιάννης Κακουλίδης “Νεροβιλ”, Νανά Κουνάδη “Ποιήματα”, Χρήστος Λεττονός “Εποχές”, Νίκος Μοσχοβάκος “Είδο-ποίηση”, Ντίνος Σιδερίδης “Ακτινογραφίες”, Χρήστος Τρύφωνας “Ιθαγένεια”, Μανόλης Τσακίρης “Ποιήματα”, Λούλη Τσαμαντάνη “Σιωπή στα μάτια”, Μπάμπης Τσικλήρας “Η επίσκεψη”, Τώνης Τσιρμπίνος “Στιγμές άγχους”, Αριάνα Φερεντίνου “Πρωτεϊκά”,
Όσο και αν θέλουμε να απαλείψουμε από την φιλολογική ή άλλη εν πάση περιπτώσει παράδοση τις πρώτες φωνές της γενιάς ή καλύτερα – κατά τον χαρακτηρισμό του Αλέξη Ζήρα της «Ομάδας του ‘70»(27)- με την δικαιολογία είτε του πλήθους των ποιητών, είτε της μεταγενέστερης ιδιαίτερης δημόσιας προβολής ορισμένων ποιητών αυτής ομάδας με παράλληλη “εξαφάνιση” από την αγορά αρκετών, το γεγονός της αφετηρίας και ταυτόχρονα της συμβολής των πρώτων ποιητικών φωνών στην λογοτεχνική ανανέωση των τελευταίων δεκαετιών, παραμένει ως νέος ποιητικός κώδικας, μέχρι και την δεκαετία του 1990 και ίσως έως σήμερα.
Όμως, ένα χαρακτηριστικό πολλών εκπροσώπων του ‘70, ήταν και είναι μια απομονωτική τακτική των – ας το χαρακτηρίσω έτσι – μη ιδιαίτερα προβεβλημένων ομολόγων τους ποιητών, η οποία δεν είχε βέβαια να κάνει με την ουσία αυτού του “ποιητικού κώδικα του ‘70”, αλλά με την διαπίστωση ότι, στα ποιητικά ρεύματα της ομάδας αυτής, δεν υπήρχαν – και δεν υπάρχουν, πέρα από τα κατά καιρούς κρατικά βραβεία που απονεμήθηκαν σε ορισμένους – ηγετικές φωνές, όπως στις παρελθούσες ποιητικές γενιές, όπως χαρακτηριστικά έχει γράψει, ο πιο σοβαρός μελετητής αυτής της γενιάς, ο Αλέξης Ζήρας. Θα αναφέρω και πάλι το παράδειγμα (που έχω επισημάνει παραπάνω) : Στον ποιητή Ντίνο Σιώτη, πολυγραφότατο ποιητή, αλλά και εκδότη των πιο σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών, με την έννοια ότι εισήγαγε και εισαγάγει στην Ελλάδα τα νέα ρεύματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ιδίως της ποίησης, που είναι αν όχι ο πρώτος, αλλά από τους πρώτους χρονικά που με τον Δημήτρη Ποταμίτη, δημοσίευσαν και χάραξαν τις πρώτες ιδιαιτερότητες της νέας ελληνικής ποιητικής, του χορηγήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης μόλις το 2007. Μάλιστα δε, σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχουν ποιητές που θεωρούν – μέσω δημοσίων σχέσεων και θέσεων – τον εαυτό τους ως ηγετικές ποιητικές μορφές της δεκαετίας του ‘70, θέση όμως η οποία δεν πιστοποιείται από καμία έξαρση ποιότητας. Το αντίθετο μάλιστα. Ο συνδυασμός της μορφολογικής ανατρεπτικότητας της ομάδας του ‘70 με τις υπερρεαλιστικές ή άλλες σύγχρονες τεχνικές ή την μείξη πρωτοποριακών θεμάτων, ενσωματωμένος σε άλλους λιγότερο και σε άλλους περισσότερο, αναδεικνύει άλλους πιο λίγο γνωστούς ποιητές, σε σημαίνοντες εκφραστές της γενιάς μας. Θέλω να πω, ότι η πολλαπλότητα των ποιητών της μετά το ‘60 εποχής, σηματοδοτεί έναν συλλογικό ποιητικό λόγο – εξ ου και ο χαρακτηρισμός του Ζήρα «Ομάδα» – χωρίς να απεμπολεί το προσωπικό ποιητικό ύφος του καθ’ ενός.
Μέσα σε αυτά τα σαράντα και χρόνια οργανικής παρουσίας των ποιητών του ‘70, ανεξάρτητα από την έντονη ή μη παρουσία τους στα λογοτεχνικά μας πράγματα σε όλη αυτή την διαδρομή, αποδεικνύεται η ενεργητικότητα και ο ζωντανός ποιητικός λόγος αυτής της Γενιάς. Βέβαια, η προβολή του έργου πολλών από τους παραπάνω δημιουργούς, εξαρτήθηκε και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την δεκτικότητα των εκδοτικών μέσων και των προσβάσεων σε αυτά του καθενός. Π. χ. άλλο να είσαι για την επιβίωση δημόσιος υπάλληλος και άλλο να διευθύνεις έναν εκδοτικό οίκο, παράλληλα με την ενασχόληση σου με την ποίηση. Η προσπάθεια δε ορισμένων να οριοθετήσουν την Ομάδα των πρώτων – κατ’ επιλεκτική αμνησία(28) – ποιητών του ‘70, δεν συνάδει ούτε με το ήθος των εκπροσώπων της Γενιάς αυτής, ούτε έχει σχέση με την πραγματικότητα. Όμως αυτή η προσπάθεια, έδωσε έναυσμα σε διάφορους μελετητές – που οι πηγές τους ήταν οι εκ των υστέρων οριοθετήσεις – να θεωρούν ως χαρακτηριστικούς εκπροσώπους(29) της Ομάδας αυτής, μόνον τους Λευτέρη Πούλιο, Βασίλη Στεριάδη & Γιάννη Κοντό, πράγμα που είναι ανακριβές και άδικο, χωρίς να θέλω να πω ότι παραβλέπω τη συμβολή των καλών αυτών ποιητών, στην καθ’ αυτό λογοτεχνική παραγωγή εκείνης της σκοτεινής περιόδου (1971).
Τουλάχιστον ο χρόνος, άσχετα με την επικαιροποίηση, αναδεικνύει ακόμα και σήμερα τις γνήσιες ποιητικές φωνές αυτής της δεκαετίας, ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις, και με την ίδια ένταση εκείνων των πρώτων χρόνων, δηλαδή από το 1964 έως το 1974.

Σημειώσεις :

(1) http://logos.caponis.gr, (2) O Τάσος Δενέγρης, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, άφησε τον γήινο κόσμο μας στις 9-2-2009. Δυστυχώς στη νεκρώσιμη ακολουθία στις 11-2-2009 στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών, πολύ λίγοι εκπρόσωποι του ποιητικού χώρου παραβρέθηκαν. (3) Ο Γιώργος Δανιήλ γεννήθηκε το 1938 και από το 1968 ζούσε στον Κανδά, διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο Νέα Ελληνικά. Ποιητικά του βιβλία : Κύκλος (1957), Η αρυρή βροχή (1959), Οι πρόκες (1968), Το δοχείο (1974), Το μαρούλι (1976), Τα αδιέξοδα & τα τερπνά (εκδόσεις Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1980 στη σειρά Τραμ / Λογοτεχνία. (4) Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 16-5-1971. (5) Ιδιωτική έκδοση Αθήνα 1968. (6) Περιοδικό «Κιβωτός της Τέχνης» 1ο τεύχος που σταμάτησε λόγω της λογοκρισίας της δικτατορίας. (7) Περιοδικό «Νέα Σύνορα» 1968. (8) Δ. Ζέδες περιοδικό «κρητική εστία», τεύχος 186, Χανιά 1968. (9) Περιοδικό «ΛΩΤΟΣ», τεύχος 4-5, Αθήνα 1969. (10) Ενοείται αφιέρωμα-διαμαρτυρία στη δικτατορία . (11) «Η ποίηση της αμφισβήτησης ή η αμφισβήτηση της ποίησης», περιοδικό «Νέα Σύνορα» τεύχος 12, Αύγουστος 1971. (12) Η σειρά των ονομάτων είναι του Δημ. Ιατρόπουλου. (13) Τέλη Μαϊου, αρχές Ιουνίου 1971. Αξίζει να αναφέρουμε την έκοδοση εκείνους τους μήνες του περιοδικού «Κούρος» του Λεωνίδα Χρηστάκη με ποιήματα των Αγγ. Σικελιανού, Γ. Τζωρτάκη, Θ. Σβορώνου, Δημ. Χριστοδούλου, Ν. Δήμου, Γιάννη Μαλτέζου, Ν. Αδαμαντιάδη,Β. Ρόδη, Πάνου Καπώνη, Ματθαίου Μουντέ, F. G. Lorca, K. Κινδύνη, Ε. Μυλωνά κ.α. (14) Ένα γράμμα του Θωμά Γκόρπα στην Νατάσα Χατζιδάκι 5-7-1977, περιοδικό ΣΗΜΑ τ. 18, 1977. (15) Έκδοση του πρώτου ποιητικού του βιβλίου. (16) Πρώτο έτος δημοσίευσης ποιημάτων που συγλεντρώθηκαν στη συλλογή «Απόπειρα» 1969. (17) Έκδοση ΛΩΤΟΣ Αθήνα 1970. (18) Εκδόσεις Περγαμηνή 1971. (19-22) Αυτοτελής πρώτη συλλογή ενταγμένη στην «Ποιητική Αντι Ανθολογία» του Δημ. Ιατρόπουλου, Αθήνα 1971. (23) Εκδόσεις ΤΡΑΜ, 1972. (24-25) Εκδόσεις ΤΡΑΜ, Θεσσαλονίκη 1973. (26) Εκδόσεις Διογένης. (27) Δημ. Αλεξίου, «Η γενιά του ‘70″, Αθήνα 2001. (28) Π. χ. ο Γιάννης Κοντός στα μικρά κείμενα του, στο βιβλίο «τα ευγενή μέταλλα» τ. 2ος, σελίδα 63, Κέδρος 2005. (29) Από μια παρέμβαση στην εκδήλωση με θέμα «Συγγραφείς & Δικτατορία». 

********************


© 
Πάνος Καπώνης. Στο τεύχος # 17 του περιδικού (δε)καταδημοσιεύτηκε το δοκίμιο : 

ΘΟΔΩΡΟΣ – ο γλυπτικός λόγος

Ως εισαγωγή σε αυτή τη δοκιμιακή μου απόπειρα, θα έλεγα ότι ο γλύπτης Θόδωρος (Παπαδημητρίου) δεν έχει εννοιολογικό λόγο υπό τύπον διδαχής ή φιλοσοφικής προσέγγισης, αλλά όπως χειρίζεται τα γλυπτικά εργαλεία με απτά υλικά, το ίδιο χειρίζεται και τον Λόγο, μιλώντας πάντα τη δική του γλώσσα, σε ένα υψηλό πολιτισμικό επίπεδο, τόσο συγκεκριμένο, όσο συγκεκριμένα απτική είναι και η γλυπτική του. Έτσι ο Θόδωρος παρασύρει τον αναγνώστη, όπως και τον θεατή των γλυπτικών του έργων, σε μια αφύπνιση της συνείδησης όλο και πιο έντονη και πιο διεισδυτική, που αποδεικνύεται παράλληλη με τη γλυπτική του πορεία.

Η προσέγγιση. Η προσέγγιση του ανθρώπου και γλύπτη από τη δική μου μεριά, ξεκινά στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Η προσέγγιση του συγγραφέα Θόδωρου άρχισε στα πανεπιστημιακά μου χρόνια. Η προσέγγιση όμως του στοχαστή έγινε πρόσφατα, το 2007. Αναρωτιώμουν πάντα, σε όλα αυτά τα στάδια προσέγγισης, με διαφορετικές κάθε φορά αναζητήσεις, ποιός είναι ο Θόδωρος. Πως αυτός ο φαινομενικά ερμητικός δημιουργός, πανεπιστημιακός δάσκαλος, συγγραφέας, διάλεξε ως τρόπο έκφρασης, τη γλυπτική εκφορά του Λόγου, τη δημοσιοποίηση των σκέψεων του, τη συγγραφή γενικά των στοχασμών του, όταν, είχε ως εργαλείο τον πλαστικό λόγο της γλυπτικής του τέχνης.

 
Αυτό ήταν το «ρέον ερώτημα» για μένα, που πάλευα και παλεύω με τον ποιητικό και όχι μόνο λόγο. Ρέον, γιατί από τις πρώτες κιόλας εκθέσεις του, μέχρι και τώρα, αναλόγως της πνευματικής ωριμότητας μου και της σταδιακής εμβάθυνσης στο έργο του, παρακολουθούσα, ιδιαίτερα στα χρόνια της δικτατορίας, την παράλληλη συγγραφική του πορεία, είτε με τη μορφή επιφυλλίδων σε αθηναϊκές εφημερίδες, είτε ως συνοδευτικά κείμενα στους καταλόγους των εκθέσεων του, είτε υπό τη μορφή ομιλιών και βιβλίων.
Ο Θόδωρος εξέδωσε κατά καιρούς τα εξής βιβλία : «Ένας γλύπτης στην Αγορά» (Ύψιλον 1981), «Στίγματα πορείας (Ίχνη στην Άμμο των Λέξεων)» (Εστία 1984), «Ίχνη» (Καστανιώτης 1988), «Ένας γλύπτης στον αέρα» (Ύψιλον 1989), «Ανα Κατάληψη» (Ύψιλον 1992), «Λόγοι» (Αιγόκερως 1994), καθώς και μια μελέτη που εκδόθηκε από τον Δήμο Αμαρουσίου το 2002 με τίτλο «Ο αστικός χώρος ως πεδίο πολιτιστικής επικοινωνίας». Στα βιβλία του αυτά, η δομή της γραφής του, ακολουθεί εκείνη των γλυπτικών του ερεθισμάτων, όταν ο λόγος δεν μπορεί να σχηματοποιηθεί σε απτό υλικό. Για να το εκφράσω καλλίτερα, θα δανειστώ από γραπτό του ένα μέρος κειμένου του 1960 από τα Δελφικά (1960-1970) : «Την περίοδο αυτή η αναζήτηση κάποιου μορφικού λεξιλογίου με την αντίστοιχη πλαστική-αισθητική σύνταξη, που αντιστοιχεί στις επικοινωνιακές συνθήκες της εποχής, καταλείγει σε μια σειρά σχεδίων και γλυπτών αντικειμένων, ως μελέτες και προτάσεις για γλυπτά έργα που θα λειτουργούσαν στο δημόσιο χώρο». Ο λόγος για τον Θόδωρο, ανεξάρτητα από τη σχηματοποίηση του σε γλυπτικό έργο ή γραπτό κείμενο, λειτουργεί καταλυτικά.

Ο λόγος και η δομή του. Η επεξεργασία του γραπτού λόγου από τον Θόδωρο, τείνει σε μια ισορροπία, ανάμεσα στο «γίγνεσθαι» και στο «δέον», σε νοητικά σημεία που στοχεύουν τη δημόσια συμπεριφορά, δίνοντας όπως στο γλυπτικό του έργο «την εικόνα του εκκρεμούς, της σχνοβασίας πάνω σε μια νοητική γραμμή που συνδέει το κλειστό μορφολογικό σχήμα του ανθρώπινου πολιτισμού με τον ανοιχτό, άπλαστο κόσμο που ο άνθρωπος ασταμάτητα ονειρεύεται» [Ε. Στρούζα, 1999]. Στο πολυεπίπεδο δηλαδή σύστημα γλωσσικής επικοινωνίας, πάνω στο οποίο έχει αναπτύξει τους πλαστικούς του Χειρισμούς, όπου «Χειρισμοί» είναι η σχέση, η αντιπαράθεση της γλυπτικής γλώσσας με τα άλλα συστήματα επικοινωνίας – την οπτική, την ακουστική, τη γευστική, τη σωματική επαφή του κοινού με το έργο τέχνης, όπως και με το γραπτό λόγο, ο οποίος διαμισφώνει κοινωνικές αξίες του ευρύτερου κοινού [βλ. Χειρισμός Χ, ΣΤΙΓΜΑΤΑ ΠΟΡΕΙΑΣ, ίχνη στην Άμμο των Λέξεων]. Ο γλύπτης ακολουθεί παράλληλα με την αναζήτηση ενός «μορφικού λεξιλογίου» και την αναζήτηση του κλασικού λόγου για να εκφέρει την άποψη του ή τη θέση του δε έναν δημόσιο διάλογο. Η μορφική δηλαδή γλώσσα για τη Γλυπτική στο δημόσιο χώρο, μετουσιώνεται συμπληρωματικά ή ακόμα και αυτοτελώς σε ζωντανή γραπτή γλώσσα για δημίσο διάλογο και πνευματικό προβληματισμό. Όμως ο Θόδωρος, ως συγγραφέας, δεν πρόδωσε ποτέ τον εαυτό του, τον γλύπτη, τον ακερμάτιστο χαρακτήρα του, ούτε την πνευματικότητα του. Αν και οι μελετητές του Θόδωρου προβάλλουν τις επιρροές του γλύπτη, τονίζοντας παράλληλα τη δυναμική του εισβολή μέσα στο χώρο και εκλαμβάνοντας μέσα από τις γλυπτικές φόρμες του την ένταξη αυτή , όχι ως δημιουργία και απόπειρα επικοινωνίας, αλλά ως πρόκληση, αδυνατίζουν τη «διδασκαλία» των έργων του, που οι διάφορες εκφάνσεις της, εκδηλώθηκαν κατά καιρούς πέραν των γλυπτικών έργων, και δια μέσου της ακαδημαϊκής καθέδρας [το 1980 ο γλύπτης έγινε καθηγητής Πλαστικής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Ε. Μ. Π. και σήμερα είναι Ομότιμος Καθηγητής], αλλά κυρίως δια του λόγου, δηλαδή μέσα από τα γραπτά του. Ακόμη και η σιωπή έπαιξε ρόλο ως μέρος της δημιουργίας του, αφού τον Οκτώβρη του 1970, μέσα στο ζοφερό κλίμα της δικτατορίας, ο Θόδωρος τόλμησε να παρουσιάσει με την υποστήριξη του Johannes Weissert, Διευθυντή του Εργαστηρίου Σύγχρονης Τέχνης του Ινστιτούτου Γκαίτε, τη σημαντική έκθεση «Γλυπτική για Συμμετοχή του Κοινού – Απαγορεύεται η Συμμετοχή». Έτσι, η μέχρι τότε κυρίαρχη αισθητική άρχισε να αμφισβητείται από την τέχνη του Θόδωρου, αλλά παράλληλα, αυτή η Τέχνη του απέδειξε, πως η γλυπτική δεν είναι μονοσήμαντη ή στατική, στέλνοντας μηνύματα στην κοινωνία, στο δημόσιο χώρο, αλλά μπορεί να εμβολιαστεί συμπληρωματικά και ίσως επεξηγηματικά και από τος άλλες μορφές της τέχνης. Βέβαια το πείραμα του γλύπτη,ήταν φυσικό να ενοχλήσει κάποια κατεστημένα ή δια μέσου του πολιτικού, καλλιτεχνικού, πνευματικού κετεστημένου το ίδιο το κατεστημένο. Όμως, πρ’ όλες τις αντιδράσεις της παραδοσιακής άμυνας των διαφόρων συμφερόντων, το πείραμα πέτυχε και αργότερα βρήκε και μιμητές. Ο Θόδωρος τελικά, έγινε – χωρίς ρητορίες – ο κατ’ εξοχήν «λόγιος» γλύπτης [με την έννοια του ασχολούμενου με τον λόγο] απευθυνόμενος στον «συν+λογικό» αναγνώστη, εμμένοντας σε μια δοκιμιακή γραφή στην προσπάθεια που πάντα και με ποικίλους τρόπους έκανε – και κάνει – για την ουσιαστική, αλλά και κριτική επικοινωνία του συγγραφέα-γλύπτη με τον αναγνώστη ή συμμετέχοντα θεατή ή πολίτη προς πολίτη, μέσα στο πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Εντούτοις, «κάθε τέχνη ως καταλυτική επικοινωνία, που δρα σε κάθε επικοινωνιακό σύστημα, είτε πρόκειται για γλώσσα με λέξεις, με ήχους, με κίνηση ή με μορφές σε διάφορα υλικά».

Η θεματολογία. Το 1990 ο Θόδωρος γράφει : «Η πολυσήμαντη λέξη «Λόγος» σημαίνει συνηθέστερα τη λογική, τον ορθολογισμό ή τα λόγια με λέξεις, ενώ εγώ επιμένω να την εννοώ (με κεφαλαίο λάμδα) με άλλες σημασίες, όπως βαθιά ανάγκη ή αιτία που δίνει νόημα στις λέξεις – και στα έργα τέχνης, Ανάγκη, που προσπαθεί να εκφραστεί μέσα από κωδικοποιημένες δομές της κάθε γλώσσας (όχι μόνο των λέξεων) και να τις υπερβεί δημιουργικά» (Τα Νέα, 16 Μαρτίου 1990). Μέσα από την παραπάνω συμπύκνωση των λόγων του, διαχέεται όχι μόνο ο στόχος του εν δυνάμει γλύπτη-συγγραφέα, αλλά και μια φιλοσοφική θέση του στοχαστή ανθρώπου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Θόδωρος διεκδίκησε ή θα διεκδικούσε ποτέ κάποιο τίτλο πέρα από εκείνον του γλύπτη, ούτε θεώρησε πάνω στον αυθορμητισμό της γραφής του ότι, θα κατακτούσε κάποια θέση στο πάνθεο των συγγραφέων, στοχαστών ή φιλοσόφων. Η μοναχική αναφορά του σε αυτό, ήταν εκείνη του «ερασιτέχνη δημοσιογράφου», έπειτα από το πλήθος των κειμένων του στην εφημερίδα Τα Νέα. Έτσι, η θεματολογία του (με αιτία ή και αφορμή πολλές φορές την τέχνη ή τα ζητήματα πολιτισμού), αγκαλιάζει καίορια, ίσως φαινομενικά ασήμαντες, αλλά κομβικές καταστάσεις της ζωής μας, με βάση την σύνθετη λέξη κλειδί : Επικοινωνία ή επι-κοινωνία. Οι λέξεις ή φράσεις (κατά βάση έννοιες με φιλοσοφικό ή διαφορετικά, στοχαστικό περιεχόμενο) «καταναλωτική δημοκρατία», «μέγεθος των λόγων», «εφήμερη επικοινωνία», «κοινόχρηστα ιδανικά», «πόλωση», «αντιστασιακή τέχνη», «εποχή του θεάματος», «προϊόντα πολιτισμού», «ελευθερία του ατόμου», «ελευθερία ατομικής έκφρασης» και άλλα, σηματοδοτούν τον στοχασμό του, που όπως στους καλούς συγγαρφείς, λειτουργούν και στον Θόδωρο με διάφορους τρόπους, όπως με την ειρωνεία, τη σάτιρα, την τραγικότητα ή ακόμα και το χιούμορ. Ένα σημαντικό στοιχείο στον συγγραφέα, αλλά περισσότερο στον γλύπτη, είναι η αποστροφή του στην «νεο-ελληνική διαχείρηση» (από παράφραση του Θόδωρου – άρθρο στα Νέα «Ανάμεσα 3-9-1992») του ελληνικού πολιτισμού και αντίστοιχα η πηγαία άντληση απ’ την πολιτισμική μας κληρονομιά, χωρίς διαστρεβλωτικές και πατριδοκάπηλες εκμεταλλεύσεις του πολιτισμού μας. «Άλλωστε μακριά απ’ τη χώρα μου», έγραψε το 1992, «μπόρεσα να συμφιλιωθώ με γλώσσα ελληνική και τέχνη των προγόνων … Εκεί μακριά τις έβλεπα και τις ένιωθα σαν δημιουργική πρόκληση και όχι σαν κλήρο για νομή». Σε ένα κείμενο (Θεόδωρος Γεωργίου, 1994) για το «επικοινωνιακό «γλωσσικό παιχνίδι» του γλύπτη Θόδωρου», όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του, εντοπίζονται με πολλή προσοχή τα στοιχεία εκείνα, που προσδιορίζουν το «γλωσσικό παιχνίδι της γλυπτικής και της γραφής στις συνθήκες της επικοινωνιακής πραγματολογίας». Στην πραγματικότητα λοιπόν, ο γραπτός λόγος του συγγραφέα Θόδωρου, πέρα από την προσπάθεια να προσδώσει μια ολότητα στο έργο του, δομημένη και από άϋλα υλικά και ακόμα παραπέρα, από την αυτο-συμπληρωματική του διάσταση, λειτουργεί ως ενδιάμεσος κριτικός ή καταγγελτικός κρίκος, μεταξύ της λογικής σκέψης και της υποκειμενικής ανασφάλειας της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, ο λιτός και αιχμηρός λόγος του, εκπέμπει προτάσεις παιδείας για τα θέματα που θίγει, και οδηγεί – θέλουμε δεν θέλουμε – σε μια μορφή διαλόγου, σε πρώτη ανάγνωση μεταξύ του δημιουργού και του αποδέκτη της αισθητικής και σε δεύτερη, μεταξύ του ανθρώπου και του ανθρώπου. Ίσως ο Θόδωρος, σε τελευταία ανάλυση, να έδωσε μέσω καθημερινών δημοσιογραφικών θεμάτων, μια νέα διάσταση στην σκέψη, που προσλαμβάνει εκ των πραγμάτων, μια φιλοσοφική χροιά. Και εδώ μπαίνουν κάποια ερωτήματα : Ποιόν απασχολούν αυτά τα ερεθίσματα ; Σε τι βελτιώνουν την καθημερινή πρακτική των ανθρώπων ; Μήπως η εκφορά αυτού του λόγου αποτελεί εγωιστική τάση ενός βαθιά σκεπτόμενου δημιουργού ; Ή μήπως στους καιρούς που ζούμε, η εξωτερίκευση των πνευματικών ανησυχιών αποτελεί πολυτέλεια ; Η απάντηση σε όλα αυτά, συμπυκνώνεται σε μια λέξη : Παιδεία !

********************

 © Πάνος Καπώνης. 
1η δημοσίευση : logos.caponis.gr
2η δημοσίευση : Περιοδικό Παρουσία τεύχος #45,2008.
3η δημοσίευση : Περιδικού (δε)κατα τεύχος 27.
ΠΝΕΥΜΑ ΟΙΝΟΥ *
Όταν μια ή ένας συγγραφέας σε «κερνάει» από «το κρασί της προσωπικής του αλχημείας», αλχημεία που μπορεί να αρχίσει με την ανάγνωση ενός σχετικού βιβλίου, δεν περιμένει κανείς ότι θα βρεθεί – κυριολεκτικά – μέσα σε μια οινική λογοτεχνική συνωμοσία, ξενυχτώντας στη συνέχεια διαβάζοντας το. Χωρίς κρασί – φυσιολογικά – αλλά μόνο διαβάζοντας, δεν μπορεί κανείς να είναι συν-επαρμένος από το πνεύμα του οίνου που διαχέεται παντού, μέσα σε ένα μυθιστόρημα ή γενικά σε ένα λογοτεχνικό έργο.
Όμως, πέρα από το περίεργο και πρωτότυπο μιας τέτοιας θεματολογίας, ενός μυθιστορήματος ή ενός λογοτεχνικού έργου, στο οποίο ο βασικός ήρωας δεν έχει υλική υπόσταση – με την τρέχουσα έννοια του όρου – ή καλλίτερα ορατή υλική υπόσταση, αλλά είναι ένα πνεύμα, δηλαδή «το πνεύμα του οίνου», γύρω από το οποίο μπορεί να κινούνται πρόσωπα, καταστάσεις, μύθοι, ιστορία, συναισθήματα, υποσυνείδητες καταγραφές, παρελθόντες και μέλλοντες χρόνοι και πάνω από όλα, ο έρωτας, που μοιάζει να σε μεθάει, μπορεί να υπάρξει και μια εσώτερη διεργασία αναζήτησης της γοητείας που μπορεί πνευματικά να ασκήσουν οι οινικές δημιουργίες.
Κάτι τέτοιο συνέβη και σε μένα, έπειτα από την ανάγνωση κυρίως δύο λογοτεχνικών έργων – πέραν των άλλων αναγνωσμάτων – των μυθιστορημάτων της Ελένης Πριοβόλου(Το κρασί του έρωτα) και της Μαρίας Κυριάκη (Η πύλη του κρασιού), για τα οποία ο σχολιασμός ήρθε μόνος του από τα ίδια τα έργα. Σε αυτά όμως, μέσα από επαναλαμβανόμενες ιερές «διονυσιακές» τελετουργίες και εσώτερες διεργασίες, όχι μόνο πρόβαλε μια φιλοσοφία και πνευματική στάση ζωής, αλλά πέρα από την ευκαιριακή οπτική των συγκεκριμένων έργων λογοτεχνίας, ο μύθος του οίνου ή εξειδικεύοντας, του κρασιού του έρωτα, έδωσε το έναυσμα σε διανοητικά ερεθίσματα, αντιστρέφοντας τους χρησιμοποιούμενους, περισσότερο ως φόντο, μύθους, για την ανάδειξη διαχρονικά του πνεύματος του «οίνου» ως λογοτεχνικού λειτουργού, σε κάποιους άλλους χρόνους, όπου ιστορείται με εσωτερικά και εξωτερικά δρώμενα, η λειτουργία του «ιερού οίνου», που δημιουργήθηκε «εις το όνομα του Πατρός, της μάνας γης, του σύμπαντος κόσμου και της μεγάλης γενίκευσης, της ζωής», που μεθυστικά σε μεταφέρει σε ένα κόσμο ηδονής και ζάλης, θείων μυστηρίων και ερώτων, αύρας του Σύμπαντος και μοναστικής αυστηρότητας, ψυχολυτικών καταστάσεων και τελικά σε οδηγεί σ” ένα ταξίδι αντιθέσεων και συνθέσεων ζωής, σ” ένα ταξίδι σεπτού έρωτα που απελευθερώνεται μέσα απ” τις οινικές ζυμώσεις των συγγραφέων και των ποιητών.
Ας θυμηθούμε απ” τη Ελληνική Μυθολογία την ανάδυση του αρώματος και τη μέθη του οίνου που έμοιαζε με «νέκταρ των Θεών» και την θεοποίηση του Διόνυσου. Ο θεός αυτός, που σχετίζεται με τους εορτασμούς της βλάστησης, της ιερής τρέλας που προκαλεί η πόση του οίνου και της γονιμότητας, γεννιέται από τον μηρό του πατέρα του και παραδίδεται σε δώδεκα νύμφες ή υδάτινα πνεύματα, τις Υάδες, οι οποίες γίνονται τροφοί του θεϊκού αυτού παιδιού. Έτσι, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες τους, οι Υάδες εξυψώνονται στο ουράνιο στερέωμα όπου και λάμπουν ως ο αστερισμός των Πλειάδων.
Η λατρεία του Διονύσου είχε ως κοινό στοιχείο, στις λατρευτικές πρακτικές της, την έκσταση, ενίοτε δε και την οργιαστική φρενίτιδα, που απελευθερώνει (λύνει) τον άνθρωπο από τις φροντίδες της καθημερινότητας, προσδίδοντάς στον θεό την προσωνυμία Λύσιος. Ακόμη δε, είναι πολύ χαρακτηριστικό το ότι ο Διόνυσος συνδέεται πολύ με τον εκπληρωμένο έρωτα. Ας θυμηθούμε λοιπόν, ένα επίγραμμα του Ανακρέοντα στον θεό που αρχίζει με τις λέξεις «Ω Κύριε, που σύντροφοί σου στο παιχνίδι είναι ο ισχυρός Έρως, οι μαυρομάτες νύμφες και η Αφροδίτη!»
Είναι κοινός τόπος εξ άλλου στην αρχαία λογοτεχνία η άποψη, ότι ο οίνος είναι το αντίδοτο στις στενοχώριες και τις έννοιες της καθημερινής ζωής. Ο Ευριπίδης στις Βάκχες του (274-285) μας λέει μέσα από το στόμα του Τειρεσία, απευθυνόμενος στο βασιλιά των Θηβών Πενθέα, ο οποίος αντιδρούσε με μανία στην καθιέρωση της διονυσιακής λατρείας : «Δύο είναι νεαρέ μου,τα πρώτα αγαθά για τους ανθρώπους: η θεά Δήμητρα – η γη τουτέστιν, όπως σ’ αρέσει μπορείς και να την προσφωνείς. Αυτή τρέφει τους ανθρώπους με στερεά τροφή. Ο γόνος της Σεμέλης ήλθε αργότερα, αλλά ισάξια η προσφορά του:
του βότρυος το νάμα εφεύρεση κι εισαγωγή δική του στην κοινωνία των ανθρώπων. Διώχνει τη λύπη από τους ταλαίπωρους θνητούς, όταν τα σωθικά τους πλημμυρίσει της αμπέλου η ροή φέρνει τον ύπνο,
στη λήθη ρίχνει τις πίκρες της ημέρας, φάρμακο άλλο για τις δυστυχίες δεν υπάρχει της ζωής.
Θεός είναι ο οίνος και στους θεούς προσφέρεται σπονδή ώστε αυτός διασφαλίζει τα αγαθά στους ανθρώπους».
Ο οίνος και ο άρτος, το κρασί και τα δημητριακά δηλαδή, είναι τα ισορροπημένα προϊόντα του ανθρώπινου μόχθου, αναγόμενα όμως σε μια διάσταση, όπου η θεότητα και ο άνθρωπος ενώνονται. Η θεία έκσταση του οίνου θεωρούνταν στην αρχαιότητα, αλλά και στους μετακλασικούς χρόνους, ως η αόρατη εκδήλωση του πνεύματος που πεθαίνει και ανασταίνεται. Ο Οίνος, είχε καταστεί έτσι, το αρχέγονο σύμβολο της θείας κατάληψης. Οι αρχαίοι Έλληνες (αλλά και οι σημερινοί χωρίς να συνειδητοποιούν) αγάπησαν τον Διόνυσο και το κρασί, εκτιμώντας το γεγονός ότι τους βοηθούσε ανάλογα με την περίσταση να ξεχνούν τα βάσανα της ζωής, να έρχονται σε έκσταση ή να δημιουργούν ευχάριστη ατμόσφαιρα και κέφι στην συντροφιά. Το κρασί το εκτιμούσαν λαός και άρχοντες, μέσα από τα συμπόσια, καθώς και οι φιλόσοφοι όλων – σχεδόν – των ρευμάτων, από τους Προσωκρατικούς και τους Ιδεαλιστές (Πλάτων, Σωκράτης κ.ο.κ.) μέχρι τους Επικούρειους, όπως και οι αρχαίοι ποιητές, δεν παρέλειπαν να το υμνήσουν. Η συνήθεια των συμποσίων ξεκίνησε στην αρχαιότητα από την Ιωνία τον έβδομο αιώνα, σαν απομίμηση των συμποσίων των Λυδών και επεκτάθηκε και στους Έλληνες των ιστορικών χρόνων, όπου μετατράπηκε πλέον σε κοινωνικό θεσμό με κανονισμούς και καθορισμένη εθιμοτυπία. Ρίζα τους τα ιερά γεύματα, αλλά και η απλή χαρά της κοινωνικότητας και του ποτού. Δεν είναι τυχαίο ότι στα συμπόσια γεννήθηκε η λυρική ποίηση και ειδικότερα η ονομαζόμενη συμποσιακή ποίηση. Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων ο θεσμός του «πότου» είχε ένα χαρακτήρα ιδιαίτερης πνευματικότητας και κοινωνικότητας. Άλλωστε, καθόλου τυχαία ο Πλάτωνας τοποθέτησε τους φιλοσοφικούς διαλόγους για τον έρωτα στα πλαίσια ενός συμποσίου, καθώς θεωρούσε τα συμπόσια – όταν διεξάγονταν ορθά – ότι αποτελούν ένα σχολείο για τη διαμόρφωση σωστών χαρακτήρων, καθώς διδάσκουν στον άνθρωπο το καθήκον του άριστου πολίτη : «Συν μοι πίνε, συνήβα, συνέρα, συστεφανηφόρει / συν μοι μαινομένω μαίνεο, συν σώφρον σωφρόνει», δηλαδή, «Πίνε, μαζί μου, μαζί μου να χαίρεσαι τη νιότη σου, μαζί με μένα ερωτέψου, μαζί με μένα στεφανώσου, όταν είμαι τρελός και συ να είσαι, όταν συνέρχομαι και συ να σωφρονείς».
Έτσι, μέσα από την οινική έκσταση, αναδεικνύεται ο αέναος κύκλος της δημιουργίας, ο άνθρωπος και το Θείο, ο αρχέγονος ιστός που προβάλλεται με εθιμικές πράξεις, σύμβολα και μηνύματα μιας άλλης τάξης πραγμάτων, μιας άλλης ζωής που έχει τη δύναμη να φανερώνει τα σημάδια μιας πορείας εσωτερικής και κοινωνικής, όπου από την τελετουργία ξαναβρίσκει ο άνθρωπος τον τόπο και τον χρόνο απ” όπου ξεκίνησε ως άτομο και ως κοινωνικό ον. Με κάποιο τέτοιο τρόπο και η Τραγωδία, κατά τον Αριστοτέλη, προήλθε από το διθύραμβο, το τραγούδι δηλαδή προς τιμή του Διονύσου : «Πρώτος ν’ αρχίσω ξέρω το διθύραμβο / Του βασιλιά Διονύσου το ωραίο τραγούδι, / Όταν το κρασί μου κεραυνοβολήσει το μυαλό», ο δε ποιητής Αλκαίος συμβουλεύει : «Μήδεν άλλο φυτεύσεις πρότερο δένδρον αμπέλω» δηλαδή : «Πρώτο από όλα τα άλλα δένδρα φύτεψε αμπέλι!». Τα συμπόσια είχαν μεγάλη διάδοση και στην Μακεδονία και Θράκη, «Μακεδόνες δ” ουκ ηπίσταντο πίνειν ενταύτως αλλ” ευθέως εχρώντο μεγάγαις προπόσεσιν», όπου προσφέρονταν οίνοι από διάφορες περιοχές που έφεραν (και φέρουν και σήμερα) την ονομασία του τόπου των. Μένδιας οίνος, Ακάνθυος, Βιβλίνος – Θάσιος Ηθυμένος, Θάσιος Μεστές, Ισμάριος και ο περίφημος Μαρωνίτης. Στην «αμπελώεσσα» Θράκη, την κατάσπαρτη από αμπελώνες, οι θεοποιημένοι πρόγονοι Διόνυσος και Βάκχος, δίδαξαν την τέχνη της αμπελουργίας. Ο ισμαρικός οίνος του ποιητή Αρχίλοχου, δόθηκε από τον ιερέα του Απόλλωνος Μάρωνα (μυθικό οικιστή της Μαρώνειας στη Θράκη, που κατοικούσε στο ιερό άλσος Ίσμαρος) στον Οδησσέα, που με αυτό το κρασί κατά την παράδοση, ο Οδυσσέας μέθυσε τον Κύκλωπα Πολύφημο. Κατά τον Όμηρο (Οδύσσεια. Ι στιχ. 210) από τα κρασιά του Ίσμαρου «Μια κούπα μόνο αρκούσε σε 20 μέτρα νερό να ρίξει, κι απ’ το κροντήρι ευτύς ξεχύνουνταν γλυκιά ευωδιά ένα γύρο». Εκεί μάλιστα, αλλά και αλλού, προς «ευχαριστίαν του δοτήρος των καρπών», κατά τη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, προσφέρονταν στην εκκλησία σταφύλια, όπως είχε η αρχαία παράδοση, αλλά μετά την απόφαση της Γ’ Οικουμενικής συνόδου, η οποία όρισε, με ποινή καθαιρέσεως, η προσφορά των σταφυλιών να ευλογείται από ιερέα. Κατά τους Βυζαντινούς μάλιστα χρόνους, οι κλέπτοντες σταφύλια αφού εστερούντο των χιτώνων τους εμαστιγώνοντο δυνατά, εάν δε συνέβαινε να είναι οπορωφύλακες εστερούντο του μισθού τους. Λέγεται ότι στην κατάμεστη από αμπέλια γη τους οι Θρακιώτες, μη μπορώντας να διαθέσουν τον ευλογημένο καρπό λόγω ακατάλληλων μέσων επεξεργασίας άλλα και αφθονίας, χρησιμοποιούσαν κρασί αντί νερού στο μίγμα λάσπης για το κτίσιμο των σπιτιών. Ακόμα και μέχρι τα τελευταία χρόνια, ο τρύγος στη Θράκη, παρέμεινε τελετουργική γιορτή. Κάδοι, ληνοί, βαρέλια μεταφέρονταν με αμάξια που έσερναν στολισμένοι βούβαλοι με φούντες κουδούνια και μπιχλιπμιδωτά καπίστρια. Νέες, στολισμένες με στεφάνια από κλίματα, και νέοι προηγούντο της πομπής και τραγουδούσαν, χόρευαν και αστειεύονταν με την συνοδεία της γκάιντας, της λύρας και του ντεφιού. Και μετά τον τρύγο ακολουθούσε η τελετουργία των γλυκών από κρασί και μούστο : πετιμέζια, ρετσέλια, μουσταλευριές. Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, τον 3ο αιώνα, οι ριζωμένες από εκατοντάδες χρόνια συνήθειες των ανθρώπων σε σχέση με το κρασί και την επεξεργασία του, εξακολούθησαν επί αιώνες μετά την επικράτηση του. Οι “ληνοβάτες”, αυτοί δηλαδή που πατούσαν τα σταφύλια, φορούσαν μάσκες – παρά τον απαγορευτικό κανόνα της εν Τρούλλω Συνόδου, το 691 μ. Χ, – την ώρα που πατούσαν τα σταφύλια, τραγουδούσαν, θορυβούσαν και επικαλούνταν τον Διόνυσο.
Δεν είναι τυχαίο του ότι, ο χριστιανισμός δανείστηκε από τις αρχαίες θρησκείες τα πιο ιερά σύμβολα τους, δηλαδή την άμπελο και τον οίνο. Ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο λέει στους μαθητές του: «Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα». Ο Χριστός ως Άμπελος είναι ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα θέματα της ορθόδοξης εικονογραφίας. Η παράσταση εκφράζει την θεολογία της ενότητας «εν Χριστώ». Και αυτή η ενότητα, που δεν καταργεί την ετερότητα, θεμελιώνεται φυσικά στην αγάπη. Κοινωνία, ενότητα, αγάπη, μέθη νηφάλιος, γνώση αληθής, είναι οι πολύχυμοι καρποί του οίνου του μυστικού, κατά τον χριστιανισμό. Ο Γρηγόριος Νύσσης κάπου γράφει : Νηφάλιος μέθη «δι’ ής τοις ανθρώποις εκ των υλικών προς το θειότερον η έκστασις γίνεται». Έτσι, λόγω του ότι, ο «οίνος» (όπως και ο «άρτος») αποτελούσε πλέον όρο του χριστιανικού λειτουργικού – θρησκευτικού λεξιλογίου και μετατράπηκε δηλαδή σε «λέξη ταμπού», η λέξη «οίνος» αντικαταστάθηκε από τη λέξη «κρασί» κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Η κοινωνία όμως του Βυζαντίου είχε, δύο πλευρές : το επίσημο λαμπρό Βυζάντιο με το σταυρό στο ένα χέρι και στο άλλο το σπαθί ….. και την άλλη στη σκιά, στην οποία ζούσε ένα άλλο Βυζάντιο, εκείνο του αγρότη, του ταβερνιάρη, του αιρετικού ποιητή και του λόγιου με κριτική ματιά και επαναστατική διάθεση. Σ’ αυτούς λοιπόν είχε καταφύγει ο διωκόμενος Βάκχος και η «ευωχία του οίνου» του. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος είναι μεθυσμένος από μια όποια αγάπη, τελείως ξένη προς ψυχολογικές κατηγορίες και συναισθηματικές εξάρσεις, τότε θέλει να κεράσει και τους αγαπημένους του. Να τους καταστήσει κοινωνούς μιας «μεθυστικής» πραγματικότητας, μέσω του πνεύματος του οίνου ή όπως λέει μια αρχαία φράση : «ποτιώ σε από οίνου του μυρεψικού» (θα σε κερνούσα κρασί μυρωμένο), φράση, που έλεγε μια ερωτευμένη γυναίκα στον αγαπημένο της.
Έτσι λοιπόν το «πνεύμα του οίνου», επί χιλιετίες λειτούργησε ως πρωταγωνιστής στα λογοτεχνικά έργα και ιδιαίτερα στην ποίηση, είτε άμεσα ως πρόσωπο-άυλη ουσία, είτε έμμεσα, ως συντελεστής της εξομολογητικής διάθεσης των συγγραφέων, αλλά και ως συν-δημιουργός των λογοτεχνικών έργων.
Ένα καλό κρασί, με πορφυρό χρώμα ή στο χρώμα των ακτίνων του ήλιου, που αναδύει πλούσια αρώματα απ” τη γη, παλαιωμένο σε δρύινα βαρέλια, κάτω απ” τον ήχο των κρυστάλλων, οδηγεί τους μύστες της λογοτεχνικής δημιουργίας σε ατραπούς εμπνεύσεων, αλλά και μετά την δημιουργία, γιορταστικά ο οίνος «ευφραίνει καρδίας» στα σημερινά οινικά συμπόσια.
—————
* Καπώνης Πάνος 2009, ΠΝΕΥΜΑ ΟΙΝΟΥ, πηγή http://logos.caponis.gr/archives/227,   ως βιβλιογραφική αναφορά στην μεταπτυχιακή εργασία της Άννας-Χαλίνα Αρβανιτίδη, Ιούνιος 2010 με τίτλο «Μουσειογραφική μελέτη στην ύπαιθρο, διαμόρφωση θεματικού κήπου στον περιβάλλοντα χώρο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου στην Αθήνα». 

*****

ΤΑΜΕΙΟΝ ΛΟΓΟΥ Κώστας Τριανταφυλλίδης

Πάνος Καπώνης : Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παρουσία», τ. # 47, 2009.

Ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, ο δικός μου δάσκαλος από τα γυμνασιακά μου χρόνια, δεν είναι ο διάσημος συγγραφέας που προβάλλεται και προβάλει το έργο του, ούτε ο άνθρωπος που θα επιζητούσε ποτέ την δημοσιότητα. Πέρα από το προσωπικό συναισθηματικό μέρος του μαθητή προς τον καθηγητή του, στο δοκιμιακό αυτό σημείωμα μου, θα προσπαθήσω να αναδείξω, με όση αντικειμενικότητα  μπορώ, την διάσταση ενός φιλοσοφούντος συγγραφέα και κατ” εξοχή δοκιμιογράφου, ενός ανθρώπου που ανάλωσε τη ζωή του ανάμεσα στους χιλιάδες τόμους της βιβλιοθήκης του και στην παιδαγωγική του εκφορά, όχι μόνο ως δάσκαλος με την ακριβή σημασία της λέξης, αλλά και μέσα από τα γραπτά του, που είδαν συγκεντρωμένα το φως της δημοσιότητας με την έκδοση των βιβλίων του : «Ακροβασία» (1994) και «Ταμείον» (2004), στα οποία συγκέντρωσε τα κατά καιρούς δημοσιευθέντα δοκίμια του, από το 1973 μέχρι το 1994 στην «Ακροβασία» και από το 1994 μέχρι το 2004 στον τόμο «Ταμείον».

Αν θα θέλαμε να σκιαγραφήσουμε περιγραφικά τον συγγραφέα, θα αρκούσε ένα σταχυολόγημα από τους τίτλους των δοκιμίων του : » Έρως και μοναξιά», «Η δυναμική του ελάχιστου», «Το διάτρητο σώμα», «Η μεταφυσική της αδυναμίας», «Ο λόγος και η σιωπή», «Η γεωμετρία του Απέριττου», «Παρά θιν” αλώς», «Η αλήθεια ως Α-Λήθη», όπου μόνο με την ανάγνωση τους, μπορεί να διαπιστώσει κανείς την φιλοσοφημένη προβλγματική του Κ. Τριανταφυλλίδη πάνω σε θέματα που απασχολούν τον σκεπτόμενο σύγχρονο άνθρωπο. Όμως η επιγραφική ανάγνωση των κειμένων αυτών, προτρέπει τον υποψιασμένο αναγνώστη, στην εμβάθυνση των στοχασμών ενός ανήσυχου πνεύματος, που βιώνει την τραγικότητα των καιρών μας, την έλειψη της πνευματικής υποδομής των σύγχρονων Ελλήνων. Η συγγραφική ματιά του Τριανταφυλλίδη εκπέμπει αγνότητα χωρίς αφέλεια, σοφία χωρίς επιτήδευση, πνευματικότητα χωρίς την επίφαση προβολής, διαλογισμό χωρίς επιφανειακές ανα-τάσεις. Θέλω να πω, πέρα από οποιαδήποτε προσπάθεια εκ μέρους μου ωραιοποίησης της προσωπικότητας του συγγραφέα, ότι ο Κώστας Τριανταφυλλίδης κατάφερε να προσδώσει στον Λόγο με την δόκιμη χρήσησ της Ελληνικής γλώσσας – πρωτόγνωρη αυτή η γνώση για τους καιρούς μας – το πραγματικό νόημα των καταστάσεων και των θεμάτων που δια-χειρίζεται στα άρθρα του. Η τάση του, να προβληματίζεται και να προβληματίζει τον αναγνώστη ενεργό δέκτη των αναλύσεων του, που επί της ουσίας αποτελούν κείμενα με φιλοσοφικό υπόβαθρο, οδηγεί στην αφύπνιση των συνειδήσεων των σύγχρονων ανθρώπων – ιδία των σκεπτόμενων ανθρώπων – προς την κατεύθυνση της ανάκτησης των χαμένω [χαμένων;] αξιών του πολιτισμού, της ηθικής και κοινωνικής ζωής, της τέχνης, καθώς και των ανθρώπινων προβλημάτων κάτω από το πρίσμα μιας οπτικής «μπροστά στην αστραπή της θεότητος»(4), που εν γένει αποτελεί και μια αφετηρία των λόγων του.

Ο λόγος του συγγραφέα δεν είναι όμως υπερβατικός, με την έννοια της καταστρατήγησης της κοινής αντίληψης, παρ” όλον τον εμπλουτισμό της γραφής του με όλες τις ελληνικές λέξεις, όχι στην τυποποιημένη εκφορά τους, αλλά στην νοηματική τους καταγραφή. Αντίθετα, προσπαθεί μέσω των δοκιμίων του, να εμ-βάλει την αίσθηση – έστω – των νοημάτων του στην υπηρεσία του βίου, ενός βίου που κατά τον ίδιο τον συγγραφέα «διέπεται από μια παλινδρομική κίνηση ανάμεσα στο γενικό και το ειδικό (συνεπακόλουθα : τα καθόλου και τα επιμέρους, τα απρόσωπα και τα προσωπικά, την αφηρημένη ζωή και τη συγκεκριμένη και «καυτή» στιγμή του ζην».(5) Η αναφορά του «βίου» στον Τριανταφυλλίδη δεν είναι τυχαία. Ελπίζει πως με την διδαχή [επισήμανση] των ακριβών(6) του κειμένων, θα επανακάμψει ο σύγχρονος άνθρωπος στην ουσία της ύπαρξης του, η οποία έχει εγκλωβιστεί «στη δυναστεία του αριθμού και την κυριαρχία του όγκου»(7), αφού ο αριθμός, δηλαδή τα «πολλά» στις μάζες, τα υπάρχοντα και τις εκδηλώσεις είναι καταλυτικός. Στοχάζεται : «Το μηδέν (μη περαιτέρω) του «πολιτισμένου» δεν είναι στην τάξη της ποιότητας. Είναι στην τάξη της ποσότητας. Είναι στη γραμμή ολίγον-πολύ-πλέον-πλείστον, τα οποία είναι βαθμίδες του μετρήσιμου, όχι του μέτρου. Το μέτρον είναι στην τάξη της ποιότητας και είναι αδιαβάθμητο. Έχει μοναδική βαθμίδα το ΟΛΟΝ. Το «όλον» μπορεί να είναι το «πλείστον», μπορεί όμως να είναι το»ολίγον», ακόμα και το «ελάχιστον» (ας πούμε, ένα κελί, ένα χαμόγελο, ένα δάκρυ, ένα ανθρώπινο «χαίρε»!»Η φράση του δοκιμιογράφου «Το μέτρον είναι αμέτρητον», σηματοδοτεί και το όλο νόημα της εκ-παίδευσης του Τριανταφυλλίδη προς εμάς τους μαθητές, τους αναγνώστες, τους συν-ανθρώπους (για να χρησιμοποιήσω κι εγώ τη σήμανση των λέξεων που ενσωματώνει στα κείμενα του), ώστε να μπορέσουμε αντί των θεαμάτων, ν’ αντικρίσουμε τη θέα του κόσμου. Φυσικά, με τέτοια γνώση και επίγνωση, ο Τριανταφυλλίδης, δεν θα άφηνε έξω από τις θεματικές του επιλογές την ποίηση, παρ” όλο που δεν είναι ποιητής. Είναι όμως ποιητικός, όπως φαίνεται ξεκάθαρα και σε πρώτο και κυρίως σε δεύτερο επίπεδο, από τη γραφίδα του. Κι εδώ, οι αναφορές του και επισημάνσεις του, καλυμμένες σε ένα δοκιμιακό μανδύα, προσπαθούν να εντρυφήσουν στην βαθύτερη ουσία της ποίησης. Στο τέταρτο μέρος του τελευταίου βιβλίου «Περί ποιήσεως τινά…» αναφέρεται στα «όρια και μεθ-όρια» του λόγου και στην υπέρβαση του που αγγίζει την ποίηση, στην ερωτική ποίηση, στα «γιατί και για τι» της λογοτεχνίας, στην ανάγνωση [θα έλεγα ανα-γνώση] στο λόγο και την εικόνα κλπ. Για τον «ποιητικό» Τριανταφυλλίδη, η «Ποίηση είναι η μαγεία του λόγου», είναι ο «μετεωρισμός του λόγου» ανεξάρτητα εάν οι όποιες αναφορές του ανατρέχουν στο συλλογικό ή ατομικό ποιητικό σώμα. Η καταγραφή λοιπόν αυτής της «αίσθησης», δίνεται στα δοκίμια αυτά με τέτοιο τρόπο, που αν οι λέξεις χρησιμοποιηθούν από έναν ποιητή, θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα αυτοτελές ποίημα, όπως : «Το μηδέν κατευθύνεται πάσιν άνω κάτω /μπροστά στην ακύρωση, μια στιγμή απουσίας /στο φέγγος του σκοταδιού / και το χαμόγελο αυτής της μοναξιάς /μια εισβολή του αδύνατου / προς το τέλος / λευκό πανάκι της χίμαιρας» ή ακόμα «Σπινθήρας η μορφή σου / το Α και Ω του θεάματος / μετά απ” αυτή δεν υπάρχει τίποτα / Είναι το παν της οπτικής / ο λόγος της σιωπής.(8) Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο ποιητής αρχίζει από το τίποτα. Δεν κατασκευάζει από «κάτι», αλλά είναι δημιουργός μιας «αχειροποίητης» δημιουργίας, μιας ά-μεσης και ενορατικής σύλληψης του όντος (ακριβώς έτσι λέει ο Τριανταφυλλίδης) «σύν-λήψη, παναπεί όλον!». Ο λόγος αυτός δεν χρειάζεται τεκμηρίωση, γιατί η Ποίηση είναι αισθητική και δεν τεκμηριώνεται. Είναι – όπως χαρακτηριστικά αναφέρει – «Είναι αενάως «νυν»: μια στιγμή αιωνιότης ή αιώνια στιγμή». Εξειδικεύοντας τους στοχασμούς του, επικεντρώνεται στην ερωτική ποίηση, την οποία θεωρεί ως ένα ευπαθές σημείο τομής της γέννας και της ομορφιάς, όπου συναντιέται ο Έρωτας και η Ποίηση, αλλά ο Κ. Τριανταφυλλίδης διευρύνει την έννοια της, ως μυστικής έλξης προς κάθε στοιχείο ζωής. Προτάσσει δε και έναν λόγο του Juan Ramon Jimenez : «Το κορμί σου μαζί με την ψυχή μου, αγαπημένη, και το δικό μου κορμί μαζί με την ψυχή σου».(9) Εν τέλει ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, με τα γραπτά του, αλλά και μεταφορικά με τη «διδασκαλία» του, χάραξε μια «τέχνη» της σκέψης, αυτής της ουσιαστικής σκέψης που έχουμε πάντα ανάγκη ως σκεπτόμενοι άνθρωποι, έστω και εάν λειτουργεί απλά ως διαδικασία διέγερσης των αποκοιμισμένων εγκεφαλικών μας κυττάρων.

____ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ_______

(1) Εκδόσεις Αρμός, (2) Έκδοση του περιοδικού «Ευθύνη» στη σειρά «Αναλόγιο», Σεπτέμβριος 2004, (3) Τα δικίμια του Ταμείον δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ευθύνη» από τον Δεκέμβριο 1994 μέχρι και τον Αύγουστο 2004, (4) Ελένη Χωρεάνθη, περ. Παρουσία 32/2005, (5) «Η ζωή και το ζην», Ταμείον σελ. 39, (6) Με την έννοια τόσο της ακριβούς γραφής, όσο και του πλούσιου βάρους των λέξεων, (7) Ο πνευματικός μηδενισμός της Ευρώπης, Ταμείον σελ. 101, (8) Είναι μια απόπειρα ποιήματος από τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν στο δοκίμιο «περί ποιήσεως τινά…» για να καταδειχθεί η ποιητικότητα των φράσεων του Κ. Τριανταφυλλίδη, (9) Μτφρ Πέτρου Δήμα.

 

 

© Πάνος Καπώνης. Στο τεύχος #46, 2008 του περιoδικού Παρουσία δημοσιεύτηκε το δοκίμιο :

ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ ΖΩΗΣ – Έλλη Γιαννοπούλου

Το επίσημο βιογραφικό της Έλλης Γιαννοπούλου, όπως εμφανίζεται στα λεξικά είναι επιγραμματικό : «Αγρίνιο 1930. Ποιήτρια. Εργάσθηκε στο Γεν. Λογιστήριο του Κράτους. Εμφανίσθηκε στα γράμματα δημοσιεύοντας ποιήματα & παραμύθια (Δαμασκός 1955). Έργα : “Απόπειρα απεγνωσμένης ευτυχίας” (1977), “Ήμουν εκεί” (1981), “Το δίκιο των εντόμων” (1983), “Πήλινο σώμα” (1998), “Από μακρύ ταξίδι” (2002), “Μη ρωτήσεις γιατί βρέχει” (2004)».

Το 2008, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Εριφύλη” η τελευταία της ποιητική συλλογή “Μεθεόρτια της λύπης”,ενώ το 2006 το βιβλίο για παιδιά “Ο κήπος με τα παραμύθια” από τις εκδόσεις “Δαμασκός”.
Όμως, πέρα από το επίσημο βιογραφικό, γνώρισα την Έλλη όταν και οι δύο βρεθήκαμε ως μέλη του Δ. Σ. της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών. Έτσι είχα τη χαρά να γνωρίσω από κοντά έναν γλυκύτατο και σεμνό άνθρωπο, μια ποιήτρια και μια παραμυθού, που όσο τη γνώριζα, είχα την αίσθηση πως υπογράμμιζε πάντα και προς όλους με την ευαισθησία και συμπεριφορά της το μήνυμα που εμπεριέχεται στους στίχους της :
«Εδώ ας σταθώ
στα όρια παρακμής και θριάμβου
Έχω πολλά να κάνω εδώ
για το ποίμνιο που σκόρπισε ασυνόδευτο
των στίχων μου κι ακόμα περισσότερα
για την αποπεράτωση της περιβλέπτου
αμοιβαιότητος που ξεκινήσαμε μαζί»

Χωρίς να επιθυμώ να ερμηνεύσω τους στίχους της, θα σταθώ στο βιωματικό στοιχείο που υποδόρια ώθησε τη γραφή της στην ανάπλαση μιας ειλικρινούς ευαισθησίας, μπορώ να πω τρυφερότητας, που διαχέεται τόσο στα ποιήματα της, όσο και στα παραμύθια που κατά καιρούς εξέδωσε. («Ο καλός φίλος» [1953], «Κόκκινη κλωστή δεμένη» [1954], «Το κουκί και το ρεβύθι» [1955). Πίσω βέβαια από την ευαισθησία υπάρχει και μια αγνότητα, ίσως (κυρίως στους στίχους της) και ένας ανάλαφρος, αλλά λυγμικός ερωτισμός : «Ένας έρωτας για ν’ αρτιωθεί / χρειάζεται τη σταύρωση / Με βρήκαν που έπαιζα πεντόβολα με τα παιδιά / στην ακρογιαλιά και με παρέδωσαν στους ανιόντες» (“Φωνή βοώντος”) ή στο ποίημα “Λειψυδρία τέλος” : «Ασταθής ο έρωτας του πλησίον. Έρχεται, φεύγει / κι επιστρέφει για να πάρει τον αφηρημένο / χάστηκε στη στάση. Λειψυδρία τέλος!»

Η γλυκιά λοιπόν κυρία Έλλη Γιαννοπούλου, χωρίς πλέον καμιά επισφαλή ισορροπία στη ζωή της, δεν ερωτοτροπεί πλέον με την υστεροφημία της (όπως γράφει σε ένα ποίημα της), αλλά έχει εξασφαλίσει την υστεροφημία με τα πεζά και (έμμετρα και μη) ποιητικά της έργα, όπως με το τελευταίο της και πιο συμπαγές ποιητικό “σώμα”, περισσότερο από το “Πήλινο σώμα” του 1998.

 Κανένας θάνατος

«Κανένας θάνατος δεν είναι μόνο θάνατος / έχει και τη σκόνη από τη χθεσινή αναλαμπή / που χάλκεψε ελπίδες, έχει και την τέφρα / από την έκλαμψη της αυριανής καταιγίδας. / Κανένας θάνατος δεν είναι μόνο θάνατος / από την πρώτη κιόλας στιγμή / Αρχίζει να μιλάει ο χρόνος. / Αποδεκατισμένο το παρόν / υποθηκευμένο το μέλλον στο παρελθόν / από μέσα φέγγουν ώρες θριάμβου / γενεών αμαρτημάτων / και των εαυτού αγνοημάτων. / Κανένας θάνατος δεν είναι μόνο θάνατος. / Είναι και οι Άλλοι. / Χαϊδεύοντας ακόμα τη ζεστή ακινησία / η τέφρα επισωρεύεται.»

Για την Έλλη Γιαννοπούλου ισχύει μια διαπίστωση που γράφτηκε σε ένα δοκίμιο, ότι οι ποιήτριες, όταν αφήνονται στις δυνάμεις τους γράφουν επιτυχημένα γιατί “η ποίηση τους είναι μια αποκάλυψη του κόσμου, του στενού, του ευρύ, του πλατύτερου, όπως τον ζουν και όπως τον βλέπουν. Είναι μια εξομολόγηση”. Πέρα όμως από την παραπάνω αληθινή διαπίστωση, η Αγρινιώτισα ποιήτρια επίμονα αναζητά και τους όρους μιας ουσιαστικής ηθικής, ισορροπώντας τις έντονες μνήμες με την σάρκωση ενός λόγου ο οποίος πηγαία αναδεικνύει την αλήθεια, έστω και μέσα από έναν συμβολισμό που συνυπάρχει με τον ρεαλισμό, στοιχεία που εμφανώς διαχέονται στην ποίηση της και ιδιαίτερα στο βιβλίο “Από μακρύ ταξίδι” (2002), αλλά και πιο έντονα στην τελευταία της συλλογή. Ο συναισθηματισμός στον οποίο βασίζεται η απαρχή της γένεσης των στίχων στα ποιήματά της, μετουσιώνεται σε μια ρευστή αλλά έντονη έκφραση ιδιαίτερων βιωμάτων, προσωπικών εμπνεύσεων, υπαρξιακών στοχασμών, με συμβολικές αναφορές είτε ως αλληγορία πολλές φορές, είτε με την υποδήλωση μηνυμάτων, αλλά και παράλληλα με την δυναμική μιας ρεαλιστικής έκφανσης της αλήθειας “για την οποία μας διαβεβαιώνουν τόσο οι αισθήσεις, όσο και η αισθητική του ποιητικού και ποιοτικού της λόγου”.Ανάμεσα βέβαια από αυτά τα στοιχεία, στους στοίχους της Έλλης, πλανάται το “απεγνωσμένο” που μετουσιώνεται “σ’ έναν λεπτό, σαν αιθέριο λυρισμό”, λυρισμό ο οποίος βγαίνει προς τα έξω με εικόνες και μια διάλεκτο που ανήκει αποκλειστικά στην ποιήτρια. Σε ένα χαρακτηριστικό της ποίημα του 1986, περιτριγυρισμένο με ένα σχέδιο του Ορνεράκη, (προσωπικά το θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα ποιήματα που έχω διαβάσει για την μητέρα) η Γιαννοπούλου εκφράζεται λυρικά και ιδιόμορφα ρεαλιστικά, χωρίς να απεμπολεί τα στοιχεία της συμβολικής γραφής :

Ευκλιματούσα

«Η μητέρα μου ήταν μια γλάστρα / σ’ ένα απ’ τα παράθυρα του ήλιου. / Τα μάτια της πάντα άγρυπνα / σ’ ανατολή και δύση, / τα χέρια της αχνίζανε / βασιλικό και δυόσμο. / Στο τραπέζι που έστρωνε, / σαν μυστικός δείπνος, / δεν έλειπε κανείς, / η πόρτα της πάντα ανοιχτή / στις τέσσερις εποχές./ Η μητέρα μου / δεν αντιμίλησε ποτέ στους ανέμους, / δεν αντιστάθηκε στα δάκρυα./ Πέρασε απ’ τη ζωή με βήμα ήπιο / και σαν τα κυπαρίσσια / κι όπου το χέρι προκοπή / κι όπου το πόδι πέτρα. / Κι από τη ρίζα της σοφά / θρεμμένες εφτά λεύκες / στεγνώνουνε στο σύννεφο / τη δίχρωμη λύπη τους».

Ένα άλλο στοιχείο που υποδόρια αναφαίνεται σε πολλά ποιήματά της, είναι ένα θρησκευτικό συναίσθημα που όμως δεν έχει τον χαρακτήρα της εμμονής, αλλά χρησιμοποιείται για την διάνθιση του λόγου και πέρα από αυτό για άρσεις πνευματικές και λυρικές ανατάσεις, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε κατά την απονομή σε αυτήν του βραβείου ποίησης του Φιλολογικού Ομίλου Χίου το 2003.09 Είναι φυσικό, λόγω βιωμάτων, να ενσωματώνονται στη ποιητική της γλώσσα λέξεις εκκλησιαστικής ορολογίας, οι οποίες χαρίζουν υπερρεαλιστικά στοιχεία στην όλη ποιητική λειτουργία. Πίσω όμως από την ευαισθησία, τον λυρισμό και την λεπτή αίσθηση της τρυφερότητας που εκπέμπουν τα ποιήματα της Γιαννοπούλου, κρύβεται επιμελώς ένας περήφανος “ανδρισμός” που εκφέρεται με τον καταπληκτικό στίχο της συλλογής “Από μακρύ ταξίδι” (2002) : “τι άλλο να κάνει μια γυναίκα που δεν είναι μονάχα γυναίκα” !! Σταχυολογώ από το ίδιο βιβλίο δύο χαρακτηριστικά ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά :

Τηλεφωνική Εικασία0

«Θέλω να σε ακούσω πότε-πότε / γι’ αυτό επισκέπτομαι εκείνο το αίθριο / της εξομολόγησης, που ξέχασες εσύ / τη φωνή σου, όπως άλλοι ξεχνάνε / την κάρτα τους στη συσκευή. / Εκεί βόσκει και η δική μου φωνή / στο σιωπητήριο γρασίδι./ Έτσι / σ’ ακούω εγώ και χωρίς να με καλέσεις / μ’ ακούς κι εσύ χωρίς να διαταράσσεται / το νόημα της ουσίας./ Απερινόητη συν-ουσία».

Η Εξόριστη1

«Κερί που λιώνει στον άρρωστο Σεπτέμβρη – / Ένα τριμμένο σάλι κι ένα θλιμμένο πείσμα. / Κι αδειάζοντας τα μάτια της στην πόρτα / το θάνατο που ερχόταν ξεγελούσε – / Μα εκείνη γι’ άλλο πάσχιζε. / Όταν ήλθε, ψιλή βροχή με τη βαλίτσα της / όλοι απόρησαν φυσάει, της είπαν στους διαδρόμους / και στα σαλόνια των ξενοδοχείων, όπως στα σταυροδρόμια./ Και στα δωμάτια οι αποσκευές, μένουν αποσκευές. / Μα εκείνη γι’ άλλο πάσχιζε. / Σαν όλες τις τιμωρημένες – για τη σπατάλη / του αίματος – μητέρες, την αμαρτία στην εξορία / να ξερκίσει πάσχιζε. (Είναι κωφάλαλο το πλήθος)./ Και στη μετάνοια θητεύοντας τα χωρισμένα μέλη της / στη συνοχή, προσβλέποντας στο θαύμα. / Στηριγμένη στο μπράτσο της τραπεζοκόμου / έσερνε το βήμα της σ’ ένα μοναχικό Σεπτέμβρη. / Κι όταν την είδαν λυγισμένο κρίνο στο τραπέζι / κι ας μην την πίστευαν, σ’ άλλο τραπέζι / εκείνη ευφραίνονταν και γύρω της παιδιά κι εγγόνια»./ 

Η Έλλη Γιαννοπούλου είναι μια ξεχωριστή – κυριολεκτικά – παρουσία στον χώρο της σύγχρονης γυναικείας – και όχι μόνο – ποίησης. Η ποίηση της πέρα από το ότι κοινωνεί την ομορφιά και την αλήθεια, διαμορφώνει μια βαθιά υπαρξιακή ατμόσφαιρα, μέσα από μια αισιόδοξη μελαγχολία “εκπέμποντας σε χαμηλούς τόνους υπόγειες εκρήξεις παθών κι ανομολόγητους καημούς των αστεριών”13 και απευθύνει προς όλους ένα μήνυμα με μια ερωτική προσευχή, και ταυτόχρονα με ένα δοξαστικό για τη Γυναίκα, που έχει δικαίωμα στην αμαρτία, στο λάθος, σ’ ένα κολύμπι “ στ’ απόνερα άγνωστων συγκινήσεων” και σε “νύξεις ακολασίας”, όπως λέει στο ποίημα της “Ελαχίστου πολίτευμα”14 :

ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ

«Κύριε / Ως ελάχιστος δεν έχω σχέση με τα μεγέθη / δεν συμμετέχω σε αγρυπνίες γονυκλισίες / και άλλα εμπράγματα αιτήματα. / Παντός καιρού πολίτευμα / η λιτότης. / Έχοντας θριαμβεύσει στην αισιοδοξία / αφήνω να με λεηλατούν / η φιλάσθενη κράση μου δεν επιδέχεται / τη χειρωναξία της επιφύλαξης./ Ως εφήμερος αισθάνομαι μακροβιότερος / χωρίς τη μέριμνα των μελλόντων αγαθών. / Αν και ολιγόπιστος προσβλέπω / στην αιωνιότητα της στιγμής. / Στον αιώνα της πολυγλωσσίας / δεν κατέχω άλλη πάρεξ / την ερωτική γλώσσα της Καταλλαγής. / Με την αφιλία και την προδοσία καθαρίζει / η έκπληξη των διεσταλμένων ματιών, / γιατί εγώ μια ζωή στο φαγοπότι της καρδιάς / έχασα τη φωνή μου και τώρα “ως στρουθίον μονάζον” / τραυλίζω το τραγούδι μου. / Κύριε / Η αρετή ξεραίνει τις ρίζες του μυαλού μου / για ναμείνω χλωρός χρειάζομαι την υγρασία / του ζωϊκού νοήματος που με περιέχει. / Τρωτός στην πολυπλοκότητα της επιθυμίας / ερωτοτροπώ με την υστεροφημία / αλλά και το πήλινο σώμα μου επαμφοτερίζει. / Φιλαμαρτήμων περιέργεια πυροδοτεί εκρήξεις / στ’ απόνερα άγνωστων συγκινήσεων – / νύξεις ακολασίας / γι’ αυτό, Κύριε, επιμένω εμπιστευτικά / ελάχιστος το πολίτευμα».

Ο έρωτας είτε με Έψιλον κεφαλαίο είτε με οποιαδήποτε τρυφερή μορφή ζωής, είναι για την Έλλη Γιαννοπούλου ότι πιο ωραίο και δημιουργικό υπάρχει στον κόσμο. Και μέσα από τον έρωτα η πολύ καλή μας και ευαίσθητη ποιήτρια-γυναίκα, μας κληροδοτεί διαχρονικά το μήνυμα : “ΓΕΡΝΑΕΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΕΙ” : 

ΑΜΑΧΗΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

«Κι έπειτα ήλθε ο έρωτας με πειστήρια / και αμάχητα τεκμήρια κι ας λέγαν / άλλα τα προγνωστικά στους καθρέφτες. / Μπήκε στην επικράτεια του ύπνου / όπως ο Νυμφίος “εν των μέσω της νυκτός” / και αξίωσε την αναβάθμιση των αισθήσεων / παραβιάζοντας την ασυλία του οικοσυστήματος / γερνάει όποιος δεν αγαπιέται / Τότε γυρίζει και του λέει : / ήταν μια φορά στα χρόνια της τιμωρίας / μια αθωότητα και περίμενε / έμφοβη του φθίνοντος χρόνου / τις αλκυονίδες του έρωτα για να εμπιστευτεί / το λυρισμό της. / Οι χειμώνες όμως απρόβλεπτοι / _ όπως και οι τυφώνες _ την έμαθαν / ν’ ακούει τα άλαλα / να συμφωνεί με τα κωφάλαλα και να ορθοτομεί / τη δική της αμάχητη αλήθεια _ γερνάει όποιος δεν αγαπάει».

Έτσι λοιπόν πορεύεται η Έλλη Γιαννοπούλου σε έναν ποιητικό δρόμο αισθημάτων από χρόνια και «από λόγο σε δυνατό αντίλογο …» έ, λοιπόν κυρία Έλλη «ας κουράζεται η αγάπη».15

________________ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ : Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σελ. 395, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, Ποίημα «Ισόβια», συλλογή “Πήλινο Σώμα”, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1998, Το κείμενο στο πρωτότυπο είναι στη πολυτονική γραφή, Συλλογή “Μεθεόρτια της λύπης” Αθήνα 2008 απ’ όπου και το ποίημα “κανένας θάνατος”,Άρθρο του Γ. Π. Αναγνωστόπουλου με τίτλο “Αιτωλοακαρνανίας ποιήτριες”, Επιθεώρηση λόγου & τέχνης “παρουσία”, τεύχος 45/2008,Επισήμανση του Κώστα Τριανταφυλλίδη σε ένα γράμμα του (5-2-2003) στην Ε. Γιαννοπούλου,Εύη Παπαδήμα, εφημερία Έρευνα, 27-9-2007,Κριτική του Ανδρέα Καραντώνη για το βιβλίο της Ε. Γιαννοπούλου “Απόπειρα απεγνωσμένης ευτυχίας”, περιοδικό Νέα Εστία, 1-4-1978,Περιοδικό Ιωλκός 2003, χαρακτηρισμός του Διονύση Μαγκλιβέρα, περιοδικό Πολιτικά Θέματα, 15-3-2002, Περιοδικό η λέξη, Περιδικό Νέα Εστία, τεύχος 1594, 1-12-1993, Δ. Καράμβαλης, περιοδικό Νέα Αριάδνη, “Πήλινο Σώμα”, σελ. 14, Τα εντός εισαγωγικών από γράμμα στην Έλλη Γιαννοπούλου της ποιήτριας ακαδημαϊκού Κικής Δημουλά στις 9-1-2009.

*****


© 
Πάνος Καπώνης. Στο τεύχος # 6, 2006 του περιδικού (δε)κατα δημοσιεύτηκε το δοκίμιο :

Ο ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ ΠΟΙΗΤΗΣ

Θωμάς Γκόρπας [1935-2003]

«Καλώς τη διάλυση λοιπόν, καλώς τον σπαραγμό των άστρων μέσα στη χτεσινή εφημερίδα, καλώς τον σπαραγμό των φίλων μέσα στη χτεσινή ταβέρνα που την πέθαναν γιατί τους πέθανε, καλώς τα καλαμποκότσανα και στην κορφή κανέλα…» 

(6 Σεπτεμβρίου 1980).

Αυτό το ανέκδοτο κείμενο του συμπατριώτη μου και φίλου από το 1970 Θωμά Γκόρπα, βρήκα δημοσιευμένο το 2001 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Παρουσία» της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών, στο τεύχος 18 που ήταν αφιερωμένο στον ίδιο και το έργο του. Και επειδή απουσίαζα απ΄ αυτή τη σημαντική εκδήλωση, όπως γενικά ήμουν απών από την στίλβουσα επιφάνεια των λογοτεχνικών μας δρώμενων, ένοιωσα αυτό που έγραψε κάποτε ο Θωμάς : 

«Αναμνήσεις…και κάποτε τις τρώμε και γίνονται αίμα».

Αλλά και τύψεις για τις απουσίες μου, τώρα που η απουσία εκείνου βγάζει στο φως τις μαγικές εικόνες ενός ποιητή, που δεν δημιουργούσε μόνο ποίηση, αλλά ζούσε μέσα στην ποίηση, ενός τραγικά ευαίσθητου και παρεξηγημένου πνεύματος που ήθελε να καταργήσει τον ουρανό, να καταργήσει τη γη και ν΄ αφήσει

«μόνο ένα ουζερί/ για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό /και συ να περνάς απ΄ έξω».

Πιστεύω ότι μερικές φορές, κάτω από την επιφάνεια και τα φώτα, στο καταγώγιο και το σκοτάδι, ταξιδεύεις σε φωτεινά μονοπάτια. Με το ρεμπέτικο μέσα στην υγρασία των καιρών, αναδύεσαι στην έκσταση. Μες τα υπόγεια ρεύματα αναδεικνύεις καθαγιασμένη τη ψυχή σου.
Αυτό έκανε ο Γκόρπας. Γνήσιος μποέμ, μπιτ ποιητής (όπως τον ονόμασαν) πριν απ΄ αυτούς, καλοσυνάτος φωνακλάς, ασυμβίβαστος, αγενής στην αστική ευγένεια, με πικρό στόμα απ΄ τα πολλά και βαριά τσιγάρα. «Δε μετάνιωσα για κανένα απ΄ τα χιλιάδες φαρμακωμένα τσιγάρα μέσα στα καλοκαίρια» είπε (Ιανουάριος 1978), «και μετάνιωσα για τόσα ωραία πράγματα».
Είπε όμως κι΄ έγραψε κι άλλα η ψυχή του Γκόρπα, που τα εμπιστεύτηκε μετά από χρόνια στους συμπατριώτες του, πιστός σε αυτό που είπε το 1957, όταν εκδόθηκε ο «Σπασμένος καιρός» : «Δεν μ΄ ενδιέφερε ποτέ η δημοσίευση της δουλειάς μου, μ΄ ενδιέφερε πάντα η δουλειά μου»3. Αυτό το έλεγε πάντα, το πίστευε και έτσι κάπως χάραζε και την εικόνα της ζωής του.

«Μακριά καλοκαίρια της Αθήνας με κοντομάνικο άσπρο πουκάμισο. Να γυρίζω με το τελευταίο λεωφορείο ή με ταξί του μερακλή που νοιώθει άνετος και πλούσιος και είναι. Και να μην με πιάνει ύπνος. Να καίγομαι να γράψω και να μην μπορώ. Να καίγομαι. Να λείπουν όλα. Αν δεν έλειπαν πως θα υπήρχα ακόμα ; Μήπως μας αγαπάνε πεθαμένους μέσα στα ποιήματα ; Πόσα χωράνε μέσα στα ποιήματα ; Πως αερίζονται, πως δροσίζονται, πως ζεσταίνονται πως κάνουν Αχχχ .…. Χωράει ένα καλοκαιρινό Ευκάλυπτο μέσα σ΄ ένα ποίημα ; Μέσα σε χίλια ποιήματα ;…»4.

Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο να πω.
Όλα χωράνε μέσα στο παραπάνω κείμενο, σε αυτό και στην πλατειά του αγάπη στους ανθρώπους, τη φύση, την ομορφιά που λάμπει και φεύγει, την ποίηση.
«Η ποίηση είναι κι αυτή ένα μεροκάματο», έγραψε ο Γκόρπας τον Απρίλη του 1990 στην ΑίγιναΜ΄ αυτό το μεροκάματο έφυγε ο Θωμάς τον Απρίλη του 2003.
1970-71. Στο σπίτι του Δημήτρη Ιατρόπουλου για αρκετό καιρό ετοιμάζουμε την ιστορική πια «Αντι-Ανθολογία»5. Ο Θωμάς βασικός συντελεστής της (επίσημα σύμβουλος έκδοσης), καπνίζοντας αρειμάνια, ήταν αυστηρός στην κρίση του.
Εκεί γνωριστήκαμε –φοιτητής εγώ τότε – για πρώτη φορά. Θες η κοινή καταγωγή τόπου και διαμορφούμενης για μένα στάσης ζωής ; Θες το κλίμα της εποχής εκείνης μέσα από το οποίο ξεπήδησε η γενιά των ποιητών του ΄70, μας έδεσε σε μια «υπόγεια» φιλία, που ανεξάρτητα απ΄ τις δικές μου «απουσίες», έβαινε παράλληλα στον «Μεγάλο Δρόμο». Στον δρόμο που οδηγούσε πάντα στην έμπνευση, στην πάτρια γη μας, αυτόν στο Μεσολόγγι, εμένα στο Αγρίνιο και τους δυο μας στην ποίηση.
Έτσι και με τη βοήθεια του Θωμά, ενσωμάτωσε η Τζένη Μαστοράκη στην Αντι Ανθολογία την πρώτη της ποιητική συλλογή «Το συναξάρι της άγιας νιότης» κι εγώ την δική μου πρώτη «Κοκτέϊλ»6. 
Τι βράδια και κείνα. Ατέλειωτες συζητήσεις (περί πνεύματος και πνευμάτων, περί ποιητικής και ποιητών, περί επανάστασης στο Λόγο, περί πολιτικής και δικτατορίας, περί έρωτος και λαϊκής μουσικής παράδοσης κλπ-κλπ) κι ο Γκόρπας, βέρος Μεσολογγίτης με τις ρουμελιώτικες εξάρσεις του, να ανατέμνει τη ποιητική παράδοση της γενιάς του 30, να μας διαβάζει τα κυκλοθυμικά του ποιήματα (που μετά τα συγκέντρωσε στο «Πανόραμα») και να ξεκαθαρίζει πάντα τη θέση του απέναντι στις ιδέες, την κοινωνία, τους ποιητές, την ψυχή του.
Έκτοτε, καθώς λένε και μέχρι να φύγει για το Παρίσι, κάναμε πότε-πότε παρέα ή συναντιόμαστε στον «Ηνίοχο»7, το βιβλιοπωλείο-εντευκτήριο-στέκι του ποιητών Θανάση Νιάρχου, Αλέκου Φλωράκη και Γιάννη Κοντού στη Σόλωνος. 
Κάπου είχα διαβάσει, νομίζω μια κριτική του αείμνηστου Βασίλη Στεριάδη, όπου έγραφε για τον Γκόρπα ότι είναι ένας ποιητής «με περίεργες επιφάνειες». Πράγματι, ο Θωμάς, διακήρυττε ότι «η επανάσταση, η αλλαγή στην τέχνη όπως και στη ζωή έρχεται από τους λοξούς». Αυτό τόπε και δημόσια στον χαιρετισμό που έκανε στην εκδήλωση προς τιμή του της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών στις 3-12-2001. 
Αυτό ήταν και βίωμα, τόσο πραγματικό όσο και ποιητικό για έναν γνήσιο ποιητή – σύγχρονο και εις τους αιώνες των αιώνων – που προπορεύτηκε δέκα χρόνια πριν από τη δική μας γενιά του ΄70, σε ποιητικούς δρόμους δύσκολους, μεθυσμένους, τραγικούς, εσωτερικούς και μοντέρνους, αντινατουραλιστικούς και ρυθμικούς, που ξύπνησαν τη νυσταλέα ποιητική νιρβάνα. 
Δεν αντέχω να μην αντιγράψω ένα δικό του πεζό κομμάτι του 1967, μετά την δικτατορία, μέσα στο οποίο φαίνεται ή πίσω πλευρά των φαινομενικά σκληρών, άγαρμπων, ωμών και πολλές φορές δήθεν χυδαίων «επιπέδων» της ποίησης του :

«Αγνάντια πάνω στον ουρανό των παιδικών μου χρόνων δεν ζητάω παρά μονάχα να βρεθεί κάποιος να μου ανάβει το τσιγάρο μου. Και οι φιλοδοξίες μου αυτομάτως θα επιστρέψουν στις φυσιολογικές τους διαστάσεις. Να μπορώ κι εγώ άνετα να θυμάμαι τα ξεχασμένα αξέχαστα. Ένα πελαργό σε καμπαναριό, ένα γλάρο πάνω απ΄ τη θάλασσα, φεγγάρια ν΄ ανατέλλουν, φεγγάρια να δύουν μεσολογγίτικα, μελαγχολικές πολύ μελαγχολικές γυναίκες, ταβερνόβιους άντρες ως τα χαράματα, ένα επιτάφιο ακατανίκητης δροσιάς και γοητείας, το φίλο μου το Γιάννη το μαραγκό που τραγουδούσε στην Κατοχή, όπως τραγουδάει τώρα ο Καζαντζίδης, τα χαμομήλια τ΄ Αη Δημήτρη, τις σκονισμένες αγκινάρες στα χείλη της ασφάλτου και της Κυρα Ρήνης το Κάστρο….»8.

Όποιος δεν έχει ζήσει έστω και λίγο στο Μεσολόγγι, δεν μπορεί να καταλάβει ουσιαστικά τον Θωμά Γκόρπα. Αυτό το ασήκωτο βάρος της έρημης δόξας, η ατίθαση φύση του ρουμελιώτη ευαίσθητου άντρα, το δάκρυ στην άκρη της Λιμνοθάλασσας από ερωτικό καημό, τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα στα τζουκ μποξ των χρόνων εκείνων του 50 & 60 στα ουζερί, το μεθύσι με ούζο, το δειλινό στην Τουρλίδα, οι μοναχικοί περιπατητές που ταξιδεύουν στον ατέλειωτο δρόμο μέσα στις αλυκές που δεν οδηγεί πουθενά…
«Κι ω Ποίηση ζητιάνα των ρυθμών που δεν υπάρχουν πια 
προδομένη των μαγικών λέξεων
που μαγαρίστηκαν από τους μαγαρισμένους κώλου…
Κι ω μολόχες χάραμα κρύο νερό γλυκά φιλιά
σπουργίτια ευκάλυπτα νεράντζια μούρα αγκινάρες
και κεράσια τριφύλλια και σανά χρώματα
ξεθωριασμένα ήχων πια άλλων αστέρων
τι να κάνετε πια καημένα πώς να πολεμήσετε…»
……………………….…………………………………..
«Λες αυτό το τσιμέντο να πεθάνει μια μέρα ; Λες κάποτε η μέρα να
ξημερώσει νύχτα και η νύχτα να πέσει μέρα :»
[απ΄ το ποίημα του «αλλά κανείς δεν φεύγει»]
 Η σχέση του Θωμά με την ποίηση, ήταν σχέση λανθάνουσας πηγής ζωής που εκρήγνυται, χαϊδεύει, βρίζει, ρεμβάζει, τραγουδάει και παραπονιέται, ανατινάζει και γίνεται τρυφερή και τελικά μετουσιώνεται, σε μια ποίηση αυθεντική και τελικά στο βάθος-βάθος σε τρόπο ζωής, σε αγάπη για τη ζωή.
Του Θωμά Γκόρπα του χρωστάω. Του χρωστάω ένα «μνημόσυνο» αγάπης και αιώνιας λάμψης της «υπόγειας»ποίησης του. Όπως του χρωστάνε και πολλοί από τους φίλους της δεκαετίας του ΄70.
Αισθάνομαι τυχερός που συνάντησα στη όποια ποιητική μου πορεία τον Θωμά Γκόρπα και κλείνοντας αυτό το δοκιμιακό σημείωμα, αφιερώνω στη μνήμη του, τούτα τα λόγια που έγραψε ο Λεωνίδας Χρηστάκης το 1980 :
 
«Ότι και να γράψεις για τον ποιητή Θωμά Γκόρπα, θα είναι λίγο και ελαττωματικό, γιατί είναι πάντα ορατός-αόρατος, πραγματικός και ποιητής….σχεδόν μονομάχος της ποίησης …».

****

Ο Γκόρπας και η γενιά του ’70

Από την προσωπική μου εμπειρία, αλλά και από διάφορα κείμενα και μαρτυρίες, αλλά όπως και ο ίδιος το καταγράφει σε μια του επιστολή9 η συμβολή του Θωμά Γκόρπα, στην σύνδεση των νεώτερων ποιητών των δεκαετιών 60 και 70 με τους παλαιότερους και ειδικά με το ασυμβίβαστο των ποιητικών δρώμενων του 1950, υπήρξε καθοριστική, για την διαμόρφωση μιας νέας – τότε αλλά που εξακολουθεί να είναι ανθηρή και τώρα – ποιητικής άποψης, ενός δηλαδή έντονου και επαναστατικού ποιητικού λόγου, που χαρακτήρισε τους ποιητές εκείνης της περιόδου.
Ο Γκόρπας είχε δεσμούς με πολλούς ποιητές της δεκαετίας του ’70 και ήταν εκείνος που συνέβαλε στην διαμόρφωση της Ποιητικής Αντιανθολογίας του Ιατρόπουλου. Για τη γενιά αυτή, ο Γκόρπας δεν αφορίζει τους ποιητές της, όπως έκανε με τον άλφα ή βήτα τρόπο με μερικούς ομοτέχνους του της δικής του γενιάς, αλλά κυρίως με τους «κεκυρωμένους»0 του ελληνικού λογοτεχνικού κανόνα, όπως π. χ. ο Σολωμός, ο Παλαμάς κ. α.
Αιρετικός ποιητής ο Θωμάς Γκόρπας, εκτόξευε τους αφορισμούς του προς πάσα κατεύθυνση, αμφισβητώντας γινόταν εριστικός πολλές φορές, αλλά πιστεύω – πέρα από τις γνήσιες εκρήξεις του για ορισμένα καθεστωτικά πνευματικά φαινόμενα της εποχής του – πως η πρόθεση του ήταν σαφώς ειλικρινής και άδολη και ασυνήθιστα αγνή μέσα στα παρασκήνια των ελληνικών γραμμάτων και γιαυτό συγχωρητική για τις υπερβολές μιας τέτοιας συμπεριφοράς, που άλλωστε πήγαζε από μια ποίηση εντελώς «κρημνιστική και ομολογημένα αντιεξουσιαστικής πρόθεσης».1
Σε ένα γράμμα του στην Νατάσα Χατζιδάκι στις 5-7-1977 ο ποιητής έγραφε2 : «Το φιλολογικό και το άλλο μου πρόσωπο γνώριμο σε μια σειρά παλαιοτέρους μου που κατά τεκμήριο τουλάχιστον παρέχουν εγγυήσεις για σας τους νεώτερους … δεν περιγράφεται στοιχειωδώς καν. Είμαι σίγουρος ότι κανένας από τους φίλους μου της γενιάς σας από κοντά … δεν θάχε διαφορετική γνώμη από την δική μου … Τα θέματα : φιλολογικές ηλικίες, Φόρντ, σεφερο-ριτσικοί μηχανισμοί, “αντίσταση”, σουρρεαλισμός και απομυθοποίηση της ψευδο-μπήτνικ γενηάς (Δενέγρης, Πουλικάκος, Φαληρέας, κλπ) η απομυθοποίηση του παταριού του Λουμίδη και του Βυζαντίου … και τέλος ο ειδικός ρόλος μου στην σύνδεση της γενηάς σας με τις προπηγούμενες και φιλολογικά και τυπικά … όλα λείπουν από αυτό που πρόκειτα ή επρόκειτο να δημοσιευτούν στο ΣΗΜΑ, είναι αυτά που με εξηγούν …».
Τέλος, δεν θα μπορούσα να τελειώσω αυτό το δοκίμιο, παρά μόνο με έναν οξύ λόγο3 του Θωμά Γκόρπα : «Υπάρχει το θέμα το κοσμικό. Για τους νεοέλληνες λογοτέχνες, τους βλάχους δηλαδή που κατεβαίνουν μονίμως από τα χωριά. Όλοι οι λογοτέχνες έρχονται στην Αθήνα από τα χωριά επί εκατόν πενήντα χρόνια. Έτσι χρησιμοποιούν τα ποιήματα που γράφουν για να καλυτερέψουν τη ζωή τους … ».

_________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ :

 Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό “(δε)κατα” τεύχος 6 Καλοκαίρι 2006, Άρτεμις Θεοδωρίδου, περιοδικό “ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ” τεύχος 33 Απρίλιος 2005,Κείμενα του Θωμά Γκόρπα, δημοσιευμένα στο περιοδικό “παρουσία” της Ε.Α.Λ., τεύχος 18/2001, Ο Θωμάς Γκόρπας, υπήρξε ο επιμελητής της «Αντι-Ανθολογίας» του Δ. Ιατρόπουλου, 1971, Ενσωματώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της η συλλογή “Κοκτέιλ” στο συγκεντρωτικό ποιητικό βιβλίο “Αρχιπέλαγος Αϋπνίας”, εκδόσεις Αίολος, Αθήνα 1993. Η πρώτη δημοσίευση της συλλογής αυτής έγινε στην «Αντι-Ανθολογία» του Δ. Ιατρόπουλου. Το 2008 εκδόθηκε το βιβλίο “Κοκτέιλ Β” (2η συμπληρωμένη έκδοση) από τις εκδόσεις Γκόνη, που περιλαμβάνει πλέον όλα τα ποιήματα της συλλογής αυτής, Αναφορές στο βιβλιοπωλείο Ηνίοχος γίνονται από τον Γ. Κοντό στο βιβλίο του “Τα πολύτιμα μέταλλα.” εκδόσεις Κέδρος και το περιοδικό “Μανδραγόρας” τ. 33/2005, Ανέκδοτο κείμενο του Θ. Γκόρπα, που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό “ΠΑΡΟΥΣΙΑ” τ. 18/2001, που ήταν αφιερωμένο στον ποιητή, Βλ. περιοδικό ΣΗΜΑ τ. 18, 1977, Βλ. άρθρο του Παντελή Μπουκάλα στην εφ. “Καθημερινή” που αναδημοσιεύτηκε με την άδεια του στο περιοδικό “Παρουσία” της ΕΑΛ τ. 44/Απρίλιος-Ιούνιος 2008. Το κείμενο αυτό διαβάστηκε σε εκδήλωση μνήμης του Γκόρπα στον ΙΑΝΟ την 1-4-2008, Άποψη του Π. Μπουκάλα στο άρθρο της προηγούμενης σημείωσης, Βλ. στο περιοδικό ΣΗΜΑ τ. 18, 1977, σελ. 55 ολόκληρο το γράμμα, Βλ. στο περιοδικό ΣΗΜΑ τ. 18, 1977, σελ. 55.

*****
 
 
© Πάνος Καπώνης. 1η δημοσίευση : Στο τεύχος #32, 2005 του περιοδικού Παρουσία.
2η δημοσίευση : Στο τεύχος # 14, 2008 του περιδικού (δε)καταδημοσιεύτηκε μέρος του δοκιμίου, ως κριτική : ΔΟΚΙΜΙΟ :
 
Ο ΑΛΛΟΣ ΚΑΣΟΛΑΣ Από την ποίηση στη πεζογραφία

Ι. Ο άνθρωπος. Είμαι σίγουρος ότι ο Μήτσος Κασόλας, θα ξεκινούσε ένα κείμενο ομιλίας, – κατά την παράδοση – με εισαγωγή, όπως το παρακάτω απόσπασμα από την «Άλλη Αμερική» με τίτλο «η διάλεξη και το καρμπόν» που έλεγε : « – Αιδεσιμώτατε, καλή μου σύζυγος, αγαπητοί φίλοι. Ο εκλεκτός πνευματικός σύλλογος … κλπ μου κάνει την τιμή σήμερα να μου παραχωρεί τούτο το βήμα», αλλά δεν θα ήθελα να εισάγω εξ αρχής μια από τις ικανότητες του συγγραφέα, στη αρχική θέση του κειμένου αυτής της δοκιμιακής μου απόπειρας. Ας μου επιτραπεί όμως, να λειτουργήσω τον λόγο αυτού του δοκιμίου ανορθόδοξα, αλλάζοντας την αναγκαία εισαγωγή, με εικόνες.

 
Σε ανύποπτο χρόνο το 1973, διάβασα ένα βιβλίο με τίτλο «Η άλλη Αμερική». Συγγραφέας : ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΣΟΛΑΣ. Δεν ήξερα ποιος είναι, από που είναι, τι είναι. Μου έκαναν εντύπωση δύο στοιχεία σ΄ εκείνο το βιβλίο. Ο τίτλος του και το μικρό όνομα του συγγραφέα «Μήτσος».
Σωτήριο έτος 2004 και πριν. Σε ένα καφέ στην οδό Ασκληπιού στην Αθήνα. Πίσω απ΄ τη τζαμαρία, σε ένα τραπεζάκι ένας μόνος άνθρωπος πίνοντας τον καφέ του έγραφε.
 
Τέλος Ιανουαρίου του 2005, μέσα απ΄ τη τζαμαρία σ΄ ένα τραπεζάκι, στο ίδιο καφέ της οδού Ασκληπιού, βρίσκονται δύο άνθρωποι. Ο Μήτσος Κασόλας και ο υποφαινόμενος. Έτσι για να διαψεύσω τον Κασόλα, που στο τελευταίο του βιβλίο έγραψε : «Τώρα στις μέρες μας, ποιος συναντάει ποιόν ; Ποιος ακούει ποιόν ;», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε δίκιο.
 
Έτσι κάπως άρχισε μια νοητική διαδρομή που μας γύρισε πίσω στο χρόνο και ταυτόχρονα, έδωσε –τουλάχιστον σε μένα – ώθηση προς τα μπρος. Ανάμεσα σε δυο καφέδες και αρκετό χρόνο που έκλεψα από τον Κασόλα, ξετυλίχθηκαν κοινές μνήμες σε διαφορετικούς τόπους και με διαφορετικά πρόσωπα, ίδια ατμόσφαιρα εποχής, παραπλήσιες φιλοσοφικές πλατφόρμες, ανατροπές, αλήθειες.
Για την ιστορία λοιπόν, το 1964 ο Κασόλας βρίσκεται στην Αθήνα.
Τότε ξεκινάει και την έξοδο από τον εαυτό του, σεμνά – χαρακτηριστικό που διατήρησε μέχρι και σήμερα – αναζητώντας την πιστοποίηση για τη γνησιότητα της γραφής του από τον Γιάννη Ρίτσο. Με την ενθάρρυνση του έμπειρου ποιητή, αποπειράται την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Μικρές Μαρτυρίες». Έκπληξη και πρωτοποριακή είσοδος ενός νέου ποιητή, του Μήτσου Κασόλα στα ελληνικά γράμματα, πριν την δεκαετία της «ποίησης της αμφισβήτησης». Έτσι ο Κασόλας τολμά και συνεχίζοντας να γράφει ποίηση, εκδίδει από τον «Κέδρο» το 1966, το 2ο ποιητικό του βιβλίο με τίτλο «Συγκομιδή». 
Μετά έρχεται η δικτατορία. 
Και μπαίνει το δίλημμα : Μέσα ή έξω ;
 
Άρχισε τότε μια περιπλάνηση κάποιων χρόνων. Αθήνα, Λονδίνο, Νιού Τζέρσεϋ, Νέα Υόρκη. Η δημιουργία όμως και κάτω από τις άσχημες εκείνες συνθήκες της αθέλητης εξορίας, συνεχίζεται. Εκεί, στη Νέα Υόρκη, μέσα στο κλίμα που περιγράφει έντονα στο «Η άλλη Αμερική», κάνει μια επιλογή από το ποιητικό του έργο, και μεταφρασμένο στην Αγγλική γλώσσα, εκδίδεται το 1971 η τρίτη συλλογή με τίτλο «Harvest».
 
Γυρίζει πίσω στην Αθήνα. Ο «άλλος» Κασόλας, αυτός που αργότερα θα φανεί έντονα στα μυθιστορήματα του, ήταν φυσικό να γράψει την «άλλη Αμερική», ένα χρονικό εμπειριών της αθέατης από εμάς σκοτεινής πλευράς του «αμερικάνικου ονείρου» που εκεί στο «Αμέρικα» βίωσε ο συγγραφέας. Το σημαντικό αυτό – κατά την άποψη μου – βιβλίο εκδίδεται το 1973. Έτσι η τύχη (και κάποιοι γνήσιοι πνευματικοί άνθρωποι) μετά τη πτώση της δικτατορίας του χαμογελάει και του απονέμεται το Α΄ Κρατικό Βραβείο το 1974.
Παράλληλα όμως, την ίδια εποχή, βγάζει τα ποιητικά του αποθέματα και εκδίδεται η τέταρτη συλλογή ποιημάτων του, το «Δελτίο καιρού»άγνωστο στο πλατύ κοινό ποιητικό βιβλίο, που γίνεται στόχος της «Ασφάλειας» και αποσύρεται από τα βιβλιοπωλεία και το 1975 αποφασίζει να κλείσει οριστικά τον ποιητικό του κύκλο με την έκδοση της ποιητικής σύνθεσης, όπως την ονομάζει, «Πολιορκία και έξοδος». 
Εδώ πλέον, ο ποιητικός λόγος μετουσιώνεται. Μορφοποιείται και πλάθεται σε πεζό λόγο κι αρχίζει ο δεύτερος κύκλος του ποιητή. Ναι του ποιητή, γιατί μέσα από τα μυθιστορήματα που θα ακολουθήσουν, ο ποιητής κρύβεται μεν, αλλά η εσωτερικότητα των στοιχείων της ποιητικής του γραφής, πολλές φορές είναι εμφανής, στην φαινομενική αυτονομία των εικόνων του.
Γνωστό το πεζογραφικό έργο του λογοτέχνη Κασόλα πλέον. Τόσο γνωστό, που στις αρχές Ιουνίου του 2008, ταξιδεύοντας προς το Αγρίνιο με τον συγγραφέα και τον γλύπτη Θόδωρο, σταματήσαμε για λίγο σε ένα «καφέ» του αυτοκινητόδρομου Α8. Δίπλα μας κάθονταν ένα ζευγάρι πίνοντας τον καφέ του. Σε κάποια στιγμή, η άγνωστη μας κυρία, στράφηκε προς τον Κασόλα, ρωτώντας τον, εάν είναι «ο κ. Κασόλας». Μετά την επιβεβαίωση, δήλωσε φανατική αναγνώστρια των μυθιστορημάτων του, και – πιστεύω – αυτή ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιβραβεύσεις που δέχθηκε στη ζωή του. 
Αλλά για την πληρότητα του λόγου ας το θυμηθούμε :
 
  1. «Πρίγκιπας» μυθιστόρημα, τιμάται για δεύτερη φορά με το Α΄ Κρατικό Βραβείο το 1981,
     
  2. Μια σοφή μαϊμού κι ένας τρελός χρυσοθήρας» παιδικό μυθιστόρημα
  3. «Το σάπιο νερό» μυθιστόρημα,
  4. «Ο άρχοντας του κόσμου» μυθιστόρημα,
  5. «Βοαλεία ή μια τρύπα στο σύμπαν» χρονογραφήματα. 
  6. «Αγγελίνα» μυθιστόρημα,
  7. «Το γένος το ιερό και το βέβηλο» μυθιστόρημα, 
Από τα παραπάνω το «Πρίγκιπας», «το γένος το ιερό και το βέβηλο» και το «Αγγελίνα» αποτελούν μια τριλογία, χωρίς να χάνουν όμως την αυτοτέλεια τους.
8. «τρεις αρραβώνες, πέντε γάμοι, ένα τρένο» μυθιστόρημα,
9. «Όλα για την αγάπη του Χάρη» μυθιστόρημα,
10. «Νίκος Καββαδίας, γυναίκα – θάλασσα – ζωή», και τα τελευταία του,
11. «Ερμιόνη, άγρια νύχτα τρυφερή»
12. «Νίκος Καββαδίας, ο δαίμονας χόρευε μέσα του».
 
Τι όμως μπορεί να πει κανείς για τον Κασόλα μέσα στο περιορισμένο χρόνο ενός δοκιμιακού λιτού λόγου ; Ότι μπορεί τέλος πάντων. Ας μείνω κι εγώ, πιστός στην παραγγελιά του «Πρίγκιπα» του, τουλάχιστον, «να μην χάσουμε τη λαλιά μας και τα χάσουμε όλα».

ΙΙ. ο ποιητής. Εν αρχή, ο ποιητής Κασόλας. Μη εντασσόμενος χρονολογικά στους ποιητές της δεκαετίας του ΄70, ουσιαστικά λειτουργεί τον ίδιο αφαιρετικό λόγο, αφήνει ελεύθερο το στίχο, ταυτόχρονα σκληρό κι ευαίσθητο, χαραγμένο από τις προκλήσεις εκείνου του καιρού, χωρίς όμως να σωρεύει εικαστικά, ούτε τη θεματολογία του, ούτε τη μορφή των ποιημάτων του. Κι αυτό είναι το παράξενο, που ενώ στο πεζογραφικό του ανέβασμα η εικόνα είναι κυρίαρχο στοιχείο, στην ποίηση του βυθίζεται και χάνεται, λες και οι λιτοί του στίχοι, δεν αφήνουν περιθώρια εικαστικών διαστάσεων.

 
Αντλώ από την συλλογή «Δελτίο καιρού» τούτους τους στίχους :
«Με βούλιαξαν μόλις γεννήθηκα / Οι φυσαλίδες που σκάζουν στην επιφάνεια /
Του βρώμικου νερού είναι τούτες οι λέξεις / Επέζησα και μες΄ το βυθό /
Κι ας ήταν η πρόθεση τους ολότελα άλλη».
Ναι, ο Κασόλας επέζησε πραγματικά και μεταφορικά μέσα στις μαύρες μέρες ενός πνευματικού σκοταδισμού. Μιας κατ΄ επίφαση νεοελληνικής πνευματικότητας. Πολλοί είπαν ότι η ποίηση του είναι πολιτική. Η δική μου άποψη – όσο μετράει – είναι ότι ο Κασόλας αναδεικνύει τον ανθρώπινο πόνο, αντιδρά στη καταπίεση, μαστορεύει έναν περίεργο στίχο ολότελα δικό του, αμφιβάλλει, στηλιτεύει, ερεθίζει. Τέλος αφυπνίζει συνειδήσεις.
«Το αίμα έρχεται τραγουδώντας από μακριά / απ΄ τις σκοτεινές σπηλιές των προγόνων /
Το αίμα θα πάει πολύ μακριά ;»
Η ποίηση του Κασόλα είναι μια διαμαρτυρία, ποίηση αμφισβήτησης, όπως είχε γράψει κάποτε ο Βαρίκας στο «ΒΗΜΑ» όταν χάραζε για τη νεοελληνική ποίηση μια άλλη ποιητική γραφή, αλλά για τον εδώ ποιητή, πριν την αμφισβήτηση. Ο ποιητικός λόγος ξεφεύγει από την ωραιοπάθεια της επιφάνειας, βαθαίνει με λιτούς στίχους και αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει σε μια άλλη διαδικασία σκέψης.
«Δε γίνεται να γυρίσεις τις πλάτες σου και να φύγεις. / Να πας άλλωστε πού ; / Κι ύστερα το ξέρεις πόσο οι ιδέες
Σαν τη μακρινή Ιθάκη μοιάζουν / Πόσο οι ιδέες σαν τη μακρινή Ιθάκη θέλγουν / Και φθείρουν».
Ή (στο ποίημα «Στόχος» απ΄ την ίδια συλλογή)
Βάζω τα χέρια μου μπροστά στα μάτια μου / Μένει η καρδιά μου αφύλακτη /
Βάζω τα χέρια μου πάνω στη καρδιά μου / Μένουν τα μάτια μου γυμνά / Πού να βάλω τα χέρια μου ;
Πονάει ο νους μου ως τις ρίζες του / Όπου κι αν με χτυπήσει το μαχαίρι θα σπαράξω /
Στάλα με στάλα σύναξα το αίμα μου χρόνια / Με μνήμες κατάφορτο /
Κι επειδή αυτές βουλήθηκα να τις κρατήσω / Το μαχαίρι με κοιτάει ίσια στα μάτια

ΙΙΙ. ο πεζογράφος. Και ο πεζογράφος Κασόλας ; Εδώ τα πράγματα είναι πλέον ξεκάθαρα. Από τη ποίηση μεταφέρει ο Μήτσος Κασόλας τη δυναμική του γραφή στη πεζογραφία, κυρίως στο μυθιστόρημα, ξεκινώντας από την «άλλη Αμερική» και φτάνοντας τη περασμένη χρονιά στο πολύτιμο αφήγημα «Νίκος Καββαδίας» και την «Ερμιόνη». Είναι ο πεζογράφος οπερατέρ της ελληνικής λογοτεχνίας, σκληρός σαν εικόνα αλλά και τρυφερός ως ποιητής, που μεταφέρει τα μηνύματά του μέσα πια απ΄ το πλούσιο πεζογραφικό του έργο, μένοντας όμως πιστός στις ποιητικές του «μορφές» :

«Καλύτερα, καλύτερα με κραυγές / Όχι, δεν θέλω έναν ήμερο θάνατο ζώου /
Θέλω να τρομάξει η ύστερη κραυγή μου / Θέλω να γευθώ την κραυγή μου την ύστερη»
(«καλύτερα με κραυγές» απ΄ τη συλλογή «Δελτίο Καιρού).
Αντίθετα με τη ποίηση του, στα μυθιστορήματα του διαχέει μέσα στα κείμενα του ένα ιδιότυπο χιούμορ, διαφυλάσσοντας όμως την ειρωνεία, σμιλεύοντας μια γλώσσα απλή και άμεση, σε ένα παιχνίδισμα με λέξεις και καταστάσεις, με πρόσωπα και χώρους, χαρακτήρες και τοπία. Καταφέρνει έτσι να διοχετεύει στο λόγο κίνηση, αλλά κυρίως, τονίζει την αντίθεση σε κάθε παιχνίδι, είτε της κάθε εξουσίας, είτε αλλοίωσης θεσμών, είτε καταγγέλλοντας με δήθεν αφέλεια την καταπίεση των κατατρεγμένων της μοίρας.
 
Με γραφή που ξετυλίγεται ορμητικά, δίνει μέσα απ΄ τις σελίδες των έργων του την αρετή και τη κακία, τον έρωτα, τις μικρές και μεγάλες ανθρώπινες συγκινήσεις. Ο πεζογράφος Κασόλας μας μεταφέρει στο όνειρο, στη ζωή, στη φωτιά και στη τρέλα, στη σύγκρουση συμφερόντων, σε ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου και πάθους, δοσμένο πότε με τη περιγραφή κωμικών καταστάσεων και πότε δραματικά.
Τα μυθιστορήματα του μπορούν να χαρακτηρισθούν κοινωνικά, με όση ευρύτητα περιέχει ο όρος.
 
Κυρίαρχα στοιχεία του είναι η Ελλάδα σε όλες τις εκφάνσεις της, οι πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, η αρχοντιά αυτών που αντιστέκονται, αλλά και η δουλοπρέπεια εκείνων που έσκυψαν. Αναδεικνύει σε πρώτο πλάνο τον άνθρωπο, με μια φυσικότητα απλών ηρώων – χαρακτήρων που δημιουργεί, παιχνιδίζει με το χρόνο, αλλά καδράρει κινηματογραφικά την οπτική του, μέσα από τις αντίστοιχες εμπειρίες του. Εξ άλλου έζησε με τον κόσμο του θεάματος και μέσα απ΄ αυτόν πχ. ξεπήδησε η «Αγγελίνα» ως θέμα. Η ωριμότητα της γραφής του Μήτσου Κασόλα, με την αμεσότητα και την επιλογή της απλότητας στην έκφραση, παρασύρει τον αναγνώστη στη δίνη μιας πλοκής πολλές φορές δημοσιογραφικής, αλλά και αστυνομικού μύθου, λες και τα γεγονότα εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια σου, άλλες φορές με γοργή αφήγηση και άλλες σε ρυθμούς που επιβάλλονται από κανόνες διαλογισμού. Αλλά, το πιο αφανές χαρακτηριστικό του, αλλά και το άλλοθι του, είναι η ευαισθησία του για τα παιδιά, το παραμύθι, η τρυφερότητα που αναδύεται πίσω από τη τραχύτητα των εικόνων του. Είναι η ανθρωπιά του.
Ο Μήτσος Κασόλας, όπως τον διάβασα και τον έζησα, είναι ένας θαυμάσιος «παραμυθάς», χωρίς όμως να πάψει ποτέ να είναι ποιητής. Αυτός είναι ο «άλλος Κασόλας».

ΙV. η «Ερμιόνη». Μετά από την «Αγγελίνα» πριν 10 χρόνια (1997), έρχεται μια άλλη γυναίκα να μας ταράξει μέσα από την ανάγνωση του νέου τελευταίου μυθιστορήματος του Αιτωλού συγγραφέα Μήτσου Κασόλα, η «Ερμιόνη». Με φόντο την περίοδο της τελευταίας δικτατορίας στην Ελλάδα και στα μετά από αυτή χρόνια, ο Κασόλας υπερβαίνει τον μέχρι τώρα γνωστό μυθιστοριογράφο, με ένα βιβλίο που σφυροκοπά τον αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος. Αυτό το περιβάλλον όμως και όποιες άλλες πολιτικές αποχρώσεις, δεν παίζουν ρόλο στη δομή του μυθιστορήματος, γιατί ο συγγραφέας δεν προβάλει, ούτε αξιολογεί τα γεγονότα του φόντου αυτού, παρά μόνο ως αιχμές. Κυρίαρχο όμως στοιχείο, όπως ορίζεται στη πίσω πλευρά των γεγονότων, είναι μια μικροαστική νοοτροπία των ηρώων προβάλλοντας έντονα έναν άγριο αλλά αυθεντικό έρωτα της ηρωίδας του, της Ερμιόνης, μιας νεαρής πολύ όμορφης κοπέλας, που, μεγαλωμένη χωρίς πατέρα, ανάμεσα σε μια πατρική ωραιοποιημένη προβολή (πρότυπο) και μια μάνα που καλύπτει με διάφορους τρόπους την ανασφάλειά της, βρίσκει τον απόλυτο έρωτα στο πρόσωπο του άλλου βασικού ήρωα, του Άρη, αδελφού του πολύ μεγαλύτερου συζύγου της, στον οποίο δίνεται αμέσως μετά το γάμο της. Το μυθιστόρημα αυτό, έχει μια δυναμική δομή, στην οποία ο λόγος αναδεικνύεται μ` έναν ατέλειωτο διάλογο. Ο Κασόλας, έχει εξαντλήσει τη μορφή του διαλόγου, που οριοθετεί συνέχεια εικόνες, τη μια μετά την άλλη, σε ένα άλλο ύφος στη περιγραφή του μυθιστορήματος, δίκην σεναρίου, ως μια ενιαία ροή. Στην ουσία δηλαδή δεν περιγράφονται τόσο τα ψυχολογικά στοιχεία των προσώπων, όσο έντονα δείχνεται το βασικό ένστικτο των πρωταγωνιστών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το «Ερμιόνη» είναι ένα μυθιστόρημα πάθους, όπου αναδεικνύονται σημάδια παρακμής, διάλυσης και χαοτικών καταστάσεων με την έννοια της απώλειας μετά την καταστροφή. Και η καταστροφή για τον Κασόλα είναι το στάδιο εκείνο ενός μεγάλου έρωτα, όπου ο ένας απ” τους δύο ήρωες βρίσκεται στην αδιαφορία και ο άλλος συμπυκνώνει τις καταστάσεις σε εκδίκηση. Το διαλεκτικό βιτρό στην «Ερμιόνη», δεν αφήνει πολλά περιθώρια σε πεζογραφικές αναλύσεις, αφού οι κινηματογραφικοί ρυθμοί της αφήγησης (που πολύ καλά γνωρίζει ο Κασόλας) επισκιάζουν τον λογοτεχνικό λόγο, δίνοντας την αίσθηση ότι ο συγγραφέας μετατρέπει την πραγματικότητα σε φαντασία, ενώ σε μια προσεκτική ανάγνωση, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει μια επεξεργασία της φαντασίας που χρησιμοποιείται ως μέσον το οποίο μετατρέπει την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας σε μυθιστόρημα που έχει την δική του αισθητική. Αυτή η αισθητική, πηγάζει από τη διευθέτηση εκ μέρους του συγγραφέα διαφόρων πραγματικών ή μη ερεθισμάτων μέσα στο κείμενο, που τα μετατρέπει σε λογοτεχνία, ξεγελώντας μας ότι αποτυπώνει υπαρκτές καταστάσεις. Ο διάλογος έτσι δεν είναι αληθινός, αλλά αληθοφανής που οδηγεί όμως σε μια μυθιστορηματική αλήθεια, την φανταστική αλήθεια του «παράνομου» ερωτικού πάθους της Ερμιόνης για τον Άρη. Μέσα όμως από την ορμητικότητα των επάλληλων διαλόγων, εμβόλιμα εμφανίζονται συνεχώς τρεις δευτερεύοντες ήρωες, εκτός από τον σύζυγο (αδελφό του Άρη) και τον παιδικό φίλο της Ερμιόνης και οι δύο γονείς, η μάνα άμεσα που ωμά δημιουργεί και καθοδηγεί τις καταστάσεις και έμμεσα αλλά έντονα, ο πατέρας, μάλλον η σκιά του πατέρα που καθορίζει τη μοίρα της κόρης του. Η μητέρα με το χαρακτηριστικό όνομα Ρέα, ερωμένη του Ντίνου, δίνει τη κόρη της ως σύζυγο στον εραστή της, που «δέχτηκε όμως να τον παντρευτεί για λόγους “ρεαλιστικούς” πειθόμενη στα επιχειρήματα της μάνας Ρέας. Ακόμη, εκτός από την έντονη ανάμιξη στα δρώμενα του παιδικού φίλου της Ερμιόνης, του Βασιλάκη, που την αγαπάει αγιάτρευτα από τα παιδικά τους χρόνια, τριτεύοντα πρόσωπα αλλά όχι καθοριστικά, αναδεικνύονται σαν συμπληρωματικά δορυφόρα στίγματα μιας πορείας στη ζωή των ηρώων. Στη ζωή, μέχρι να έρθει η αφαίρεση της ζωής του ενός από τους βασικούς ήρωες, αφού ο έρωτας (παθιασμένος, προδομένος, πληγωμένος, ανέφικτος, πολλές φορές τραγικός) οδηγεί στο φόνο, όχι ως λύτρωση, αλλά σαν έναυσμα μιας άλλης μορφής μαρτυρίου. Έτσι ο συγγραφέας, οριοθετεί, πάντα κινηματογραφικά, τη μοίρα της ηρωίδας του, η οποία μέσα από μια «άγρια τρυφερή» ζωή, αλλεπάλληλες ψυχολογικές καταστάσεις και περιπέτειες, δύο ακόμα φόνους, μέσα σε ένα αστυνομικής υφής μυστήριο και μετά από ένα καμίνι μιας παθιασμένης αγάπης, βγαίνει η Ερμιόνη «κεκαθαρμένη» και τόσο η ίδια, αλλά και ο αναγνώστης, οδηγούνται σε ένα απρόσμενο και περίεργο τέλος, σε μια συνύπαρξη μια ιδιόμορφης σχέσης «θανάτου-ανάστασης», που δεν είναι συνηθισμένη σ” αυτού του είδους τα μυθιστορήματα, όπου η αφήγηση, παρ” όλο ρέουσα, είναι «κυκλική», τόσο στις καταστάσεις, όσο και στα γεγονότα.

_____________________ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ : 

Κείμενο που διαβάστηκε κατά την παρουσίαση από τον γράφοντα, του έργου του Μήτσου Κασόλα σε εκδήλωση της ΕΑΛ προς τιμή του. Αθήνα «Παρνασσός» 18-02-2005. Εδώ δημοσιεύεται ξαναγραμμένο, Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 2005 από τις εκδόσεις “Καστανιώτη”, Έχω την τύχη να κρατώ ένα αντίτυπο που μου αφιέρωσε τον Γενάρη του 2005 ο Μήτσος, από τα ελάχιστα που είχαν μείνει. Εκδόσεις “Διογένης”, Αθήνα 1973, Εκδόσεις “Κέδρος” 1981, “Καστανιώτης” 1996.Πραγματοποίησε δέκα εκδόσεις, Εκδόσεις “Κέδρος” 1983, “Καστανιώτης” 1996, Εκδόσεις “Κέδρος” 1986, “Καστανιώτης” 1998, Έκδοση “Κέδρος” 1988, Έκδοση “Εξάντας” 1989,Εκδόθηκε από τις εκδόσεις “Καστανιώτης” το 1997. Πρέπει να σημειώσω ότι, τόσο ο “Πρίγκηπας”, όσο και το “Αγγελίνα” μεταφέρθηκαν σε τηλεοπτική διασκευή από την κρατική τηλεόραση (ΝΕΤ), Θεωρείται από τον ίδιο ως το καλύτερο του μυθιστόρημα. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Καστανιώτης” το 1999 και πραγματοποίησε 3 εκδόσεις, Καστανιώτης” 2000, Αθήνα “Καστανιώτης” 2002, Εκδόθηκε το 2004 από τον “Καστανιώτη” και επανεκδόθηκε ήδη τρεις φορές, Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” Αθήνα 2007, όπως και το τελευταίο έργο του από τις ίδιες εκδόσεις το 2009, Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην αρχική του μορφή στο λογοτεχνικό περιοδικό “ΠΑΡΟΥΣΙΑ” τεύχος 33/2005, Δημοσιεύτηκε το κείμενο αυτό ως κριτική στο λογοτεχνικό περιοδικό (δε)κατα, τ. 14, Καλοκαίρι 2008.

****

© Πάνος Καπώνης. Στο τεύχος # 1, 1969 του περιοδικού Κιβωτός της Τέχνης δημοσιεύτηκε το δοκίμιο :

ΘΟΔΩΡΟΣ Γλύπτης

Τον περασμένο Μάρτη σημειώθηκε ένας σταθμός στην ιστορία της σύγχρονης γλυπτικής τεχνοτροπίας, με την διπλή ατομική έκθεση γλυπτικής του ΘΟΔΩΡΟΥ στη Νέα Γκαλερί και την Ελληνοαμερικανική Ένωση. Κι ήταν σταθμός, γιατί, ίσως για πρώτη φορά μετά τον Σκλάβο, παρουσιάστηκε ολοκληρωμένο το μέχρι σήμερα έργο ενός γλύπτη της νέας γενιάς, που κρατάει μια στέρεη θέση στην καλύτερη καινούργια γλυπτική μας.
Ο Θόδωρος, μαζί με τον Γ. Σκλάβο, έφεραν μια αναγέννηση στην Ελληνική γλυπτική και την ανέβασαν σε διεθνή επίπεδα.
Η δουλειά του είναι μια εξαιρετικά τολμηρή δημιουργία, εντελώς προσωπική και πρωτότυπη. Οι μορφές που διαπλάσει, βασίζονται σε «αρχές ισορροπίας και ρυθμού, μορφές που βρίσκονται ανάμεσα στο άλογο και το έλλογο, υποδηλώνοντας μια αμφίβολη πραγματικότητα, που δεν παύουν να εξασκούν μια περίεργη γοητεία, αφήνοντας ανοιχτούς ορίζοντες στο μυστήριο και τη φαντασία». Η τεχνική του είναι του σφυρηλατημένου μέταλλου – δουλεύει σε σίδηρο – με κυματοειδής φόρμες ελισσόμενες μέσα στο χώρο, κατακτώντας τον με μια αμοιβαία ενέργεια, που πολλές φορές δημιουργεί μια ισορροπημένη αμφιταλάντευση ανάμεσα στη κίνηση και τη στατικότητα.
Ο ίδιος ο γλύπτης λέει : «Μ” ενδιαφέρουν κάτι προνομιούχες στιγμές ανάμεσα στο ΝΑΙ και το ΟΧΙ, η ισορροπία που δεν είναι στατικότητα, θα έλεγα σταθερότητα. Το ε κ κ ρ ε μ έ ς … Άλλωστε η ύπαρξη μας είναι μια “Υπόθεση εκκρεμής”».
Τα έργα του Θόδωρου έρχονται σε άμεση σχέση με τον άνθρωπο κι αυτό, γιατί ο γλύπτης πιστεύει πως, επειδή ανήκουν στην σημερινότητα «ζητάνε κοντά τους ένα πλήθος άλλων αντικειμένων ή ένα πλήθος ανθρώπων» (Δ. Α. Φατούρος).
Αυτή η αμεσότητα, η συμπλήρωση δηλαδή των δημιουργημάτων του από την ανθρώπινη παρουσία, τους εξασφαλίζει τη θέση, μέσα στον Δημόσιο χώρο και σε επέκταση στον Δημόσιο βίο. Δεν έχουν δηλαδή «διακοσμητικό χαρακτήρα, ούτε προσδιορίζουν σαφώς τη φύση τους», όπως σημειώνει γι” αυτόν ο κριτικός Charles Spencer.
Επειδή αισθάνεται (ο γλύπτης) το μέγεθος της ευθύνης του απέναντι στον Άνθρωπο, προσπαθεί με τη γλυπτική του να του δώσει εκείνες τις απαραίτητες στιγμές της ζωής και τον κάνει να κοιτάξει περισσότερο το κάθε μόριο που τον περιβάλλει, φτάνοντας τελικά σε μια αυτογνωσία. Το 1956 έγραφε : « … αν η τέχνη είναι ακροβασία, σήμερα, δεν φτάνει να ντυθούμε τη φορεσιά του σχοινοβάτη. Πρέπει να μπορούμε να περπατάμε σε τεντωμένο σχοινί. Τολμάμε και αμφιβάλλουμε».
 
Η αβεβαιότητα είναι δεμένη με το έργο του. Γι” αυτό το μη σταθερό – σταθερό, που παρουσιάζουν τα έργα του, έλεγε ο ίδιος το 1966 : « … Προσπαθούμε να γυμναστούμε πάνω στο σχοινί που ξεκινάει απ” τα εντόσθια μας και καταλήγει στους αστροναύτες …».
_________ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 Δημοσιεύτηκε το κείμενο αυτό στο περιοδικό «Κιβωτός της Τέχνης» τ. 1, Απρίλης 1969. (Δυστυχώς το περιοδικό αυτό δεν είχε την τύχη μέσα στη δικτατορία – λογοκρισία κλπ – να εκδώσει 2ο τεύχος).

 Περιοδικό «ΕΠΟΧΕΣ», Αύγουστος 1965.