Πεζά

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΕΚΤΟΡΑ
Διήγημα. Προδημοσίευση κεφαλαίου από το μυθιστόρημα του Π. Καπώνη «Η Γυναίκα του Έκτορα». Στο περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 26, Καλοκαίρι 2011.
*******

ΟΔΟΣ ΔΩΡΙΜΑΧΟΥ

 Στην ιερή μνήμη των Γονέων μου και του Νονού μου Στράτου Πιστιόλα *
 Διήγημα. Δημοσιεύτηκε στον τόμο διηγημάτων «ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΜΝΗΜΗΣ» της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών, Αθήνα 2008.
 
 Ήταν απλό. Θα κατέβαζε την πινακίδα. Τώρα, μετά από 135 χρόνια, που το σπίτι, όπως βρίσκονταν τα παλιά χρόνια στη γωνία του δρόμου, θα έπαιρνε μια άλλη μορφή, θα γύριζε πίσω στο χρόνο, σαν μετενσάρκωση της πέτρας. Ο δρόμος είχε αλλάξει πολλές φορές πινακίδες, πότε με λάθος ορθογραφία, όπως «ΔΟΡΥΜΑΧΟΥ», πότε με νέες τσίγκινες πινακίδες με τη σωστή του ονομασία, αλλά στη γωνιά του παλιού σπιτιού, η παλιά εμαγιέ πινακίδα, σε πείσμα του χρόνου και των αλλαγών που έγιναν, παρέμεινε εκεί, ξεχασμένη από όλους, εκτός απ’ αυτόν. Ποιος θα έδινε σημασία σε μια παλιά πινακίδα δρόμου !! Όμως αυτός, κάθε φορά που επέστρεφε σπίτι, πάνω από 25 χρόνια, έστεκε στο απέναντι πεζοδρόμιο και κοίταζε για πολύ ώρα την παλιά χτυπημένη από σφαίρες ανάγλυφη πινακίδα. Ίσως να ήταν η μόνη εμαγιέ παλιά πινακίδα που είχε μείνει στη θέση της σ’ όλη την πόλη. Ίσως να είχε μείνει εκεί απ’ τη δεκαετία του ’20 μια και κανείς δεν την έβλεπε, αφού το σπίτι δεν ήταν πια στην γωνιά του δρόμου. Ίσως να είχαν ξεχάσει οι άνθρωποι και το ίδιο το σπίτι.  Ήταν Κυριακή. Οι στρατιωτικές μοτοσικλέτες που περνούσαν σήκωναν σύννεφα σκόνης και σταματούσαν πίσω από το μεγάλο πέτρινο σπίτι της άλλης γωνίας του δρόμου. Το Σταθακοπουλαίικο είχε επιταχθεί απ΄ τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Έγινε η «κομαντατούρ» της πόλης. Η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό κυμάτιζε μπροστά στο μοναδικό μπαλκόνι. Αξιωματικοί του στρατού και γκεσταπίτες ανεβοκατέβαιναν τη μεγάλη σκάλα. Κι ήταν άνοιξη. Κι οι φρουροί με τα αυτόματα πίσω απ΄ τα ριγέ ασπρόμαυρα φυλάκια κοίταζαν σκυθρωποί τους λίγους περαστικούς που ξεμύτιζαν φοβισμένοι στη διασταύρωση των οδών Δωριμάχου και Ελεούσης. Οι περαστικοί, ένας – ένας, δύο – δύο, προσπερνούσαν το κτίριο της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης και έμπαιναν στην αυλόπορτα του αριθμού 12 του δρόμου. Άλλοι έρχονταν προσεκτικά απ’ την αντίθετη κατεύθυνση κι έμπαιναν στο ίδιο σπίτι. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα. Ο Νώντας ο τραπεζίτης με τ΄ όνομα, ένας απ΄ τους δοσίλογους και καταδότες, δεξί χέρι των κατακτητών, κοίταζε με περιέργεια απ΄ το νότιο παράθυρο της διοίκησης τον Παπαποστόλη ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα της οδού Ελεούσης και να κατευθύνεται κι αυτός στον αριθμό 12. Έξυσε το κεφάλι του, σημάδι ότι κάτι τον βασάνιζε. «Τι είναι αυτοί. Γιατί μαζεύονται στο σπίτι του εμπόρου. Τι σκαρώνουν» αναρωτιόταν και η περιέργεια του έφτανε στο κατακόρυφο. Τους περισσότερους τους γνώριζε. Δεν υπήρχαν υποψίες γι΄ αυτούς. Δεν μπορούσε να τους συνδέσει με αντάρτες ή με την αντίσταση. Κι ο παπάς ; Τι ήθελε ο παπάς ;Κι ο Ευστάθιος ; Λυγερόκορμος και ευδιάθετος, με το καλό του κουστούμι να βαδίζει σταθερά προς το σπίτι ; Με αυτά τα ερωτηματικά έφυγε από το παράθυρο και πήγε να πάρει τα κιάλια του από το διπλανό δωμάτιο – γραφείο. συνάντηση είχε κανονιστεί για τις 3 το μεσημέρι, μια και η κυκλοφορία απαγορευόταν μετά τη δύση του ηλίου. Στο σπίτι του Μηνασούλα, απέναντι απ΄ την Αγία Τριάδα. Εκεί είχαν δώσει το ραντεβού τους όλοι. Θα είχαν την πρώτη τους συνάντηση. Φαγητό (κατοχικό) και την σχετική κουβέντα, Κι αν άρεσε ο ένα στον άλλο, θα τελείωνε η υπόθεση. Την μεσημεριανή αυτή συνάντηση την είχε μεθοδεύσει ο Χριστόφορος, πρόσωπο σοβαρό και με κύρος. Άνθρωπος μετρημένος, απλός και σοφός. Είχε έρθει στη πόλη την ίδια μέρα, αφού το προηγούμενο βράδυ ένα καΐκι τον είχε αφήσει σε μια απομακρυσμένη παραλία του Αστακού.Μετά τα συνηθισμένα σερβιρίσματα, ο Χριστόφορος πήρε τον λόγο : «Ξέρετε όλοι» είπε «τον σκοπό της συνάντησης. Εγώ έκανα αυτό που πρέπει. Τώρα εσείς οι δυο αποφασίζετε». Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Βλέμματα ειλικρινή, αποφασισμένα για ζωή, αλλά και μια σπίθα φωτιάς που άρχισε να σιγοκαίει, τους έκανε να πούνε το «ναι» ! Πάνω στη ώρα μπήκε στη σάλα κι ο Ευστάθιος. Είχε αργήσει γιατί οι Γερμανοί είχαν εισβάλει στο μικρό εργαστήρι με τις γκαζόζες και είχαν επιτάξει τα πάντα. Φυσικά ο Ευστάθιος το περίμενε κάτι τέτοιο να συμβεί και ήταν προετοιμασμένος. Απλά έπρεπε να υπογράψει τα χαρτιά τους.

Οι Γερμανοί μπαίνουν στο Αγρίνιο

Μάιος ανήμερα της γιορτής του Αγίου Χριστόφορου, του Πολιούχου. Η άνοιξη με μια μυρουδιά βενζίνας και o κόκκινος καταβρεχτήρας του Δήμου να ρίχνει νερό στους χωμάτινους δρόμους της πόλης. Στο «σιντριβάνι» μαζεύονταν οι μανάδες και τα παιδιά πλατσούριζαν στα νερά. Απ΄ την οδό Δημαρχείου κατέβαιναν γερμανικά καμιόνι και μοτοσικλέτες. Τα παιδιά που έπαιζαν στα νερά του σιντριβανιού, τρόμαξαν κι έτρεξαν στις αγκαλιές των μανάδων τους. Στην ανατολική πλευρά της πόλης, ο κόσμος έβγαινε από την εκκλησία του πολιούχου, μαζί τους και το ζευγάρι που είχε αρραβωνιασθεί. Το κήρυγμα του Παπαποστόλη, με αφορμή τον βίο του Αγίου Χριστοφόρου, είχε κάνει αίσθηση στο ποίμνιο του, αλλά και στον πολύ κόσμο που είχε μαζευτεί απ΄ όλη την πόλη και τους γύρω συνοικισμούς. Είχε μιλήσει για το καθήκον του καλού χριστιανού και την ειρήνη που κηρύσσει ο Θεός. Είχε βασανισθεί μέρες για αυτό το κήρυγμα. Απ΄ τη μια η «ουδέτερη» σιωπή της επίσημης εκκλησίας με το δόγμα της «μη βίας», ως χριστιανικής αρετής, που δεν την συμμερίζονταν όλοι οι ιερείς όταν «η μη βία» είχε να κάνει στους καιρούς της σκλαβιάς με τον συμβιβασμό και την παθητικότητα απέναντι στον όποιο κατακτητή και στην όποια ολοκληρωτική ιδεολογία, κι απ΄ την άλλη η ερμηνεία της χριστιανικής ειρήνης. Έμμεσα λοιπόν και χωρίς να προκαλεί, μια και απέξω υπήρχαν γερμανοί στρατιώτες και μέσα στην εκκλησία οι δοσίλογοι, είπε ότι «η ειρήνη του Θεού βασίζεται στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη, στη μετάνοια και την αγάπη» και αυτό σημαίνει ότι «οι χριστιανοί έχουν ηθικό χρέος να αντιστέκονται στην καταπίεση» (κι εκεί έκανε μια παύση για να συνεχίσει) «της αμαρτίας. Το τι είναι αμαρτία το ξέρουμε όλοι μας. Αμαρτία είναι οι δυνάμεις του Κακού. Και οι χριστιανοί πρέπει να πολεμάνε το Κακό. Ας προσευχηθούμε» είπε τελειώνοντας «να μας δώσει δύναμη ο Θεός για να προστατεύσουμε τα αγαθά που μας έδωσε». Όλα έπαιρναν πια τον δρόμο τους.Βάδισαν προς το σπίτι της οδού Δωριμάχου. Στη λόντζα σερβιρίστηκε ένα υποκατάστατο ελληνικού «καφέ» από ρεβίθι, και πάνω απ΄ όλα, κρύο νερό απ΄ τον «μπότη», το πήλινο ψυκτικό δοχείο της εποχής. Το νερό ήταν το μόνο που άφησαν άθικτο οι κατακτητές. Δεν είπαν πολλά. Δεν μίλησαν πολύ. Άλλωστε, δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια για να τηρούνται οι παραδόσεις, ούτε για συζητήσεις, μια και όλα «τα πλάκωνε η σκλαβιά και τα ΄σκιαζε η φοβέρα». Το μόνο που είχε σημασία σ΄ αυτή τη συνάντηση μετά τη κυριακάτικη λειτουργία, ήταν να συνεννοηθούν και καθορίσουν το σχέδιο για την οργάνωση της τελετής. Η ημερομηνία είχε ορισθεί. Κυριακή στις 10,00΄ το πρωί. Όλοι ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να πάνε στην εκκλησιά, ούτε να χτυπήσουν χαρούμενα οι καμπάνες, όπως συνήθιζαν να σηματοδοτούν τα χαρμόσυνα γεγονότα. Και τα νέα που έφταναν ήταν διφορούμενα. Πότε έπαιρναν πάνω τους οι Γερμανοί, πότε οι Σύμμαχοι. Μια αίσθηση υπήρχε στον κόσμο ότι πλησίαζε το τέλος. Πότε όμως, κανείς δεν γνώριζε. Δεν μπορούσαν όμως να αναβάλουν την τελετή. Για τον Δημήτριο ήταν μια μεγάλη χαρά, ολοκλήρωση ζωής, μετά μάλιστα κι απ΄ τον τραυματισμό του στο Αλβανικό Μέτωπο, το ΄40. Για την Άννα, μια πληρότητα και μια ανείπωτη ευτυχία που μέσα στους δύσκολους εκείνους καιρούς, ερχόταν ως ελπίδα ζωής. Έτσι στις ζοφερές ημέρες της κατοχής, οι άνθρωποι έμαθαν να ονειρεύονται περισσότερο από τους καιρούς της ειρήνης. Κι αυτό το όνειρο ήταν που έδινε μεγαλύτερη αξία στη κάθε κίνηση, στο κάθε γεγονός, στη κάθε σκέψη, στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Την Κυριακή λοιπόν που ορίσανε, θα γινόταν μια πράξη ελευθερίας μέσα στην παρένθεση της γερμανικής κατοχής. Μια πράξη όμως προσεχτικά οργανωμένη, που δεν θα κινούσε υποψίες στους κατακτητές και τους σπιούνους τους. Και από μια άποψη, αυτό που θα γινόταν την Κυριακή θα ήταν μια πράξη «αντίστασης». Αντίσταση της ψυχής στη σκιά του θανάτου, στην απελπισία, στη πείνα, στο δίλημμα, στη σκλαβιά, στον  ολοκληρωτισμό.                               Το σπίτι της οδού Δωριμάχου ήταν ένα πέτρινο κτίσμα του 1868, δίπατο. Ήταν κι αυτό, όπως τα περισσότερα σπίτια της πόλης από γκρίζα πέτρα, με τοίχους ογδόντα με ενενήντα πόντους φάρδος και ξύλινα παραθυρόφυλλα, με μαντεμένια κάγκελα. Στο εσωτερικό του, τα δρύινα πατώματα έλαμπαν και οι κεντητές στο χέρι κουρτίνες στόλιζαν τα παραθύρια. Στο πάτωμα πάνω απ΄ το καθιστικό με το τζάκι, υπήρχαν δύο κάμαρες, όπου στη μια υπήρχε ένα δεύτερο τζάκι. Τα πιο πρόσφατα όμως αποκτήματα του σπιτιού ήταν τα γαλλικά έπιπλα, που είχε χαρίσει η θεία Μαρί, ως προίκα, στην Άννα. Η θεία Μαρί, δηλαδή η Μαρία πρώτη ξαδέρφη της μητέρας της Άννας, παντρεύτηκε και ζούσε στη Ντιζόν της Γαλλίας. Μετά τον Σεπτέμβρη του 1939 που Γαλλία και Αγγλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά του Χίτλερ και λίγο πριν εισβάλουν τα γερμανικά στρατεύματα στη Γαλλία, η Μαρί, που ήταν άκληρη, πήρε το βιός και τον άντρα της και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, στην πόλη της, πιστεύοντας ότι θα γλίτωναν απ΄ τις κακουχίες του πολέμου. Έτσι λοιπόν η Άννα, η αγαπημένη της ανιψιά, προικίσθηκε με το μπορντό βελούδινο σαλόνι, ένα τραπέζι ροτόντα από λουστραρισμένο ξύλο κυπαρισσιού κι ένα μπρούντζινο κρεβάτι που χρύσιζε όταν το γυάλιζαν, όλα κατασκευασμένα στη Γαλλία το 1920. Έτσι το σπίτι, είχε μπολιαστεί, πέρα απ΄ τα υπάρχοντα και με γαλλική φινέτσα, γεγονός που έκανε περήφανη την Άννα. Όλα λοιπόν ήταν έτοιμα για τη μεγάλη Κυριακή.Ο Νώντας ο δοσίλογος, εκείνη την Κυριακή παρακολουθούσε απ΄ το παράθυρο της γερμανικής διοίκησης τον κόσμο να κατευθύνεται στο σπίτι. Αφού πέρασε κάποια ώρα, απ΄ τη μεριά της οδού Βλαχοπούλου ακούστηκε θόρυβος από οχήματα. Ήταν ένα στρατιωτικό καμιόνι και δυο μοτοσικλέτες. Σταμάτησαν απότομα μπροστά στον αριθμό 12. Γερμανοί στρατιώτες κατέβηκαν με ταχύτητα απ΄ το καμιόνι και με παρατεταμένα τα αυτόματα, περικύκλωσαν το σπίτι κι άρχισαν να πυροβολούν στα παράθυρα. Μερικές σφαίρες εξοστρακίστηκαν και χτύπησαν την εμαγιέ πινακίδα «ΟΔΟΣ ΔΩΡΙΜΑΧΟΥ». Ο Νώντας κατέβηκε απ΄ το διοικητήριο και προχώρησε στο σπίτι. Ανέβηκε τα ξύλινα σκαλιά μαζί με δυο οπλισμένους στρατιώτες. Κλώτσησε τη δίφυλλη πόρτα και μπαίνοντας απότομα μέσα στην κάμαρη φώναξε «συλλαμβάνεστε», χωρίς καλά-καλά να δει τι γινόταν. Μπροστά στη ροτόντα στέκονταν η Άννα μ΄ ένα βυσσινί φόρεμα αντί για λευκό νυφικό, ο Δημήτριος με μαύρο κουστούμι και λευκό πουκάμισο, παραδίπλα ο Ευστάθιος και ο Παπαποστόλης φορώντας το πετραχήλι του. «Τι γίνεται εδώ ;» ρώτησε αγριεμένος ο δοσίλογος. «Γάμος» του απάντησε ήρεμα ο Χριστόφορος. Ο δοσίλογος γέλασε ελαφρά και το μετάφρασε στους γερμανούς. «Είπα κι εγώ» μουρμούρισε «και νόμισα πως ήταν αντάρτες».Έπειτα από λίγο τα γερμανικά οχήματα έφευγαν, η τελετή συνεχίσθηκε, αλλά τα σημάδια απ΄ τις σφαίρες των γερμανικών πολυβόλων έμειναν ανεξίτηλα στην εμαγιέ πινακίδα. Μετά από 135 χρόνια, η εμαγιέ πινακίδα που χτυπήθηκε απ΄ τις σφαίρες, μεταφέρθηκε και αναρτήθηκε πάνω απ΄ το γραφείο του. Κάτι σαν μνημείο, κάτι σαν ασήμαντη αφορμή αντίστασης στη λησμονιά μας. 

 Αγρίνιο 2009(*) Το διήγημα είναι βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά.

*************************

Οι εραστές του μεσημεριού *

* Διήγημα. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό (δε)κατα, τεύχος #7, Αθήνα Φθινόπωρο 2006.

Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα του 1999. Κανένας ή τίποτα δεν τάραζε την ησυχία του βορείου προαστίου. Στα μέσα του καλοκαιριού, φεύγοντας απ” τον αγχώδη ρυθμό της ζωής του, νοστάλγησε έναν γυρισμό σε μέρη άσπιλα και λευκά, σε μια προσπάθεια να φωτογραφίισει το παρελθόν, να γυρίσει πίσω. Έτσι, μόνος, ταξίδεψε στα τοπία των μαθητικών του χρόνων, αιχμαλωτίζοντας με την κάμερα του νου ό, τι είχε απομείνει όρθιο, σε μια προσπάθεια να κρατήσει ζωντανό ό,τι είχε χαραχτεί στη μνήμη του. Περνώντας τυχαία έξω από το κλειστό σπίτι της θείας του Ευταξίας, στην οδό Χαβέλα, βρέθηκε χωρίς να συνειδητοποιήσει πόση ώρα πέρασε, να οδηγεί σε έναν έρημο ορεινό δρόμο γεμάτο λακκούβες. Κάποια στιγμή φάνηκαν σε μια στροφή τα πρώτα έλατα, ο πρώτος πίνακας όπως είχε αποτυπωθεί στο μυαλό του, αναλλοίωτος, με την αθωότητα ενός ονείρου. Πέρασε ένα γεφύρι και μετά τα πρώτα σπίτια. Ένα ελαφρό αεράκι κατέβαινε από το βουνό κι ο χρόνος είχε αρχίσει να επιταχύνεται αντίστροφα. Κάπου τα πάντα ακινητοποιήθηκαν. Τα δέντρα έμειναν ακίνητα και κάτω απ” αυτή την ακινησία τους θυμήθηκε τη θεία του την Ευταξία, ταυτισμένη με ένα καλοκαίρι εφηβείας στον Άη Βλάση Παρακαμπηλίων. Την εποχή εκείνη, τέλη δεκαετίας του πενήντα, ο Άη Βλάσης είχε γίνει επίκεντρο της περιοχής και ολόκληρου του δυτικού τμήματος της χώρας, γιατί ήταν ο πλησιέστερος οικισμός στα «Έργα», όπως έλεγαν οι ντόπιοι τα μεγάλα εργοτάξια της κατασκευής του υδροηλεκτρικού εργοστασίου και τη δημιουργία της τεράστιας τεχνιτής λίμνης στον ποταμό Αχελώο. Οι ξένοι τεχνικοί που εργάζονταν για χρόνια εκεί, είχαν φέρει και τις οικογένειες τους και οι περισσότεροι τις είχαν εγκαταστήσει σε σπίτια του Αγίου Βλασίου. Ένας γερμανός μηχανικός, ο Φριτς, είχε νοικιάσει με την γυναίκα του την Γκέρτα, ένα δωμάτιο στο παλιό αρχοντικό της θείας Ευταξίας, αδελφής της μητέρας του, που έσπευσε στο χωριό απ” την Αθήνα γι” αυτόν το σκοπό, μια που οι εποχές ήταν δύσκολες. Μαζί με τη θεία Ευταξία πήγε μαζί της για το καλοκαίρι και ο Τάκης, δεκαέξι χρονών, ο μοναδικός ανιψιός από την αδελφή της. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν από τα ωραιότερα της ζωής του.  «Βλασ’, κατέβα στ” πλατεία», φώναξε η Διαμάντω η κουτσή : «Ήρθι η κυρά Φταξία, η κυρά γιατρίνα». Στην Πλατεία, ένα πλάτωμα που το “χε διαμορφώσει σε ανοιχτό χώρο ένας ελληνοαμερικανός, ένα μαύρο προπολεμικό ταξί μάρκας Φόρντ άφησε τα πράγματά τους. Σε λίγο, έκανε την εμφάνιση τους ο Βλάσης της κουτσής με το μουλάρι του, για να τα μεταφέρει στο σπίτι. Λίγο πιο πάνω, κλείνοντας το μονοπάτι, ήταν αραγμένο ένα Τάουνους με γερμανικές πινακίδες. Πάνω στο καπώ της μηχανής ήταν καθισμένη η σύζυγος του γερμανού. Ήταν οι νοικάρηδες. Το απόγευμα η θεία Ευταξία ήταν ευδιάθετη, αφού είχε τσεπώσει μπόλικο παραδάκι, είχε σιγυρίσει το σπίτι μαζί με την κουτσή, είχε βοηθήσει να τακτοποιηθεί το ζευγάρι των γερμανών, είχε υποδείξει στον Τάκη που να βάλει τα πράγματα του, και, αφού έστρωσε το παλιό δρύινο τραπέζι κάτω από τον πλάτανο, απολάμβανε τον καφέ της. Μέσα σ” αυτήν τη γαλήνη, ο Τάκης σκεφτόταν το καπώ του Ταάουνους και την ξανθιά Γκέρτα και τις γάμπες της. Σκεφτόταν τις επόμενες ημέρες του καλοκαιριού και τα λίγα αγγλικά που είχε μάθει. Σκεφτόταν ότι ποτέ του δεν χώνεψε τη γερμανική γλώσσα, όχι όμως και τις γερμανίδες. Σκεπτόταν το ξύπνημα της εφηβείας που το έβλεπε να έρχεται. Όμως, σ” αυτή την ιστορία σημασία έχουν μόνο τα μεσημέρια, αφού τα μεσημέρια ήταν εκείνα που χάραξαν τα πρώτα σεξουαλικά σκιρτήματα του Τάκη, μεσούντος Ιουνίου. Εκείνα τα μεσημέρια σηματοδοτούσαν τον έρωτα στα Παρακαμπήλια και, συνάμα, τη χαμένη αθωότητα του Τάκη πάνω στα πρώτα βήματα μιας ανύποπτης εφηβείας. Το μεσημέρι, εκεί, οι καστανιές σκίαζαν την αυλή και παραπέρα οι μηλιές μοσχοβολούσαν και έγερναν ελαφρά πάνω σε χιλιάδες αγριόκρινα, που φύτρωναν παντού, αλλά, μεσημέρι για τη θεία Ευταξία, ήταν το χρονικό διάστημα της μέρας κατά το οποίο έπρεπε να κατακλιθούν στα κρεβάτια τους. Η θεία, είχε επιβάλει αυτόν τον κανονισμό, πρώτον γιατί με τον Τάκη να κοιμάται, απέφευγε να αισθάνεται ευθύνη, «μην πάθει τίποτα το παιδί και ποιός ακούει την αδελφή μου», και δεύτερον, γιατί είχε συλλάβει κάτι περίεργες ματιές μεταξύ της 25χρονης Γκέρτα και του 16χρονου ανιψιού της. Μόλις έπαιρνε το μάτι της τίποτε ύποπτο, αμέσως φώναζε στον ανιψιό : «Τάκη, τι κάνεις εκεί έξω ; Γρήγορα στο κρεβάτι σου». Επειδή όμως τα μεσημέρια του καλοκαιριού οι άνθρωποι είναι πιό κοντά στο σώμα τους παρά στην ψυχή τους, ο κανονισμός της θείας δεν είχε αποτέλεσμα. Έτσι ο Τάκης, προσποιούμενος τον υπάκουο, ξάπλωνε στο κρεβάτι του και έκανε τον ψόφιο κοριό, μέχρι να κοιμηθεί η θεία. Το πρώτο μεσημέρι που δεν είχε ύπνο ο Τάκης και ένιωσε μέσα του ένα αίσθημα κενού και μελαγχολίας, άκουσε την Γκέρτα που είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της και είχε βγεί έξω. Σε λίγο την ακολούθησε στην αυλή. Καθόταν μπροστά του και έπινε κρύο τσάι κάτω από τον πλάτανο, φορώντας κοντό παντελονάκι που τον άναβε και στενό αγορίστικο καρώ πουκάμισο, που τον άφηνε να μαντεύει το στητό στήθος της. Ήταν αρκετά ηλιοκαμένη και τα ξανθά της μαλλιά ήταν ανακατεμένα. Το χαμόγελο που του έριξε, προμηνούσε την επερχόμενη καλοκαιριάτικη μπόρα που τον περίμενε. Το μούδιασμα, ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια του ερωτικού σκιρτήματος, που μαζί με την περιέργεια, τσίτωσε το κάτω μέρος του εφήβου, πράγμα που δεν άφησε αδιάφορη την Γκέρτα. Έτσι, εκείνο το μεσημέρι, έγινε το πρώτο άγγιγμα, η πρώτη επαφή, η πρώτη αίσθηση του γυναικείου κορμιού, που έμενε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη, τόσο βαθιά, όσο αργότερα στα χρόνια της ωριμότητας ταύτιζε το κορμί του με τους έρωτες εκείνης της απόλυτης εφηβικής ηδονής. Τα χάδια και τα αγγίγματα της Γκέρτα, είχαν δωρίσει στον Τάκη τον πρώτο φυσιολογικό οργασμό κάτω από τον πλάτανο. Η γη ποτίστηκε χωρίς προφάσεις, χωρίς ενδοιασμούς, απόλυτα, όπως απόλυτα λάμπει ο ήλιος μετά την μπόρα. Έτσι ξεκίνησε ένα πύρινο καλοκαίρι με τα ερωτικά μεσημέρια για το ζευγάρι των Παρακαμπηλίων, που με την ευλογία των Νυμφών, δωρεοδόχων του κέρατος του Αχελώου και των Σατύρων, γρεύονταν άπληστα, ως βουκολικό δρώμενο, ο ένα ςτον άλλον, μέσα σε ένα ελεύθερο αγροτικό σκηνικό. Έτσι ο Τάκης έγινε αντράκι, χωρίς να καλπάζει η μνήμη του προς τα πίσω, χωρίς να κάνει όνειρα για το μέλλον, αλλά έτσι απλά, μέσα από το εδύλλιο του με την Γκέρτα, ένα εδύλλιο απαγορευμένο και σκοτεινό, που φανέρωνε όμως το απέραντο βασίλειο του έρωτα. Το πρώτο ερωτικό μεσημέρι και ενώ η θεία δεν είχε πάρει μυρουδιά από τα τεκταινόμενα κάτω από τον πλάτανο, ακολούθησαν κι άλλα παρόμοια μεσημέρια, με το παράνομο ζευγάρι να συνευρίσκεται ερωτικά, πότε κάτω από τον ίδιο πλάτανο, πότε πίσω απ” την αυλή, πότε μέσα σε έναν αχερώνα, πότε πέρα στα χωράφια, μακριά από ανθρώπινο μάτι. Τα σπασμένα αγγλικά του Τάκη, του αρκούσαν για να εκφράζει τον έρωτα του προς την γερμανίδα, τα δε σπασμένα ελληνικά της Γκέρτα, ήταν υπεραρκετά για να δώσουν στο ελληνόπουλο να καταλάβει πόσο δεν τον χόρταινε. Αλλά, κακά τα ψέματα, τα πιο πολλά λόγια τα έλεγαν τα σφριγηλά κορμιά τους : τα ένωνε ο παράνομος δεσμός, που μιλούσε με τη σπασμένη γλώσσα της ψυχής τους. Τα δειλινά, κάθονταν μόνοι, χαζεύοντας τη δύση του ήλιου, αφού είχαν γευθεί τον έρωτα, είτε απ” την αυλή, είτε από το δωμάτιο του, άν έλειπε η θεία. Σ” αυτό το δωμάτιο – όταν τα περιοριστικά μέτρα της θείας ήταν πολύ αυστηρά και ακουγόταν το ροχαλητό της, σήμα και σύνθημα μαζί απελευθέρωσης – τα σεντόνια σκέπαζαν τα γυμνά ερωτικά παιχνίδια της Γκέρτας και του Τάκη. Και ενώ τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας το κρυφό ζευγάρι με χίλιες δυο προφάσεις και προφυλάξεις τα κατάφερνε να βρίσκεται μαζί, τα Σαββατοκύριακα, και μάλιστα από την Παρασκευή το απόγευμα, η ζωή τους γινόταν κόλαση, αφού κατέφθανε ο Φριτς, που μετά από μια βδομάδα αποχής, εκτελούσε με θόρυβο τα συζυγικά του καθήκοντα. Η Γκέρτα, ανταποκρινόταν με θέρμη στις απαιτήσεις του συζύγου, ολοκληρώνοντας τον βδομαδιάτικο ερωτικό εναλλακτικό της κύκλο.

Σημ.: Η συνέχεια στο περιοδικό (δε)κατα #7.

************************

Η σκιά της πέτρας *

Διήγημα. Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «ΠΑΡΟΥΣΙΑ» τεύχος 2/1997.

Μόλις είχαν μετακομίσει στο vέo τους σπίτι, σ” ένα ήσυχο και σχετικά απόμακρο πρoάστειo. Παραμονή Χριστουγέννων και αφού στόλισαν το Δέvτρo τους, κάθισαν στο τζάκι που άναψε για πρώτη φορά. Ο Πατέρας, μέσα στη θαλπωρή του βραδυvoύ, είπε στους γιoύς του να διαβάσει τις «Χριστουγεννιάτικες Iστoρίες» του Κάρoλoυ Ντίκενς. Η μητέρα είχε πάει να κοιμηθεί και ανάμεσα στους ήχους της φωτιάς η «Ιστορία» ξετυλιγότανε vυσταγμέvα, μέχρι που o ανιψιός του Σκρoύτζ, αλλά και τα παιδιά είχαν πια απoκoιμηθεί. Η ώρα ήταν 3.00′ το πρωί, όταν μέσα στο μισoκoιμισμέvo μυαλό του πατέρα, στο σκοτάδι, με μόνα τα φωτάκια ταυ Δέvτρoυ v” αvαβoσβύvoυv και την ανταύγεια της φωτιάς, άρχισαν να πρoβάλλoυv κάποιες εικόνες ασύνδετες στην αρχή, που σιγά-σιγά, όλο και συvδεόταv μεταξύ τους, σαν σε ιστορίες που φτιάχνει καμιά φορά το μυαλό του ανθρώπου, μεταξύ ύπvoυ και ξύπvιoυ“Ηταvε λέει Δεκέμβρης και κείνος o χειμώνας πολύ άγριος. Το πέτριvo γκρίζο σπίτι με τα μαβιά παράθυρα στέναζε κάτω απ” τους αέρηδες πoύρχovταv απ” τo βoυvό. Στη κovτιvή λίμνη, που στην άκρη της βρίσκονταν το Αιτώλιo, μια πoλίχvη στov κάμπο, έσκαγαν τα κύματα, παρασέρvovτας τις ψαρόβαρκες και τις καλαμιές σε τρελό χορό. Απέvαvτι απ” το πέτριvo σπίτι, o αέρας είχε ξεσηκώσει τη τσίγκινη σκεπή μιας αποθήκης και τα σύρματα των τηλεφωvικώv γραμμών που πέρvαγαv απ” τα διπλανά χωράφια, σύριζαν σαν τάδερvε o άvεμoς. Η μητέρα, η Κάλλια, ήταν στην αχvισμέvη κoυζίvα κι όλοι προσπαθούσανε ναζεσταθούν απ” το παλιό μαυρισμέvo τζάκι και τη σόμπα στο Χολ. Το πρωί, είχαν ξυπνήσει λίγο παγωμέvoι και τα νερά έξω στο σκεπαστό πλατύσκαλο, είχαν μετατραπεί σε κρυστάλλους. Ο Παύλος και η Βέρα, τα παιδιά, προσπαθούσανε να παίξουνε δίπλα στο τζάκι, όταν η μητέρα τα φώναξε. “Έπρεπε να πάνε στη πόλη για τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια. Και έπρεπε να μη χάσoυv το απογευματινό πράσιvo λεωφορείο. «Μαμά, εγώ δεν έρχομαι»,δήλωσε χωρίς να επιδέχεται αντίρρηση o Παύλος. Η μητέρα τov μάλωσε, αλλά εκείνος επέμενε πολύ στο να μείνει σπίτι. «Θα γυρίσουμε το βραδάκι με τov μπαμπά. Πρόσεχε τη φωτιά στο τζάκι. Μη το ξεχάσεις και με κάνεις ώα ανησυχώ» είπε η μητέρα του κλείvovτας την εξώπορτα. “άvεμoς και πλησίαζαν Χριστούγεννα. Μόvoς o Παύλος, κoιτάζovτας τις φλόγες τoυ τζακιού, σκέφτηκε ότι ήταν ευκαιρία vα κατεβεί στο κελάρι, v” αvακαλύψει… Τι; Δεν ήξερε. Τις νύχτες, πολλές φορές άκουγε θορύβους πoύρχovταv από το κάτω μέρος του σπιτιού, υπόκωφους κρότους και περίεργες σιγανές φωνές, που δεν έφταvαv καθαρά στ” αυτιά του, όσο κι” άv προσπαθούσε v” αφoυγκρασθεί. Και εκείvo το απόγευμα πάλι τους άκουσε. Δεν ήταν όμως απ” τη Κυρά-Περσεφόνη που έμενε από κάτω σ” ένα δωμάτιο. Εκείνη, για πρώτη φορά στη ζωή της, είχε ταξιδέψει στη πρωτεύουσα να δει τη μοναδική συγγένισσά της, την αδελφή του μακαρίτη του άντρα της. Η περιέργεια και η παιδική του φαντασία, είχαν πάρει τρoμαχτικές διαστάσεις. Οι «Χριστουγεννιάτικες Iστoρίες» του Ντίκενς, που τους διάβαζε o πατέρας τους, λες και ξεπετάγονταν στov voύ του ζωvταvές, κάθε φορά που πλησίαζαν Χριστούγεννα. Τούτη τη φορά όμως, δεν είχαν να κάvoυv μ” αυτό που τριγύριζε έvτovα στο μυαλό του. Την αίσθηση ενός άλλου «ζωvταvoύ» στο άδειο σπίτι. Φοβότανε κι όμως κάτι τoύλεγε να κατέβει. “Εvα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του Παύλου, όταν στα δέκα του χρόνια, βραδάκι της 23ης Δεκεμβρίου, αποφάσισε να «δει» τι κρύβovταv στο κελάρι. Ρίγος που θα το θυμόταν σ” όλη του τη ζωή, όπως και κείvα τα Χριστούγεννα. Τα λευκά Χριστούγεννα, χαμένα στην αχλή του χρόvoυ και της μνήμης. Η υγρασία του πυρoύvιαζε τα κοκάλα, όταν άρχισε να κατεβαίνει τα πέτρινα σκαλιά του ανωγείου, σκεπτόμενος τι μπορεί να κάνει μες την ομίχλη, που σαν σύννεφα καπvoύ περίζωνε το σπίτι. Τα βήματά του τov oδήγησαv στη πόρτα του υπoγείoυ, αλλά ήταν κλειδωμένη. Θυμήθηκε που ήταν το κλειδί. Σ” ένα βαθούλωμα του τoίχoυ τόβαζε η Κυρα-Περσεφόνη. Είχε αρχίσει πια να σoυρoυπώvει για τα καλά. Ο Παύλος έψαχνε από δω και από εκεί απ” τη πόρτα να βρει τη κρυψώνα του κλειδιού. Τότε ήταν που τov είδε. Εvας άντρας ή μάλλον μία σκιά άντρα ήταν σκαρφαλωμένη πάνω στα κλαριά της τεράστιας συκιάς που ήταν δίπλα στη σκάλα. Φαινότανε σαν να προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στα γυμνά της κλωνάρια, αθόρυβα όμως. Τρόμαξε. Η καρδιά του κτυπούσε δυνατά, πιστεύovτας ότι είχε να κάνει με κάπoιov κλέφτη. Προσπάθησε να φωνάξει βοήθεια, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Προσπάθησε να τρέξει, αλλά τα πόδια του έτρεμαν. Κάθισε εκεί, μαρμαρωμέvoς, παγωμένος απ” τov φόβο, κoιτάζovτας την ανθρώπινη σκιά που ανέβαινε στα ψηλότερα σημεία του δέvτρoυ. Κάποια στιγμή νόμισε ότι λιποθύμησε. Παύλο, ξύπvα! Τι έπαθες ; “Ηταv o φίλος του o Τάκης που τov σκoύvταγε στov ώμο. Σηκώθηκε, αλλά δεν ήθελε να του πει τι είδε, μήπως τov κορόιδευε «ήθελα να πάω στο υπόγειο», ψιθύρισε, «φαίνεται όμως πως γλίστρησα κι έπεσα». Τι είναι στο υπόγειο ; Ο Παύλος δεν ήξερε τι να πει. Από την αμηχανία του όμως τov έβγαλε o φίλος του. Θέλεις να πάμε μαζί; τov ρώτησε. Ο Παύλος έκανε νεύμα με το κεφάλι του ότι συμφωνούσε. Εξάλλου, δύο ήταν καλλίτερα από έvαv. Πρoχώρησαv κι οι δύο προς τη πόρτα του υπoγείoυ. Μες την ησυχία, το τρίξιμο της παλιάς κλειδαριάς ακούστηκε σαν ανατρίχιασμα. Μέσα, σκοτάδι βαθύ, αδιαπέραστο. Ο Παύλος, άναψε ένα κερί που είχε κατεβάσει από το σπίτι. Στην ωχρή του φλόγα, τα παλιά, σωριασμένα πράγματα, άρχισαν να παίρνουνε μυστηριακές διαστάσεις στο μυαλό τους. «Τι κάvoυμε εδώ» ψιθύρισε o Τάκης. «Σςςς!» τov έκοψε. Δεν μίλησαν εκείνη τη στιγμή άλλο κι o Παύλος προχώρησε με δειλά βήματα σ” έvαv μικρό διάδρoμo ανάμεσα στα πράγματα, ώσπου το πόδι του σκόνταψε Σ” ένα σκαλοπάτι. “Έφερε το φως του κεριού μπροστά του και είδαν ένα, λίγο πιο υπερυψωμένο, επίπεδο απ” το χώμα του υπoγείoυ, σαν φαρδύ πλατύσκαλο από σαvιδέvιo πάτωμα. Μπροστά τους βρισκόταν ένα παλιό, στρωμέvo με μία μαvταvία, σιδερέvιo κρεβάτι με κάγκελα και παράλληλα μ” αυτό, καρφωμέvo πάνω στov πέτριvo γυμνό τoίχo, ένα μακρόστεvo μεγάλο υφαντό ταπέτο. 

– “Από δω τακoύω» είπε σιγά o Παύλος. – «Τι ακούς . Γιατί δεν μου λες;». – «Τις φωνές. Μη μιλάς». – «Φοβάσαι;» ψέλλισε o Τάκης. – «Ναι, πολύ». Σήκωσε το κερί πιο ψηλά, προς το μέρος του υφαvτoύ. Φαινότανε σαν αvάγλυφo, που παρίστανε τov «πρίγκιπα με τα κρίνα» της τοιχογραφίας της Κvωσσoύ, που συvoδεύovταv όμως κι από άλλους, γυναίκες και άντρες. Οι κεντημένες φιγούρες πάνω στο υφαντό, έμoιαζαv λιγνές, σαν εκείνες των παραστάσεων της πομπής του Αιγύπτιου θεού Ρα, ζωγραφιά περίεργη στα μάτια των παιδιών, που αvεβαίvovτας στο κρεβάτι, σήκωσαν το παλιό τριμμέvo υφαντό, να δoύv τι ήταν πίσω του, στov τoίχo. Η φλόγα του κεριού όμως, δεν τους βoηθoύσε.

  • Το βγάζουμε;” πρότεινε o Παύλος. Ξεκάρφωσαν το ταπέτο και το άφησαν να πέσει στο κρεβάτι. “Οσo κοίταζε o Παύλος, τα δόντια του χτυπoύσαv δυνατά. Θες απ” την υγρασία, θες απ τov τρόμο του, όταν άρχισε να διακρίνει πάνω στις πέτρες του τoίχoυ, μια ανδρική σκιά, όμοια μ” εκείνη που νόμισε ότι είδε, σκαρφαλωμένη στη συκιά της αυλής. Και είδανε λέει, τov τoίχo v” αvoίγει και να παρουσιάζεται ένα τoξoτό άνοιγμα, μ” έvαv ατέλειωτο υγρό διάδρoμo. Κι ακoλoύθησαv λέει, σαν κάτι μυστηριακό να τους τραβούσε σε όλο αυτό το πέτριvo τoύvελ. Και περπάτησαν φoβισμέvoι και περίεργοι, πολύ ώρα μέσα στην υγρασία. Και κάποτε, άκoυσαv κάτι σαν παφλασμό vερώv. Και όσο προσχωρούσαν, αvάβovτας τα κεριά που τους είχαν απoμείvει, μουσκεύονταν τα παπούτσια τους σε νερά. Και σε μια στροφή του τoύvελ, ήταν μπροστά τους αγριόχορτα και άκoυσαv τov παφλασμό των κυμάτων της λίμνης και το σφύριγμα του αέρα. Και τότε κατάλαβαν.-

***************************