Ένα δοκίμιο του Πάνου Καπώνη
ΑΛΕΚΟΣ ΦΛΩΡΑΚΗΣ
Μια προσπάθεια εισαγωγής στην ποίηση του.
Ο Αλέκος Ε. Φλωράκης είναι από τις πρώτες σημαντικές ποιητικές φωνές της Γενιάς του ’70, χαρακτηρισμός που επικράτησε στην κριτική αποτίμηση της Γενιάς αυτής, που ως όρος, λειτουργεί παράλληλα σαν «Τρίτη μεταπολεμική γενιά», «ως συνέχεια των προηγούμενων γενεαλογικών όρων (πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά»[1]. Από το Καλοκαίρι του 1970, όπου μαζί με τον Κώστα Μαυρουδή και τον Αλέκο Φλωράκη περάσαμε ως μια ποιητική συντροφιά και όπως γράφει ο ίδιος ο Αλέκος : «Καλοκαίρι 1970. Ποιητική συντροφιά στην Τήνο: Κώστας Μαυρουδής, Πάνος Καπώνης κι ἐγώ. Κιθάρα, ποιήματα, περιπλάνηση. Ένα κορίτσι μάς εμπνέει και τούς τρεις»,[2] συναντηθήκαμε πολλές φορές μεν, όπως και στην παρουσίαση του έργου του στο «Φίλιον» στις 12 Δεκεμβρίου 2016, αλλά η ουσιαστική μας συνάντηση έγινε μετά από σαράντα χρόνια στο ίδιο νησί.
Ένα άλλο καλοκαίρι λοιπόν, το 2010, τον ξανασυνάντησα στην Τήνο, όπου αυτός, ένας Αθηναίος, μένει μόνιμα. Από τις ημέρες του 1968–1971, που γνώρισα τον ομόλογο μου ποιητή και την ποιητική του, μέχρι και πρόσφατα το 2020, που εκδόθηκε η τελευταία του (συγκεντρωτική) συλλογή «Τα ορατά και τα αόρατα»,ο λίγο γνωστός στην ευρύτερη κοινωνία, ως ποιητής εννοώ, Αλέκος Φλωράκης διαμόρφωσε ένα ήθος, αλλά και το δικό του ύφος, πιστό σε μια προσωπική ποιητική γραφή, βασισμένη όμως στις αρχικές καταβολές των ποιητών της δεκαετίας του 1970. Αυτή η προσωπική γραφή του Φλωράκη, χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία ύφους και μια διαφορά που παρουσιάζει η μορφολογία των ποιημάτων του ακόμη και από συλλογή σε συλλογή και από ενότητα σε ενότητα, όπως οι εναλλαγή των λυρικών του εκφάνσεων με την αξιοποίηση αρχαιολογικών ή λαογραφικών, αλλά και ιστορικών προτύπων. Ένα άλλο ιδιόμορφο χαρακτηριστικό της ποιητικής του είναι η εμπλοκή στα παραπάνω στοιχεία καθημερινών εκφράσεων, η ειρωνική προβολή των κοινωνικών δρώμενων, αλλά και η ευτράπελη διάθεση συνδυασμένη πολλές φορές με ένα παιχνίδισμα σε αρκετά ποιήματά του.
Κατά πάγια τακτική του, ο Φλωράκης, από την πρώτη κιόλας συλλογή του «Φεγγάρια και προσωπίδες», του 1968, «ταξινομεί» τα ποιήματά του σε επιμέρους ενότητες, τάση που ενισχύεται ίσως και από την παράλληλη επίδοσή του στην εθνολογία και τη λαογραφία. Σε αυτό το δοκίμιο, θα περιοριστούμε στην ποίηση του Αλέκου Φλωράκη, με λίγες αναφορές στην πλούσια επιστημονική-λαογραφική του δραστηριότητα. Έτσι το μέχρι τώρα ποιητικό του έργο, όπως εμφανίζεται στην συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του το 2020, από τον αείμνηστο Σάμη Γαβριηλίδη λίγο πριν την αποδημία του, περιλαμβάνει όλες του τις συλλογές από το 1968, που εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, μέχρι και το τελευταίο του, το 2018. Αναλυτικά εμφανίζεται ως εξής :
«Φεγγάρια και Προσωπίδες», Αθήνα 1968, – «Προφητικός», Έκδοση ΕΠΕΑΝ, Αθήνα 1969, – «Ο λύχνος του σώματος» (στη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα», εκδόσεις Το Ελληνικό Βιβλίο, Αθήνα 1973)[3] –«Η προϊστορία του νερού», εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα 1990, – «Δέκα και μία νότες μουσικής δωματίου», εκδόσεις Φιλιππότης, Αθήνα 1996, – « Στους αντίποδες ή περί αντιστροφής»,εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2002, – «Ανατομία ενός τοίχου», εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009, – «Εγκύκλιες σπουδές», έκδοση Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2011, – «Τα δέντρα εισβάλλουν από το παράθυρο», εκδόσεις Κοροντζής, Αθήνα 2017, – «Ο αλαφροΐσκιωτος και το πηγάδι», έκδοση Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2018. – «Τα ορατά και τα αόρατα», συγκεντρωτική έκδοση 1968-2018, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2020.
Το 2001 εκδόθηκε από το Δήμο Τήνου η πολυσέλιδη ανθολογία του «Τηνίων Πολιτεία, Ανθολόγιο λογοτεχνίας και πολιτισμού», το 2017 το πεζογράφημα «Σε παρελθόντα χρόνο, Αφηγήματα μη αναγνώσιμα» (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Δημοσίευσε επίσης δύο δοκιμιακά βιβλία: «Ανιχνεύοντας, Γράμματα σ’ έναν έφηβο» (Το Ελληνικό Βιβλίο, 1974, 1980²) και «Ο κάκτος και η βροχή, Δοκίμια αυτογνωσίας» (Οι εκδόσεις των φίλων, 2021). Είναι γεγονός και έχει γραφτεί κατά κόρον ότι η εμφάνιση της ποιητικής γενιάς του ’70, στον κύκλο της οποίας εντάσσονται και οι «χαμένοι» ποιητές ‒μια σειρά δηλαδή ανθρώπων της ποίησης που χάθηκαν στους δρόμους της αγοράς[4]‒ γίνεται στο ξεκίνημα μιας μετατραυματικής κοινωνίας που αστικοποιείται με ταχείς ρυθμούς και στρέφει το πρόσωπό της σε εισαγόμενα νέα αισθητικά και πνευματικά κινήματα. Ο Αλέκος Φλωράκης, ένας αστός φοιτητής εκείνη την εποχή, εντάσσεται στο κλίμα της αμφισβήτησης και της άρνησης απέναντι σε μια προϊούσα επίπλαστη ευημερία και εκδίδει μαζί με τον άλλο «χαμένο» ποιητή, τον Στέφανο Μπεκατώρο, την κλασική πια ανθολογία ποίησης Η νέα γενιά, Ποιητική ανθολογία 65-70, μέσα στη δικτατορία, το Μάιο του 1971, που, στην πραγματικότητα, αποτέλεσε την πρώτη ουσιαστική συλλογή ποιημάτων της Γενιάς του ’70. Για το «τότε», μετά από χρόνια, στις 22 Απριλίου 1999, σε μια διάλεξή του ο ποιητής Φλωράκης, στο Χατζίνειο Δημοτικό Εντευκτήριο Καλλιθέας, θα επιβεβαιώσει ότι: «Όσοι από τους ποιητές εκείνους δεν ενσωματώθηκαν στη νέα τάξη, εσιώπησαν ή περιθωριοποιήθηκαν, ενώ οι επιγενόμενοι, ευθύς από το δεύτερο μισό της δεκαετίας, πολύ χαλαρή σχέση διατήρησαν με το κλίμα εκείνο […]».[5]
Αυτά μπορούμε να τα επισημάνουμε σε όλη την ποιητική δημιουργία του Αλέκου Φλωράκη, τόσο μεταξύ των συλλογών του αλλά και μεταξύ των επί μέρους ενοτήτων της κάθε συλλογής, πιστοποιώντας τη συνεχή ανανέωση των εκφραστικών του μέσων. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί η μοναδική εικονιστική μεταγραφή των νοημάτων, με εικόνες που διαβαίνουν από το εξωτερικό στο εσωτερικό τοπίο, στοιχείο που απαντάται και σε άλλους ποιητές της τρίτης αυτής μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς, αλλά στον Φλωράκη έχουμε να κάνουμε με μια «μουσικότητα» στους στίχους του, με αποτέλεσμα ο εσωτερικός ρυθμός, ο οποίος υπογραμμίζεται και από τον τρόπο χωρισμού των στίχων, να αναδεικνύει μια αρμονική σύζευξη των ιδιαίτερων στοιχείων της ποίησης του με την φαινομενική πραγματικότητα. Αυτό επιτυγχάνεται με την χρήση λεξιλογίου, παρμένου από διάφορες ιστορικές περιόδους της ελληνικής γλώσσας και από αναφορές σε αρχαίους συγγραφείς, σε εκκλησιαστικά κείμενα και σε λαϊκές εκφράσεις.
Ο ίδιος λοιπόν ο ποιητής, μαζί και με άλλους σημαντικούς της γενιάς του, αγνοήθηκε από τους πρώην φίλους του, που κατείχαν θώκους μεγάλων (τότε) εκδοτικών οίκων και βρέθηκε, όσον αφορά την ποιητική του δραστηριότητα, στο περιθώριο της εμφανούς λογοτεχνικής κίνησης. Παρ’ όλο που υπήρξε ένας από τους δύο πρώτους ανθολόγους της γενιάς του, δεν αξιώθηκε να συμπεριληφθεί στις διάφορες ανθολογίες της. Και στο σημείο αυτό, οφείλω να αναφέρω για την ιστορία, μια παλιά είδηση με τον τίτλο «Ένα νέο βιβλιοπωλείο στην Αθήνα»: «Τρεις νέοι δόκιμοι ποιητές άνοιξαν βιβλιοπωλείο. Οι Γιάννης Κοντός, Θανάσης Νιάρχος και Αλέκος Φλωράκης. Όχι φυσικά, για να πωλούν μόνο τα βιβλία τους, αλλά και των άλλων συναδέλφων τους […] ζώντων και νεκρών, Ελλήνων και ξένων. Το όνομα του βιβλιοπωλείου τους Ηνίοχος […]».[6] Όμως ο Αλέκος Φλωράκης, παρ’ όλες τις διδακτορικές του δάφνες και το σημαντικό επιστημονικό, λαογραφικό και εθνολογικό του συγγραφικό έργο, άφηνε πάντα ανοιχτούς τους φεγγίτες της μνήμης των πρώτων χρόνων της ποιητικής Γενιάς του ’70, που χαρακτηριστικά σημάδεψαν την ελληνική λογοτεχνία, επισημαίνοντας μετά από σαράντα χρόνια κάποιες διαπιστώσεις σε σχέση με τον ανατρεπτικό τότε ποιητικό λόγο, ως καθολικό φαινόμενο αυτής της γενιάς.[7] Σε ένα του άρθρο έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι ο χαρακτηρισμός για την ποίηση ως «ποίηση με σημαία την καθολική άρνηση […] μπορεί να προσδιορίσει άμεσα μόνο μια ορισμένη κατηγορία»[8] αποτελεί διαπίστωση που σε μεγάλο βαθμό ισχύει για ποιητές, οι οποίοι ακολούθησαν αταλάντευτα και με συνέπεια τις μπητ ή υπερρεαλιστικές τότε τάσεις και όχι για μια κατηγορία ποιητών, όπου ανήκει και ο ίδιος, αφού η ποίησή του έχει αρκετές συγγένειες μ’ εκείνη της ίδιας εποχής, του Γιώργου Μαρκόπουλου, του Δημήτρη Ποταμίτη και άλλων, που «λοξοδρόμησαν» προς μια, κατά κάποιο τρόπο, ηθογραφική με ρομαντικά σπέρματα ενίοτε ποιητική κατεύθυνση. Ο βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών για το λαογραφικό του έργο (με τα τριάντα λαογραφικά/εθνογραφικά βιβλία του και τις πάνω από εκατό μελέτες και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων και συλλογικούς τόμους), αποφασίζει να προσθέσει έναν ακόμη συγγραφέα στους κατοίκους της και εγκαθίσταται στην Τήνο των συγγραφέων. Έτσι, πέρα από τη διαδρομή της ποιητικής του δημιουργίας πενήντα και πλέον χρόνων, ο Αλέκος Φλωράκης, μαζί με άλλους τηνιακούς γηγενείς ή εξ αγχιστείας ποιητές και συγγραφείς, συμπληρώνει το χαμένο έργο του Αριστοτέλη Τηνίων Πολιτεία, εκδίδοντας δέκα βιβλία ποίησης και όχι μόνο. Σ’ εκείνην τη συνάντησή μας στη Τήνο, μου διηγήθηκε πώς διάλεξε την Τήνο για μόνιμη κατοικία του και κατά πόσο τον επηρέασε ο τόπος στην ποίησή του. Το 1990, ο Αλέκος Φλωράκης έγραφε («Τουριστικό ξενοδοχείο»)[9]:
Κάποτε η θάλασσα έφτανε ως εδώ /Τώρα η επιχωμάτωση χωρίς αιδώ / την εκτοπίζει /Άλλο αν εσύ /είχες ματώσει το γιαλό /‒η καρδιά σου καρύδι στα βράχια ‒άλλο αν εδώ γνώρισες το φεγγάρι‒και με τι αντάλλαγμα! (…)
Εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ που συναντηθήκαμε στην Τήνο, θυμάμαι είχε πει ένα στίχο: «Εδώ τελειώνει η προϊστορία του νερού. Εδώ αρχίζει η ιστορία του ήλιου».Έτσι, ο ποιητής άρχισε εκεί πλέον την ιστορία του ήλιου, αφού ο λαογράφος-εθνολόγος και εξ επιλογής Τήνιος χάρισε στη χώρα ένα πολύτιμο επιστημονικό έργο, τόσο συγγραφικό όσο και ως πρωτεργάτης, εμπνευστής και επιστημονικός υπεύθυνος του ευρωπαϊκού επιπέδου Μουσείου Μαρμαροτεχνίας του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, στον Πύργο της Τήνου, αλλά, παράλληλα με όλα τα παραπάνω, συνέχισε την ιστορία του νερού, τη δική του ποίηση, από το 1968 που δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Φεγγάρια και προσωπίδες» και τον αμέσως επόμενο χρόνο (1969) τη δεύτερη συλλογή του «Προφητικός», διακονών πιστά τον ποιητικό λόγο μέχρι τις ημέρες μας, μέχρι δηλαδή και την συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του το 2020, λίγες ημέρες πριν φύγει απ’ την ζωή ο τελευταίος του εκδότης Σάμης Γαβριηλίδης. Ο Αλέκος Φλωράκης, με μια αγνότητα στην ποίησή του και τη ζωή του, πορεύεται ασυμβίβαστα όλα αυτά τα χρόνια, έχοντας ως πίστη του ότι στην παραπάνω ποιητική γενιά υπήρχαν (και υπάρχουν, θα έλεγα) ποιητές που εξέφραζαν την προσδοκία του αναγεννημένου ανθρώπου, μέσα σ’ έναν κόσμο κατάφασης και ελευθερίας. Και οι παραπάνω θέσεις του ποιητή όχι μόνον διαπερνούν μέσα απ’ τις ποιητικές του δημιουργίες αλλά αντιπροσωπεύουν και αρκετούς ομολόγους του ποιητές, που και σήμερα βιώνουν τον ποιητικό λόγο, ίσως αγνοημένοι από τους κυριάρχους κριτικούς της Γενιάς τους, που εν τέλει το αίτημά τους είναι η «ελευθερία», όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στην ευρύτερη διάστασή της: στην απελευθέρωση από τη συμβατικότητα και την αναζήτηση των «αδιάγνωστων οραμάτων».
Από την πρώτη του συλλογή «Φεγγάρια και προσωπίδες», στην ενότητα «Η νύχτα», διαβάζουμε:
IV
Χρόνια πεθαίνουμε /στα κοκαλιάρικα χέρια της συννεφιάς. / Στα βράχια ξεψυχούν / λιγόχρονα τα καλοκαίρια μας, / μουσκεμένα απ’ τη νυχτερινή υγρασία. / Στις φλέβες τους τρέχει ο ιδρώτας μας, / τρέχει το αίμα μας, /τρέχει το δάκρυ μας. / Μέσα στα βούρλα γείραμε / το λιπόσαρκο κορμί μας, /αγκαλιά με το χλομό κεφάλι του φεγγαριού. / Γέμισε αλάτι το γυρογιάλι / και άσπρα κόκαλα σουπιάς. / Απολιθωμένος γλάρος / στο σάπιο ερημοκάικο. / Τα μάτια του χάντρες στο σκοτάδι. /
Κι ήταν προφητικοί οι παραπάνω στίχοι του Αλέκου Φλωράκη, πριν απ’ τον Προφητικό του επόμενου έτους (1969), για τα επόμενα της ζωής μας.
#
Η συλλογή «Προφητικός» (1969), είναι ένα συνθετικό ποίημα, γραμμένο στην Τήνο το Πάσχα του 1969, με αναπλασμένα στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι και τον λαϊκό πολιτισμό. Ο Προφητικός μεταφράστηκε στα Γαλλικά από τον Βέλγο ελληνιστή Gaston Henry Aufrère[2] και επανεκδόθηκε το 1973, μαζί με τα Φεγγάρια και Προσωπίδες (αναθεωρημένα) και την επόμενη συλλογή του Φλωράκη (Ο λύχνος του σώματος) σε έναν τόμο με τον τίτλο «Ποιήματα». Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους από το Λογοτεχνικό Τμήμα της Εταιρείας Πνευματικής και Επιστημονικής Αναπτύξεως (Ε.Π.Ε.ΑΝ), το οποίο είχε συστήσει ο ποιητής ως φοιτητής, μαζί με τον Στ. Μπεκατώρο, τον Γ. Μαρκόπουλο, τον Γ. Θεοχάρη και άλλους, και κυκλοφόρησε συγκαλυμμένα λόγω της δικτατορίας, χέρι με χέρι. Το κόσμημα του εξωφύλλου (το μάτι του αιγυπτιακού θεού Ώρου σε παραλλαγή) και το εντός κειμένου σχέδιο έγιναν από τον αδελφό του, ζωγράφο Ματθαίο Φλωράκη. Παραθέτουμε από τον πρόλογο εκείνης της έκδοσης, γραμμένο με νόημα από τον αείμνηστο φίλο του Φλωράκη Στέφανο Μπεκατώρο:[1] «Διαβάζοντας τον Προφητικό του Αλ. Φλωράκη, οι πρώτες λέξεις πού ήρθαν στο νου ήταν: «Επί τέλους να ένα συνθετικό ποίημα, που έρχεται στην πιο κατάλληλη στιγμή να φωνάξει σε όλους μας: “Ποιός είπε πως κοιμήθηκαν οι στίχοι μας μες στα κλαδιά τῶν αμπελιών; … Ποιος είπε πως χαθήκαμε μέσα στους μίσχους οι ποιητές;» Με τον Προφητικό ὁ κύβος ερρίφθη. Ο ποιητής είχε βρει και μορφικά τον ελληνικό δρόμο τού παρόντος του». Μετά την αφαίρεση των Φεγγαριών και Προσωπίδων του, φτάνει στην καθαρότητα του Προφητικού, μια καθαρότητα εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη. Είναι και μέρες που η ποίηση δεν αρκεί μονάχα να συγκινεί, ούτε μονάχα να νιώθεται – αν και τα δύο εξ ίσου μας τα προσφέρει ο Προφητικός. «Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν», λέει ὁ Σεφέρης. «Όσα τριβόλια κι αν θεριέψουνε, ο θερισμός θα γίνει», γράφει στον Προφητικό του κι ο Φλωράκης. «Είναι και μέρες που η ποίηση πρέπει πάνω απ’ όλα να μιλά. Το φως τούτη την ώρα δεν έχει μεγάλη υπομονή, ο χρόνος δουλεύει ανάστροφα για τα μολύβια μας», συνεχίζει στον πρόλογο του ο Μπεκατώρος και ευχήθηκε : «Είθε τούτη η έκδοση να σημάνει για μερικούς από μας που διστάζουν μέσα στα δίχτυα της εσωτερικής αγωνίας τους, πως πρέπει να δώσουμε στο φως ό,τι “ξεχάσαμε” στα συρτάρια μας ή στο μυαλό μας». Ο Προφητικός
μεταφράστηκε στα Γαλλικά από τον Βέλγο ελληνιστή Gaston Henry Aufrère[1]
και επανεκδόθηκε το 1973, μαζί με τα Φεγγάρια και Προσωπίδες (αναθεωρημένα) και
την επόμενη συλλογή του Φλωράκη (Ο λύχνος του σώματος) σε έναν τόμο με τον τίτλο
«Ποιήματα».
«Ο λύχνος του σώματος» κυκλοφόρησε το 1973 από τις εκδόσεις «Το Ελληνικό Βιβλίο», με κόσμημα εξωφύλλου (λεπτομέρεια Τηνιακού φεγγίτη) από τον ζωγράφο Φαέθοντα Γρυπάρη. Αναλύοντας αυτή την συλλογή επισημαίνουμε και πάλι τη συγκρότησή σε επιμέρους ενότητες. Στην πρώτη από αυτές, τη «Φωνή της πέτρας», οι τίτλοι των ποιημάτων παραπέμπουν στη δομή της αρχαίας τραγωδίας, με την εναλλαγή επεισοδίων και χορικών: «Πρόλογος, Πάροδος, Πρώτο επεισόδιο, Στάσιμο, Δεύτερο επεισόδιο, Έξοδος».
Στο πιο ψηλό κλωνάρι της θάλασσας / κρέμασα ανθό βερικοκιάς, / σημαία των κυμάτων, / ανεμοδείχτη σιωπής. / Στο πιο πλατύ κοχύλι τ’ ουρανού / χάραξα κύκλο, / λιοστάσι της αστροφεγγιάς, / λιοτρίβι γκρίζων ημερών. /Γυρεύοντας τη βροχή / στις φυλλωσιές και στις φτέρες / συνέτριψα τις πόρτες των ίσκιων. / Σπουδάζοντας τις γραμμές των μίσχων, / έχτισα τον κόσμο στην αρχική του δομή / με καμπύλες φωτός. / Στο πιο ψηλό κλωνάρι της ζωής μου / κρέμασα ένα λευκό μαντίλι, / να στεγνώσει από τα δάκρυα που σου σπόγγισα.
«Το τέλος κάποιας εποχής», είναι μια άλλη ποιητική ενότητα που μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελεί συνέχεια της «Γιορτινής οπτασίας» της πρώτης συλλογής Φεγγάρια και προσωπίδες. Από αυτήν το ποίημα «Ειρήνη» μεταφράστηκε στα Ιταλικά από τον ποιητή Φοίβο Δέλφη και το ποίημα «Ἡ κοπέλα της βροχής» πρωτοδημοσιεύτηκε στο ιστορικό περιοδικό Λωτός.[4] Το ποίημα «Πορεία» μεταφράστηκε στα Γαλλικά από τον Βέλγο ελληνιστή Gaston Henry Aufrère και δημοσιεύτηκε επίσης στο αφιέρωμα του περιοδικού Αιολικά Γράμματα, «Poètes Grecs, Traduction: Gaston Henry Aufrère».[5]
[6]. Η ενότητα «Ακολουθία του Μεσονυκτικού» παραπέμπει σε μια εκκλησιαστική ακολουθία που διαβάζεται κατά το μεσονύκτιο (κυρίως στα μοναστήρια) και η ενότητα «Επιστροφή» στον θάνατο του πατέρα του ποιητή που σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1959, όταν εκείνος ήταν ένδεκα ετών, και στον «μαγικό» κήπο τού σπιτιού του στην Αγία Παρασκευή. .Τα χρόνια πέρασαν, ο ποιητής μετά τις σπουδές του στην Αθήνα και το Παρίσι, εξακολούθησε να μην ξεχνάει την πρώτη αγαπημένη, την ποίηση. Το 1990, ο Αλέκος Φλωράκης επανέρχεται στο ποιητικό προσκήνιο, με τη συλλογή του «Η προϊστορία του νερού» (με λιθογραφίες του ζωγράφου αδελφού του Ματθαίου Φλωράκη), που κατά την άποψή μου αποτελεί τη μέχρι τότε κορύφωση της ποιητικής του δημιουργίας.
Στην προϊστορία του νερού ο ποιητής μεταμορφώνεται σ’ ένα πνεύμα των Κυκλάδων, γράφοντας τη δική του προϊστορία του νερού, γυρνώντας στα θαλασσινά τοπία της Μήλου, της Σαντορίνης, της Πάρου, της Μυκόνου, της Σίφνου, της Νάξου, μα πάνω απ’ όλα των ιερών νησιών τότε και τώρα, της Δήλου και της Τήνου. Στο ποίημα «Κυμοθόη α΄»[7] γράφει:
Κοιτάζοντας πέρα τη θάλασσα έγινε βράχος. / Έβγαινε μέσ’ απ’ τη γη. / Στο βάθος τα νησιά ασάλευτα / κι η Ερημόμηλος μόνη σαν τ’ όνομα της. / Τόσο που έζησα με τα ερείπια, / που και τα μέλη μου μόλις τα συγκρατώ. / Οι άνθρωποι που εχθρεύονται το κύμα / ούτε και τη γαλήνη ψηλαφούν. /Γεμίζουν τους τοίχους με ονόματα, / χρονολογίες, πρόστυχα λόγια· / το βράδυ καθισμένοι στην αυλή τους / απολαμβάνουν — λένε — τη γαλήνη. / Ωραία γαλήνη! — που δε γνώρισε / μήτε μια τόσην εκστρατεία. / Σωριάζεται στην πολυθρόνα· / μοιάζει με συννεφιά».
#
Έτσι, εξακολουθεί να ισχύει και για τον Αλέκο Φλωράκη αυτό που έγραφε με τον Στέφανο Μπεκατώρο στον Πρόλογο της γνωστής μας ανθολογίας Η νέα γενιά: Ποιητική ανθολογία 65–70 ότι δηλαδή η ελληνική ποίηση στάθηκε πάντα συνειδητή φωνή ελεύθερων πνευμάτων, πέρα απ’ τα ερεθίσματα της τότε ταραγμένης πολιτικής ζωής, της δικτατορίας, και της υποχώρησης των αξιών, υποχώρηση, που για τον ποιητή σημάδεψε και σημαδεύει και τις μέρες μας. Σ’ αυτήν τη χρονική περίοδο λοιπόν που βιώνουμε και που δοκιμάζεται η αντοχή των πνευματικών ερεισμάτων, ο Αλέκος Φλωράκης είναι συνεπής, όπως τότε και τώρα.
Ή αλλού (Τήνος, Κιόνια 84 π.Χ.[8]): Πλάι στο κύμα τα ερείπια / και ο μικρός Λεύκιος, /μάρμαρο λευκό, /«αρετής ένεκεν Ποσειδώνι και Αμφιτρίτη», /χλομός, σχεδόν διάφανος. /Επέμενε ως το τέλος. /«Δεν είναι ο θάνατος — έλεγε. /Είναι που κοίταζα τόσην ώρα /το φεγγάρι»..
Σε όλες τις συλλογές του Αλέκου Φλωράκη, με εξαίρεση τις «Δέκα και μία νότες μουσικής δωματίου» του 1996, που αποτελούν μια αισθητική, λυρική ποιητική ρομαντική παρένθεση στο όλο του έργο, ένα «εγκόλπιο για τον καιρό της τύρβης», η ειρωνεία και ο σαρκασμός και η διαμαρτυρία ενυπάρχουν ως βάση στην ποιητική του Αλέκου Ε. Φλωράκη, όπως πολλές φορές θέλει να γράφει το όνομά του. Όμως τις δημιουργίες του τις εμπλουτίζει και με την ελπίδα, την προσδοκία για κάτι καλύτερο, αλλά και την κοινωνική κριτική. Με αυτή του τη γραφή διαφοροποιείται κατά κάποιο τρόπο από τους λοιπούς συγχρόνους του, κυρίως όμως με τις ποιητικές του προσεγγίσεις στη φύση και τις απορρέουσες από αυτή παραμέτρους.
#
Η μικρή συλλογή «Δέκα και μία νότες μουσικής δωματίου» (εκδόσεις Φιλιππότης 1996) αποτελεί μια αισθητική, λυρική, μουσική, ρομαντική παρένθεση στο όλο του έργο, ένα «εγκόλπιο για τον καιρό της τύρβης». Ποιήματα σαν ζωγραφιές ‒και με ζωγραφιές της Σοφίας Φόρτωμα‒ είναι αφιερωμένα στη γυναίκα του για τα δέκα χρόνια του γάμου τους (1985-1995) και γραμμένα στην Αθήνα, την Τήνο και το Παρίσι.
ΗΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΚΟΚΚΙΝΟ
Πορφυρό ηλιοβασίλεμα / η λύπη μιας μέρας που σβήνει. / Ανεβαίνει στις στέγες, / πολιορκεί τους φεγγίτες. / Λουλούδια φωτιάς κυριεύουν τα τζάμια. /Τα μάγουλά σου είναι που ανθίζουν / σ’ ένα Παρίσι βροχερό.
Ακολουθεί τo 2002 κυκλοφορεί η έκτη συλλογή του με τίτλο «Στους αντίποδες ή περί αντιστροφής», από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης με εικονογράφηση του Ιωάννη Ιωάννου. Στην συλλογή αυτή ο ποιητής μάς προϊδεάζει με την μεταφορά του λήμματος «αντίποδες» από το λεξικό : «Αντίποδες: Τόποι και λαοί των δύο άκρων μιας και της αυτής διαμέτρου της γηίνης σφαίρας. Οι αρχαίοι Έλληνες καθώρισαν ότι οι αντίποδες έχουσιν αντιστρόφως τας ώρας του έτους και τας ημέρας και νύκτας. Κατά τον Η΄ αιώνα, ο πάπας Ζαχαρίας προέβη εις αναθεματισμόν της θεωρίας αυτής». Η συλλογή αποτελεί ένα ποιητικό ταξίδι στον κόσμο μέσα από τα παιδικά και εφηβικά αναγνώσματα του Αλέκου Φλωράκη, όπως μαρτυρούν εξάλλου και οι τίτλοι των ποιημάτων: «Γκιούλιβερ», «Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες», «Ο τελευταίος των Μοϊκανών», «Ροβινσών Κρούσος» κ.α.
#
ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ[9]
Μικρός, φανταζόμουν τους αντίποδες / σαν την απόλυτη αντιστροφή. / Αφού η γη είναι μια μεγάλη μπάλα /–έλεγα– / εκεί οι άνθρωποι θα περπατούν / με το κεφάλι ανάποδα, / θα ξυπνούν το βράδυ και θα κοιμούνται / το πρωί. / Όταν αφήνουν κάτι στο τραπέζι, / θα κινδυνεύει να πέσει στο κενό. / Τα πάντα, και οι ίδιοι, / θα ρέπουν προς την πτώση. / Σήμερα, μετά από χρόνια αυταπάτης, / ακόμα η αιρετική αυτή ιδέα / με βασανίζει. / Διερωτώμαι μόνο, / μην οι αντίποδες βρίσκονται από δω· / μήπως εμείς περπατούμε /με το κεφάλι ανάποδα. /
Όπως σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής, είναι «ποιήματα βασισμένα σε μυθιστορήματα των νεανικών μας χρόνων, ο μύθος των οποίων αντιστρέφεται και συσχετίζεται με το παρόν». Ενδεικτική του χαρακτήρα τους είναι η προμετωπίδα «Τα γυρίζω ανάποδα για να σταθούν όρθιο» του Γιάννη Σκαρίμπα. Στο τέλος με τίτλο «Σχόλια μη ανεστραμμένα» δίνονται οι περιλήψεις των μυθιστορημάτων.
Το 2010 στην Τήνο έγινα κοινωνός της συλλογής του «Ανατομία ενός τοίχου»(εκδόσεις Γαβριηλίδης), όπου πλέον η ωριμότητα του ποιητή αποτυπώνεται σε αναφορά με μουσικά σύνολα των Σούμπερτ, Μότσαρτ, Χάιντν, Μπετόβεν κ.ά., που ίσως ο αναγνώστης, τα αισθανθεί πίσω απ’ το περίεργο ποίημα «Andante calmο»[10] του Χοακίν Ροδρίγκο [Joaquin Rodrigo]:
Γαλήνη επιτέλους! / Η καταιγίδα κόπασε, / τα περίλυπα κρουστά αποσύρθηκαν, / ο άνεμος στα πνευστά υποπνέει· / χορδές τώρα ψαύουν / Τις παρυφές της εσπέρας. / Γαλήνη! / Στο τέλος μιας μέρας εξοντωτικής, / κατ’ άλλους αποδοτικής, / εμβρόντητης πάντως, ενεάς, άναυδης, / μπορείς επιτέλους / ν’ ανοίξεις το ραδιόφωνο στο Τρίτο, / μπορείς αιρόμενος από το μπαλκόνι, / πάνω από κεραίες και ηλιακούς θερμοσίφωνες, / να βυθιστείς στον ιδιωτικό λειμώνα σου, / στον πορφυρό δειλινό αιγιαλό σου… / Αμ’ δε! / Να την πάλι η επάνω / με τα στερεοφωνικά της σκυλάδικα / και ο απέναντι που ροκάρει στη διαπασών. / Η φιέστα της εξαίσιας πόλης μας.
#
Με την «Ανατομία ενός τοίχου», όπου μέσα από την οπτική των τωρινών μας ημερών και έργων, ίδια εν πολλοίς με εκείνη των δεκαετιών του ’70 και μετά, αναγκάζουν τον ποιητή να επαναφέρει την τότε κριτική ματιά του και να συμπεριλάβει στη συλλογή του 2009, τη σειρά «Ελλήνων πάθη», απ’ όπου και ένα από τα ποιήματα που ακολουθεί («Η νέα εποχή, Λίμνη Στυμφαλίας 2005»[11]):
Η ωραία Στυμφαλίς / έμεινε στους αιώνες / ίδια και απαράλλαχτη, / να προφέρει δύο στήθη / στην τιμή του ενός, / σε κάθε απόπειρα βιασμού. / Μόνο το φύλο της άλλαξε, / όπως και η λέξη «όρνις», / που από διγενής / έγινε εντελώς θηλυκή, / αν αυτό λέγεται αλλαγή / σε εποχή τρανσέξουαλ, / όπου με μια εγχείρηση / μπορείς να εκχωρήσεις / τον ανδρισμό σου. / Κι ο Ηρακλής; /Ακόμη μάχεται, αλλά ποιον; / Οι στυμφαλίδες όρνιθες / εξολοθρεύτηκαν ήδη /από τα διερχόμενα τροχοφόρα.
Το 2011 εκδίδεται η συλλογή «Εγκύκλιες σπουδές» που ξεχωρίζει από το μότο του Διονυσίου Σολωμού: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»[12] με ένδεκα ποιήματα με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Πατριδογνωσία», «Αγωγή του πολίτη», «Διαγώνισμα ιστορίας» κ.α. σχετικούς με τα σχολικά χρόνια τίτλους. Τα ποιήματα της συλλογής αυτής διαβάστηκαν στο «31ο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας», που πραγματοποιήθηκε από 30 Ιουνίου έως 3 Ιουλίου 2011 στο εκεί Πανεπιστήμιο, με θέμα «Ποίηση και κρίση». Κυκλοφόρησαν το ίδιο έτος, εκτός εμπορίου, με κόσμημα εξωφύλλου από παλαιό αναγνωστικό του δημοτικού σχολείου και, εσωτερικά, χιουμοριστικό σχέδιο της θεάς της σοφίας Αθηνάς, του Ματθαίου Φλωράκη.
Στην συλλογή αυτή, καταγράφεται μια ποίηση-«έκθεση ιδεών» εάν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, στην οποία ο ποιητής, με χιουμοριστικό αλλά οξύ τρόπο «εκθέτει» την απογοητευτική τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα μέσα από την αντιπαράθεση της μορφωτικής εμπειρίας παλιότερων χρόνων με το κατρακύλισμα της πρόσφατης «πολυπολιτισμικής» ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, διακηρύττει μέσω των στίχων του ότι, «Η κρίση δευτερογενώς μόνο είναι οικονομική. Πηγάζει από τη γενική έκπτωση των αξιών και επιτάσσει επαναπροσέγγιση των πνευματικών και πολιτισμικών μας ερεισμάτων. Επιτάσσει σπουδές εγκύκλιες, με μαθήματα (παθήματα) παιδείας και όχι παιδιάς».
#
ΕΚΘΕΣΗ ΙΔΕΩΝ[13]
Τι να εκθέσουμε δάσκαλε; / Ιδέες πλέον δεν υπάρχουν, / Απέδρασαν με εκατόν ογδόντα άλογα / για το εορταστικό τριήμερο, / καταναλώνουν / κοντοσούβλια και πέστροφες, / φιλοσοφούν με σφηνάκια. / Η αριστοτελική Πολιτεία / ναυάγησε στα βόρεια προάστια. / Η Ακαδημία Πλάτωνος / κατελήφθη από Πακιστανούς. / Η Μεγάλη Ιδέα έγινε idea. / Να εκθέσουμε λοιπόν / ή μήπως να εκτεθούμε / σε μειοδοτική δημοπρασία / ιδεών πρώτης ανάγκης, /όπως τα πεύκα, ο ουρανός / και ἡ ποίηση;
Μαζί με την σάτιρα, στην υπόψη συλλογή, στην οποία όμως εγκλείεται μια μελαγχολική χροιά, ενυπάρχει και η ειρωνεία, χαρακτηριστικό σε πολλά ποιήματα του Φλωράκη, που το χρησιμοποιεί ως μέσον για να υπογραμμίσει τα κακώς κείμενα που συχνά παρατηρεί στην κοινωνία.
Ακολουθεί το 2017 η συλλογή από τις εκδόσεις «Κοροντζής» με τον περίεργο τίτλο «Τα δέντρα εισβάλλουν από το παράθυρο», που πήρε τον τίτλο από το πρώτο ομώνυμο ποίημα[14] :
ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΕΙΣΒΑΛΛΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Όταν νυχτώνει, / ένα φεγγάρι ολόγιομο / τρυπά τον ουρανό, / σπρώχνει το φεγγίτη, /εκπορθεί / κάθε αμέριμνο άνοιγμα, / όχι με πάταγο αλλά σιωπηλά, / ανεπαίσθητα, / επικινδύνως ανεπαίσθητα, / το δάσος / σε δυο παλάμες / προσφέρεται / ωσάν πολιορκητικός κριός, / τα δέντρα / εισβάλλουν από το παράθυρο, / δεν έμεινε πλέον τόπος / δίχως φως, / δεν έμεινε τόπος / δίχως σκιά, / δεν έμεινε τόπος.
Τα δέντρα και το φως του φεγγαριού στον τίτλο της συλλογής και στο παραπάνω ομότιτλο εισαγωγικό ποίημα υποδηλώνουν τη μαγεία της νυχτερινής φύσης, την ποιητική αίσθηση των πραγμάτων, αλλά και τους φόβους της ανθρώπινης νύχτας, τους προσωπικούς πόνους και τις αμφιβολίες, τις κοινωνικές πληγές. Σε μια αμφίσημη διαδικασία φωτός και σκιάς, εισβάλλουν από όποιο παράθυρο του εαυτού μας έχουμε αφήσει ανοιχτό και καταλαμβάνουν κάθε εσωτερικό χώρο, του δίνουν φως και μαζί τον σκιάζουν. Αυτή είναι η αμφισημία της ζωής, όπως άλλωστε και της ποίησης.
#
ES REGNET (ΒΡΕΧΕΙ)
Σε αλλότρια γη, / απ’ το παράθυρο της Berlinerstraße / ο ουρανός βαρύς / γίνεται φως / στα σφαλιστά του μάτια, / γεμίζει το δωμάτιο / με τοπία ηλιόλουστα / καλοκαιρινού Αιγαίου, / οι πίνακές του στους τοίχους /αυλές πού κοιτάζουν το πέλαγο, / στο προσκεφάλι του / γυναίκες-όντα μυθικά / σε τελετουργικό χορό. / «Es regnet», / είπαν οι άνθρωποι / του γραφείου τελετών / και τύλιξαν με το αδιάβροχο / φορείο και σώμα, / έφυγαν βιαστικά / προς την έξοδο, / το σπίτι / έμεινε άδειο, βουβό, / γεμάτο όμως από φωνές, / λιθογραφίες που τυπώνουν / τα μακρινά οράματα (….)
Διάφορα ποιήματα από την συλλογή αυτή δημοσιεύτηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, χαρίζοντας στον αναγνώστη μια αύρα θαλασσινή, ταυτισμένη με τις μνήμες αλλά και τις απτές αισθήσεις των αρχαίων ειδωλίων που ο ποιητής με την ιδιότητα του λαογράφου ερευνητή αποδίδει στο φως. Μια συλλογή γεμάτη και αυτή μνήμες και αφιερώματα στους «άγνωστους αγίους», παλιούς και νέους της Ελλάδος. Μια συλλογή με την οποία ο Φλωράκης εισέβαλλε στα Ελληνικά γράμματα για άλλη μια φορά, «διδάσκοντας» πλέον την ποιητική του σε εμάς τους φίλιους αναγνώστες της ποίησης του. Ιδιαίτερα συγκινητικό είναι το σχετικό ποίημα που γράφτηκε στο Βερολίνο, όπου πέθανε ο εκεί εγκατεστημένος αδελφός του, ζωγράφος Ματθαίος Φλωράκης, το οποίο συμπεριέλαβε σε φυλλάδιο αφιερωμένο σε εκείνον και το οποίο διανεμήθηκε σε φίλους στο μνημόσυνό του στην Αθήνα. Η πρώτη δημοσίευση του ήταν στο περιοδικό Ποιητική το 2017. Εδώ ο ποιητής, πέρα από την θλίψη του για τον αγαπημένο του αδελφό, αναδεικνύει σε αντιπαράθεση με το βαρύ γερμανικό κλίμα το φως του Αιγαίου, της Ελλάδος, την διέξοδο δηλαδή με τα μακρινά οράματα, στο σκοτάδι του θανάτου. Είναι αξιοθαύμαστο πώς, η ποιητική ματιά και εκείνη την τραγική ώρα, μπόρεσε να αρθεί πάνω από την ανθρώπινη διάσταση και ατενίσει ότι θείο απεικονίστηκε στις λιθογραφίες του φωτός. Η ίδια αποτύπωση ακολουθείται και στο ποίημα «Ρωγμές»,[15] όπου εξακολουθεί να γράφει με το πολυτονικό σύστημα. Στη συγκεκριμένη αυτή συλλογή, τα ποιήματα των πέντε πρώτων ενοτήτων είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, ομαδοποιούνται ωστόσο μέσω μιας νοηματικής ή μορφολογικής συγγένειας. Ακόμη εμφανέστερα, στις δύο τελευταίες ενότητες («Πέλαγος μέσον τέμνειν» και «Κυριακοδρόμιο των εσχάτων ημερών») τα ποιήματα παρουσιάζουν στενότερη σχέση συνοχής προς άλληλα. Αν και καθένα παραμένει αυθύπαρκτο και αυτοτελές, όλα μαζί συνθέτουν μια εξελισσόμενη διαδρομή προς ένα κοινό σημαινόμενο, μία ροή μηνυμάτων έως τον τελικό στόχο.
Λεπτολογώντας τους στίχους των ποιημάτων αυτής της ενδιαφέρουσας ποιητικής συλλογής, μπορούμε να σταθούμε στις επί μέρους αναφορές των επιγραμμάτων που χρησιμοποιεί, παραπέμποντας έτσι στο αρχαιοελληνικό αυτό ποιητικό είδος, μεταφέροντας τον επιτύμβιο ή ερωτικό χαρακτήρα του στο σήμερα. Μια άλλη διάκριση είναι η ενότητα «Ρωγμές», με στιγμές πόνου, νοσταλγίας ή διάψευσης που αναφέρονται σε προσωπικά βιώματα και σε αγαπημένα πρόσωπα, τα οποία όμως προσλαμβάνουν γενικότερο χαρακτήρα. Η «Τακτοποίηση βιβλιοθήκης» π.χ. παραπέμπει στο ξεθώριασμα ή και στην αθέτηση των ιδανικών της γενιάς του ’70. Στη «Μεταφορά σκόνης» η σκόνη μπορεί να εκληφθεί παράλληλα τόσο με τον προσωπικό όσο και με τον κοινωνικό συμβολισμό της. Τα ποιήματα της ενότητας «Παρένθετα» ξεπήδησαν απροσδόκητα σε παρένθετες ώρες, ανάμεσα σε επιστημονικές συγγραφές του ποιητή. Άλλα διακατέχονται από ειρωνική ή παιγνιώδη διάθεση, ενώ άλλα επιχειρούν μικρές τομές στη ζωή και άλλα ψηλαφούν τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας. Στα «Αιρετικά ποιήματα», όπου το «αιρετικά» νοείται εντός εισαγωγικών και όχι κυριολεκτικά, τα θέματα που θίγονται είναι η διαφορετική θεώρηση του έρωτα κατά εποχή και κατά ηλικία (αντικομφορμισμός ή έκπτωση;), η πάντοτε ενυπάρχουσα ανθρώπινη φιλοδοξία και αυταρέσκεια («Τω αγνώστω αγίω»), η αντιστροφή του φανατισμού στη δογματικά «αμφίρρυθμη» Τήνο, η εμπορευματοποίηση του προσκυνήματος της Παναγίας.
Προς το τέλος, απαντάμε την χαρακτηριστική ενότητα δώδεκα ποιημάτων, «Πέλαγος μέσον τέμνειν» (Ὁμήρου, Ὀδύσσεια , γ ΄ 174 – 175) η οποία, με άμεσες αναφορές στην προϊστορική αρχαιολογία, τον Όμηρο, τον Ησίοδο και την αρχαία ελληνική μυθολογία, παρακολουθεί μέσα στους αιώνες το θαλασσινό έπος του αιγαιοπελαγίτικου λαού, δίδοντάς μας τους θαυμάσιους στίχους που ψαλμωδούν «άγγελοι αλιείς ποιητών και ποιητές αγγέλλων θάμβος», με μια λαμπρότητα αντάξια του αιγαιοπελαγίτικου φωτός, αλλά και των αναμνήσεων μιας ξεχασμένης – ίσως – βυζαντινής ιερουργίας στην ποίηση μας. Όλα με την ιδιαιτερότητα της πολυτονικής ελληνικής γραφής που άλλωστε ακολουθεί γενικά στην ποίησή του ο Φλωράκης.
Αιγαίου νήσος[16] :
ΠΡΟΟΙΜΙΟ – Αιγαίου νήσος / σιωπά και βοά. / Άγγελοι αλιείς ποιητών / και ποιητές αγγέλλων θάμβος. /Παντού τα σπάρτα ψαλμωδούν, / το εωθινό έαρ· / φωτοδοτούν το κίτρινο. / Παντού οι λυγαριές θρηνωδούν, / το εσπερινό θέρος· / αναδύονται στο ιώδες. / Αύτη η νήσος, / ύμνος και ψίθυρος, / ωδή και σιγή· / το ποίημα φυτρώνει / στα μάτια μου / αγκάθι και κρίνο.
Στην τελευταία ενότητα της συλλογής, με τίτλο «Κυριακοδρόμιο των εσχάτων ημερών»[17], είναι σαν να παρουσιάζεται ένα τμήμα από το μεσαιωνικό βιβλίο του Κυριακοδρομίου με την παράθεση δέκα ποιημάτων σχετικά με τα διαδοχικά ευαγγέλια των προ των Χριστουγέννων Κυριακών και εκείνων του Τριωδίου. Δεν πρόκειται όμως για διδαχές από και προς πιστούς. Σχολιάζουν σκωπτικά την πολεμική που ασκούν άνθρωποι βολεμένοι, κρατούντες και υποκριτές. Είναι οι άνομοι που μιλούν εδώ, αυτοί που περιγράφονται από τον απόστολο Παύλο ως εκείνοι των «εσχάτων ημερών», οι τόσο όμοιοι με τους σημερινούς. Την κάθαρση επιφέρει το τελευταίο ποίημα της ενότητας («Της κρίσεως»).
Του Τελώνου και του Φαρισαίου :
«Ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων» (Λουκ., ιηʹ 11) / Και βέβαια δεν είμαι σα τούς άλλους, / τους άδικους και τους αμαρτωλούς. /Νηστεύω δις της εβδομάδος / και ελεώ τούς πένητες – έχω πολλά / και πλούτη και αρετές. / Γι’ αυτό προσεύχομαι με υψωμένα χέρια, / να φαίνομαι από παντού, να με θαυμάζουν, / όχι όπως αυτός ο άθλιος τελώνης / που δεν τολμά των ουρανό να δει. /Κι όμως δε μ’ ανταμείβεις όπως πρέπει. / Εγώ για το δικό σου κύρος / τα ύπατα κατέχω αξιώματα, / φορώ ιμάτια φαρδιά, πεποικιλμένα, / ζητώ πρωτοκλισίες κι ασπασμούς. // Με προσφωνούν «ραββί» / κι έρχεσαι τώρα, / με τα «ουαί», υποκριταί» και τα τοιαύτα, / να δικαιώσεις τούτον τον τελώνη… /Λέγε ό,τι θες· / την εξουσία / την κρατούμε οι Φαρισαίοι.
Λίγο πριν την έκδοση της συγκεντρωτικής του συλλογής παρουσιάστηκε το 2018 η τελευταία ποιητική δραστηριότητα του Αλέκου Φλωράκη με την συλλογή «Ο αλαφροΐσκιωτος και το πηγάδι» (έκδοση της Κοινωνίας των δεκάτων)«Ο αλαφροΐσκιωτος και το πηγάδι»[19]φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της παράλληλης θητείας του Φλωράκη στην ποιητική γραφή αφ’ ενός μεν και στην λαογραφική του έρευνα απ’ την άλλη μεριά.
Συγκροτείται από έξι ποιήματα, που συνδέονται μεταξύ τους αλλά που διατηρούν και την αυτοτέλεια τους. Με έμπνευση από νεοελληνικές παραδόσεις για υπερφυσικά όντα και μάγισσες, λαϊκές δοξασίες, προλήψεις και μοτίβα παραμυθιών, δομούνται με τα στοιχεία αυτά τα ποιήματα της συλλογής αυτής και τα μηνύματά τους και έτσι επιδέχονται μια δεύτερη συμβολική ανάγνωση. Εξετάζοντάς τα ποιήματα στις λεπτομέρειες τους με τις αντίστοιχες λαογραφικές αναφορές στις σημειώσεις που παραθέτει ο ποιητής στο τέλος του βιβλίου, συναντάμε στο ποίημα π.χ. «Το πηγάδι», μια κοινή ανά την Ελλάδα δοξασία για κρυμμένους θησαυρούς, που τους φυλάν «αράπηδες» ή «μόροι:
ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ[20]# Στο έρημο το κάστρο, λέγαν οι παλιοί, / βαθύ πηγάδι μένει στοιχειωμένο, / κανείς δεν μπόρεσε ως τώρα να το βρει, / μα ούτε και που θα το βρει προσμένω. / Τρία πιθάρια κρύβει μέσα του βαθιά, / αλί και τρισαλί σ’ όποιον σιμώσει, / άγριος αράπης τα φυλάει και σα μασιά / το μαύρο χέρι του θα τον γραπώσει. / Όταν θα δεις να ’ναι τα μάτια του κλειστά / είναι ξυπνός και μην τον πλησιάσεις, / κοιμάται σαν τα μάτια του έχει ανοιχτά, / τότε μονάχα θα τον ξεγελάσεις. / Στο ’να πιθάρι αμέτρητά ’ναι τα φλουριά, / μαργαριτάρια και χρυσά στολίδια, / νερό στο άλλο, που θα πνίξει το ντουνιά, / και στο στερνό μυριάδες άγρια φίδια. /Απ’ τον αράπη να γλιτώσει ποιός μπορεί / και το σωστό πιθάρι ποιός να πάρει, / μονάχα κάποιος αντρειωμένος αν βρεθεί, / πλούτος θα τρέξει άσωστος, λογάρι. / Δεν τόλμησε κανείς στα χρόνια τα παλιά /κι έτσι ο θησαυρός ακόμα μένει, / όλοι το ξέρουνε, ανθρώποι και στοιχειά, / πως δεν υπάρχουν πια αντρειωμένοι.
Στο ίδιο μοτίβο ανατρέχουν και τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής αυτής, όπως π.χ. «Ο αλαφροΐσκιωτος», όπου οι τρεις Μοίρες έχουν ορίσει πως θα πέσει στο πηγάδι μόλις κλείσει τα 17 του χρόνια, «Η ψυχή του δέντρου», από την δοξασία ότι ορισμένα δέντρα μεγάλα και παλαιά έχουν ψυχή και ότι σ’ αυτά ενοικεί ένα υπερφυσικό όν (στοιχειό ή νεράιδα) ή το «Η Ωραία Κοιμωμένη» βασισμένο στο παραμύθι του διάσημου συγγραφέα παραμυθιών Σάρλ Περώ[21]. Στο ποίημα αυτό, με το βασικό μοτίβο του παραμυθιού, συμπλέκονται νεοελληνικές παραδόσεις για το αθάνατο νερό, το νερό πού σε όποιον το πιεί εξασφαλίζει την αθανασία, όπως επίσης συμπλέκονται παραδόσεις για θησαυρούς πού γίνονται στάχτη ἤ κάρβουνο.
Είναι σημαντικό το ότι ο ποιητής, μέσα στο σύνολο της ποίησής του αξιοποιεί ποιητικά τα μοναδικά στοιχεία του Αιγαίου, τον ήλιο και το φως, πότε λυρικά και πότε εκμεταλλευόμενος τις γνώσεις του από την ελληνική παράδοση και την αρχαιότητα, αλλά, και με μία σεμνότητα, που απορρέει από τις χριστιανικές τελετουργικές παραδόσεις και την χριστιανική ηθική. Ο αναγνώστης, διαβάζοντας την ποίηση του Αλέκου Φλωράκη αισθάνεται μια αιγαιοπελαγίτικη εικόνα με τον σταυρό στην άκρη του γαλάζιου ουρανού. Αυτή η καθαρότητα του ελληνικού φωτός, που καταυγάζει το Αιγαίο, αλλά που πολλές φορές συμβολικά καταυγάζει και τα ποιήματα του, καθιστά τον Φλωράκη υμνητή του ελληνικού κάλλους και της αρμονίας, μιας λέξης που τα τελευταία χρόνια έχει ξεχαστεί σ’ αυτή την χώρα. Τελειώνοντας την «ανατομία» αυτή στην ποίηση και στην προσωπικότητα του Αλέκου Φλωράκη, θα ήθελα να μεταφέρω εδώ μια σκαλισμένη επιγραφή του 1853, που εκείνος κατέγραψε, σε κρήνη στον Τριπόταμο της Τήνου, σαν μια ευχή-παρότρυνση για τη συνέχιση της ποιητικής του προσφοράς:[23] «Η ανθρώπινος φωνή εξερχομένη εκ της πέτρας διαπερρά τους αιώνας και εν μέσω της ερημίας εις τον διαβάτην λέγει: Άνθρωπε, δεν είσαι μόνος· και άλλοι εις τους αυτούς τόπους και έπιον και έπαθον και ησθάνθησαν και διηωνίσθησαν. Νίψαι ουν και συ και πίε και απόδος το αιωνία η μνήμη»[24], όπου στην προκειμένη περίπτωση του ποιητή, η μνήμη δεν έχει καμία σχέση με αποδημία στον άλλο κόσμο, αλλά συμβολικά, με την ποιητική μνήμη της συνολικής προσφοράς στα ελληνικά γράμματα της ποιητικής γενιάς του ’70.
Και φτάνουμε στην συγκεντρωτική του συλλογή του 2020 «Τα ορατά και τα αόρατα».[22] Έναν τόμο, που εντυπωσιάζει με την καλαισθησία του και την τυπογραφική του αρτιότητα, αποπνέοντας μια συμπαγή αιγαιοπελαγίτικη αύρα. Παράλληλα δε, περιέχει και έναν άδολο λυρισμό μέσα από το άπλετο φως που εκπέμπει και που, δίνει, αυτός ο συγκεντρωτικός τόμος στους αναγνώστες, την ευκαιρία να γνωρίσουν και ν’ αποτιμήσουν σφαιρικά αυτήν την ποίηση, δηλαδή όλες τις μέχρι σήμερα ποιητικές του συλλογές του Φλωράκη. # Η συγκεντρωτική αυτή έκδοση αποτελείται από 260 σελίδες που συμπεριλαμβάνουν στο τέλος και επεξηγηματικά σχόλια του ποιητή. Ταξιδεύοντας συνεχώς στις ποιητικές συνθέσεις των ποιητικών του συλλογών, διαπιστώνει κανείς την πυκνότητα και το φορτίο που μεταφέρει η ποίησή του, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, όπως η σάτιρα, το χιούμορ, η ειρωνεία, ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός, στοιχεία που εμφανίζονται σε πολλά επί μέρους ποιήματα. Η καυστικότητα και η οξύτητα πολλές φορές ορισμένων του στίχων, κληρονομιά από τα χαρακτηριστικά των απαρχών της ποιητικής Γενιάς του ’70, εμφανίζονται στον Φλωράκη περίπου στην ίδια συχνότητα όπως και στις πρώτες του συλλογές της δεκαετίας 60-70. Ως επίλογο δε, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου του ποιητή[25]: «Αναμφίβολα, η οικονομική κρίση επιδρά αρνητικά στην ψυχολογία των ανθρώπων, όμως το άνυδρο του πνευματικού μας τοπίου προϋπήρχε και στην εποχή της ευμάρειας. Άλλωστε η κρίση είναι πρωτίστως κρίση αξιών. Παρόλα αυτά, δεν πιστεύω ότι η ποίηση στην Ελλάδα κινδυνεύει, όσο κι αν έχει συρρικνωθεί ως προς την ανταπόκριση του κοινού (με ευθύνη και των ποιητών). Ο ελληνικός λαός υπήρξε ανέκαθεν ποιητικός και κατά τη βιοθεωρία και κατά την έκφραση. Αυτό δεν μπορεί να χαθεί».
Πάνος Καπώνης,Ιωάννινα Μάρτιος 2021
[1] Βλ. «Προφητικός», Αθήνα 1969, Πρόλογος. – [2] Βλ. στο αφιέρωμα του περιοδικού «Αιολικά Γράμματα», «Poètes Grecs, Traduction: Gaston Henry Aufrère», τχ. 125-126, Γενάρης-Φλεβάρης 1992. – [3] Βλ. «Τα Ορατά και τα αόρατα», σελ. 52. – [4] Βλ. περιοδικό «Λωτός», τχ. 3, Δεκέμβριος 1968. – [5] Βλ. τχ 125-126, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1992. – [6] Βλ. τχ 125-126, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1992. – [7]Κυμοθόη, όνομα Νηρηίδας. Σημαίνει την προσωποποίηση της κίνησης των κυμάτων. Από τη συλλογή Η προϊστορία του νερού. – [8]Κιόνια, περιοχή λίγο έξω από τη Χώρα της Τήνου όπου υπάρχει Ιερό του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. – [9] Βλ. «Τα ορατά και τα αόρατα», Γαβριηλίδης Αθήνα 2020, σελ. 99. – [10] σελ. 126. Οι σελίδες των παραπομπών αναφέρονται στον συλλογικό τόμο «Τα ορατά και τα αόρατα», εκδόσεις Γαβριηλίδης Αθήνα 2019. Συλλογή «Ανατομία ενός τοίχου». – [11] Συλλογή «Ανατομία ενός τοίχου», (μέρος «Ελλήνων πάθη»), σελ. 144. – [12] Σελίδες 153-162. – [13] Συλλογή «Εγκύκλιες σπουδές» σελ. 157. – [14]«Τα δέντρα εισβάλλουν από το παράθυρο», σελ. 165. – [15]Τα ορατά και τα αόρατα, Ποιήματα 1968-2018, σελ. 171. – [16] Ο. π., εκδ. Γαβριηλίδης, 2020, σελ. 185. – [17] Ο. π., εκδ. Γαβριηλίδης, 2020, σελ. 198-209. – [18]Βλ. ό. π. εκδ. Γαβριηλίδης, 2020.σελ. 205. – 19] Βλ. πρώτη δημοσίευση στό περιοδικό Poetix, τχ. 20, Φθινόπωρο/Χειμώνας 2018, σελ. 138-146. – [20]Βλ. ό. π. εκδ. Γαβριηλίδης, 2020.σελ. 213. – [21] Charles Perrault, Contes de la mere l’oye, 1697. – [22]Βλ. ό. π. εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2020. – [23] Βλ. Πάνος Καπώνης «Πρόσωπα στην ομίχλη», «Φεγγάρια & προσωπίδες», εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 2012 – [24] Βλ. Αλέκος Ε. Φλωράκης, Μαρμάρινες κρήνες της Τήνου, εκδ. Ἐρίννη, Αθήνα 2010, σελ. 98. –
[25]Από συνέντευξη στην Μάγδα Παπαδημητρίου: https:// www.magdapapadimitriou.gr/ sinentheyjeis/sienteyxeispira/84-milontas-me-ton-aleko-floraki