ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ, χριστουγεννιάτικο ΤΕΥΧΟΣ 16, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 >
{…} Στις ΚΡΙΤΙΚΕΣ > Πάνος Καπώνης (Αντί ναυαγίου, εκδόσεις Κουκούτσι, 2014) > Μια κριτική της Ανθούλας Δανιήλ.
[…] Βεβαίως δεν μπορεί κανείς να του ερνηθεί και όποια άλλη διάσταση (οι πιο απελπισμένοι ήταν και ερωτικοί και μοιραίοι και επαναστάτες, βλέπε Βλαδίμηρο Μαγιακόφκι) και μάλιστα την ερωτική που εκδηλώνεται διακριτικά χωρίς κορώνες.
Αρχίζοντας από τον τίτλο και συνεχίζοντας με το μότο, ποίημα, τραγούδι, μουσική «Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα /Ύστερα απ” το φριχτό ναυάγιο και το χαμό …» (Μανώλης Αναγνωστάκης, Μίκης Θεοδωράκης), αισθανόμαστε καλύτερα την κοινωνική διάσταση της ποίησης και το ρόλο του ποιητή. Κοινός παρονομαστής και στον τίτλο και στο μότο το «ναυάγιο». Ναυάγιο ονείρων, ιδεών, ελπίδας και τεράστιας αυταπάτης με πλοίο την οικονομία. Μιά «μεγάλη μηχανή την ξέρασε η θάλασσα» είναι ο κόσμος μας σαν εκείνο το τέρας στην Ντόλτσε Βίτα του Φελίνι. Και τα κομμάτια της μηχανής όλο και μεγαλώνουν και το τέρας δεν ελέγχεται. Όμως, εκεί που ο στίχος αγγίζει τις πληγές του κόσμου, η ματιά του ποιητή γίνεται ποιητική, έστω κι αν σκοτεινιάζουν οι σελίδες του Θουκυδίδη «με μπλε μελάνι στα πόδια του Αιγαίου». Στο ερώτημα «που μπορούν να μας οδηγήσουν τα τραγούδια μας», ακούγεται από μακριά η φωνή του Γιώργου Σεφέρη, όταν σε παρόμοιες εποχές έθετε παρόμοιο ερώτημα, «Πού θα μας φέρουν τέτοιοι δρόμοι» («Πάνω σε μια χειμωνιάτικη ακτίνα» Γ”), βλέποντας τα αδιέξοδα από τις επάλξεις του δικού του κόσμου. Και η αλυσίδα των περιπετειών με κρίκους τον Θουκιδίδη, τον Σεφέρη, τον Καπώνη μακραίνει, όπως και τα τραγούδια, όπως και η μνήμη που έχει αποτυπώσει τη φρίκη σε εικόνες, όπως ο «θάνατος με κατεβασμένο το μπορ του καπέλου του», σαν εκείνους τους σκοτεινούς εκτελεστές της 3ης Μαΐου του Γκόγια. Συχνά ο Καπώνης, από ποίημα σε ποίημα, πετάγεται από τον ένα τόπο στον άλλον. Έτσι, στο νησί της Τήνου οι σημαίες και οι εορτασμοί, στο Πόρτο Ράφτη η νεκροφόρα από τη μία, τα κορίτσια «καβάλα στις μοτοσυκλέτες» από την άλλη, ο άνθρωπος της Λευκάδας μετά, αλλά και κάποιο άλλο νησί ή τόπος άγνωστο τι, με τις γιαγιάδες και το «ποιητικό εγώ» ως «ευπρεπή νεκρό». Στην «μυστηριώδη νήσο», παλιά ανάμνηση όχι του Ιουλίου Βερν, αλλά του Καπώνη, δεν βλέπουμε τους προσκυνητές αλλά τα σκηνώματα τους, τις σημαίες να ανεμίζουν, την «μπάντα να παιανίζει» σαν εκείνη που άκουγε στην «Πρέβεζα» ένας οσονούπω «νεκρός», σκηνές που παραπέμπουν σε έναν άλλο τόπο, ου τόπο, σε μια άλλη ζωή, μετά-ζωή. Ο Καπώνης μπαινοβγαίνει στην ιστορία, αρχαία και νεότερη, αναπροσαρμόζοντας τα θέματα και τους πρωταγωνιστές έτσι ώστε να φανεί η διιστορική τους παρουσία, όπως τα «Στενά των Θερμοπυλών», για την θυσία ή η Αθηνά με τον «Παρθενώνα / αιώνες αιχμαλωτίζοντας το φως / ως αντίδωρο» για παρηγορία. Στο ποίημα «Ύμνος», τα εφτά επαναλαμβανόμενα «Χαίρε» δεν απευθύνονται στην Παρθένο αλλά στην νήσο της, την Τήνο, και κάθε «χαίρε» είναι ένα στιγμιότυπο, στο οποίο ο ποιητής χαιρετίζει το τοπίο, το φως, το λιμάνι, τα βουνά, τους περιπάτους, την μαρμαρογλυπτική του και στην γειτονική Δήλο, τον Απόλλωνα. Αυτή η διείσδυση του Καπώνη σε χρόνους απέχοντες μεταξύ τους, από το φως στο σκοτάδι, από το όνειρο και την ουτοπία στην καθημερινή τριβή, από την μεταφυσική στην ομορφιά του τοπίου και του πολιτισμού, από τα ανικανοποίητα προβλήματα στην επαναλαμβανόμενη ιστορία, είναι οδυνηρή περιπέτεια της μνήμης. Ωστόσο, ο σωστός κόσμος παραμένει ως αίτημα, ως ακύρωση και αυτού που ζούμε και ως ανάμνηση ενός κόσμου που ποτέ δεν υπήρξε.
Στα «Αντί-φωνα», δεύτερη ενότητα της συλλογής, ο ποιητής έχει μια ρομαντική απόσταση από τα πράγματα ή, θα έλεγα, ζει και τις δυο όψεις του νομίσματος. Τον παράδεισο : σαν μέσα στο όνειρό του, σαν περιπατητής και σαν παρατηρητής σε κήπους και λουλούδια, με Πανσέληνο και Ήλιο, με την Κυρά που «χτένιζε τα μαλλιά της στην άκρη του ουράνιου τόξου» (σαν την Αρετή της παραλογής) και περπατούσε μαζί της «χέρι χέρι» και «έδυε φυλακισμένος στο πρόσωπό της» ο ήλιος. Και στην κόλαση : σαν να λέγονται όλα για να αναιρεθούν από την έλλειψη τροφίμων και νερού, από την πορεία στον δρόμο, τον άστεγο έρωτα, μετανάστη, ρατσιστή, την άπνοια, το ψεύτικο γκαζόν, τα «πεινασμένα αγάλματα», τα «καυσαέρια της πολιτείας», τα «κουφάρια των κτηρίων», την «μετανάστρια Ελλάδα» που «ξανά προς την δόξα τραβά», με την θάλασσα και τον «καμένο ήλιο» της. Γενικά η ενότητα, ενώ χαρακτηρίζεται από μια ηπιότητα του ύφους, ταράζεται από μια εσωτερική εξέγερση γιατί η σύγχρονη πραγματικότητα, με όλα τα δεινά που της έχει σωρεύσει ο «πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων» (καθώς έλεγε και ο Καρυωτάκης που δεν άντεξε το σύστημα και συνεπακόλουθά του), τον καταθλίβει. Έτσι με βαθύ κατακάθι τον πόνο περιφέρεται, βλέπει, καταγράφει και απελπίζεται. Η ποιητική συλλογή Αντί Ναυαγίου μας προσφέρει τα θραύσματα από το ναυάγιο : φυσαλίδες από αναπνοές προσώπων και φωνές που δείχνουν πως ο ποιητής ταξιδεύει στα τοπία, στην ιστορία, στον μύθο, ενώνει την δική του φωνή με την φωνή όλων εκείνων που πριν και άλλοτε και πάντοτε αγρυπνούσαν. Ό,τι απέμεινε από ό,τι αγαπήσαμε και πιστέψαμε, ό,τι περισώθηκε από το θαύμα που θα μπορούσε να είναι, αν ήταν αλλιώς η ζωή και οι ιθύνοντες, είναι εδώ, στο βουλιαγμένο πλοίο. Ωστόσο δεν εγκαταλείπει. Το μότο του, προεξαγγελτικό της διάθεσης :
Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα / Ύστερα απ” το φριχτό ναυάγιο και το χαμό.