https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/17946-pirines-ietou
Πυρήνες υετού σε τρία μέρη. Το πρώτο, ομότιτλο με τη συλλογή, «Πυρήνες υετού» (2013-2014), το δεύτερο «Μυθο-λογία (2015-2018) και το τρίτο, «Τα εν Άνδρω» (2019-2021). Τα ποιήματα φέρουν σήμα· τόπο και χρόνο. Υποβάλλουν έτσι την αίσθηση του κεντρίσματος ή της ιδέας που γεννήθηκε σε συγκεκριμένο ταξίδι και δίνει το έναυσμα για να στηθεί η σύνθεση, τονίζοντας συγχρόνως με έμφαση την κοινωνική πραγματικότητα, την οποία ο ποιητής κάνει δεύτερη πικρή ψυχή του. Θα υποστήριζα με σθένος πως πίσω του στέκεται ο συνοφρυωμένος και πληγωμένος, όπου και να ταξιδέψει, Γιώργος Σεφέρης· αν και η ομορφιά είναι και αυτή μια πληγή, όπως μας λέει στον «Θρήνο για τον Άδωνι»: Η ομορφιά σου είναι πληγή στο πλευρό του κόσμου. Fog, επίσης, είπε ο Σεφέρης την ψυχική του ομίχλη, την κακή διάθεση, απαισιοδοξία και θλίψη. Fog έχει και ο Πάνος Καπώνης στη δική του ψυχή, θλίψη διάχυτη σε όλη τη συλλογή. Το πρώτο ποίημα φέρει τίτλο «Ομοιώματα πανσέδων» και έχει ημερομηνία 25 Μαρτίου 2013. Δεν είναι εύκολο να υπολογίσει ο αναγνώστης τι μπορεί να έγινε την ημέρα εκείνη του Ευαγγελισμού το 2013, αλλά μπορεί να θυμηθεί το «Επί ασπαλάθων», το οποίο γεννήθηκε την ίδια μέρα το 1971, εν καιρώ δικτατορίας. Κάτι συμβαίνει, λοιπόν, εδώ, το οποίο ο Καπώνης κρύβει τεχνηέντως μέσα σε σύμβολα και σημαίνουσες χρονολογίες. Οι Πυρήνες υετού είναι δυνατοί, ισχυροί, βροχή πολλή και δάκρυα, πάγοι που βλάστησαν, θλίψη για τους αστούς, για τους θησαυρούς του ήλιου, «το ψεύτικο μονοπώλιο μιας πολιτικής αγάπης». Ο κόσμος είναι θλιβερός και βροχερός και ψεύτικος. Οι σύντροφοι κι αυτοί στο ρεύμα των καιρών και η σελήνη στον ρόλο της απάτης, όπως πάντα: πώς θα λάμψουν τα δάκρυά μας ξανά/ σαν υγροί κρύσταλλοι μες στο σκοτάδι τους; Κι έτσι μπήκε η ιστορία στο ποίημα. Όμως τα όνειρα έχουν παγώσει, τα «ομοιώματα των πανσέδων» συνάδουν με «τα προσωπεία των τυφλών πολιτών» και με τη «μεταμφιεσμένη σελήνη». Ακολουθούν οι «Συγκρούσεις νεφών» –Ι και ΙΙ–, βροντές και αστραπές, καθώς και το «Αναρχικό κηροπήγιο». Και τα τρία ποιήματα, γραμμένα τον Νοέμβρη του 2013, έχουν σαφείς αναφορές στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, 40 χρόνια πριν – 50 για μας που τώρα τα ξαναδιαβάζουμε. Και ο καιρός εξακολουθεί να είναι βροχερός, 40 και 50 χρόνια μετά. Η δικτατορία έφυγε, αλλά άλλες δικτατορίες λυμαίνονται τον μύθο του Πολυτεχνείου, άλλοι τιμούν την επέτειο, άλλοι φρουρούν, άλλοι καίνε τους κάδους και, τέλος, όλοι εμπλέκονται σε επεισόδια ξεχνώντας τι βαρύ ίσκιο έχει η ημέρα.
Σκοτεινές στολές παραβιάζουν στην ησυχία / Και γεμίζει ο δρόμος κόσμο / Πρόσωπα ωχρά που γύρισαν νεκρά / Πίσω από σκούρα άρματα μάχης / … / Το χτύπημα στην πύλη ξεχασμένο / Κι ο δρόμος σωπαίνει και πάλι. («Αναρχικό κηροπήγιο»)
Έτσι λοιπόν «Το χτύπημα στην πύλη ξεχασμένο» και κάθε χρόνο «τιμάμε» «την καιόμενη ετήσια βάτο του Πολυτεχνείου/ Εκείνης της βραδιάς που ξεθώριασε φέτος». Καλύτερα θα ήταν να πει κανείς πως το ξεθώριασμα είναι κυλιόμενο, από χρόνο σε χρόνο, όπως και η θλίψη, και αυτή κυλιόμενη από ποίημα σε ποίημα και κάθε χρόνο ξεθωριάζει, μέχρι που πια η μνήμη να μην ανήκει στο Πολυτεχνείο, να ανήκει σ’ αυτούς που το καπηλεύονται και εκείνοι που το έζησαν να το πενθούν. «Για να γίνει ένα κακό δεν αρκούν οι κακοί, αλλά και αυτοί που αδιαφορούν γι’ αυτό», λέει ο Τσβετάν Τοντόροφ και ο κόσμος έχει ροπή και κλίση στο κακό και στην αδιαφορία. Πολυώροφα κτήρια, στην ταράτσα απλωμένα ρούχα. Κάποτε η εικόνα αυτή συμβόλιζε ομορφιά και ελευθερία ή μήπως και το πέρασμα του χρόνου; Σήμερα: Με βασανίζει όταν κατεβαίνω τις σκάλες/ Και βγαίνω στην μπόχα των έγχρωμων/ Σκουπιδιών που νεκρά αναπαύονται, ανάμεσα στην αιθάλη ψηλά και στο καυσαέριο στα χαμηλά, που πολιορκούν με ασφυξία την «καταραμένη πόλη». Η γενική κατήφεια που προσδίδει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μας υπενθυμίζει ότι ο Καπώνης είναι, με τον τρόπο του, πολιτικός ποιητής, αλλά δεν ξεχνά και τον έρωτα. Όσο και αν όλα μαυρίζουν γύρω του υπάρχουν χαραμάδες φωτός, λάμψη που εκπέμπουν τα στήθη ενός κοριτσιού, μια παιδική ανάμνηση, αλλά και τα κυκλάμινα της λίμνης Τσιβλού, από την οποία εμπνέεται το ποίημα «Cyclamen Persicum» και το αφιερώνει στον ποιητή Γιώργο Βέη, «ομόλογο προξενητή των ονείρων μας»:
Τα κυκλάμινα είναι πολύ ευαίσθητα/ Μπορώ να πω αδύναμα και φοβισμένα/ Χαμένα μέσα στη μοναξιά τους […]/ Έτσι λοιπόν βάδιζα ταξιδεύοντας μόνος/ Ψάχνοντας στο κενό των γκρεμνών λέξεων/ Που καταλήγουν στις οιμωγές των πουλιών,/ Των ψιθύρων των άγριων ανθέων, και/ Στις φωλιές των αειθαλών κυκλαμίνων/ Ήταν μακρινή η πορεία εκεί ψηλά/ Κι έστειλα τον πρεσβευτή μας να φέρει/ Με προσοχή τα τρυφερά κυκλάμινα/ Επίσημα στα πολύτιμα δάχτυλά του/ Ομόλογος προξενητής των ονείρων μας.
Πένθος για τα πολιτικά, τα κοινωνικά, τα προσωπικά, τη χαμένη νιότη, όμως «Σαν στην ανάσταση, Ανάσταση» γίνεται κάθε άνοιξη. Κι ο νους μας τρέχει στον Γιάννη Ρίτσο: Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ, δύσκολος δρόμος! / Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. / Τον κρατάς όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου… /
Αυτά ως προς τον δρόμο, γιατί του Ρίτσου τα κυκλάμινα ήταν μικρά και ανθεκτικά, στου βράχου τη σχισμάδα, ναι, και έβρισκαν χρώμα για να ανθούν και μίσχο να σαλεύουν· «ήταν μακρύς ο δρόμος», «μακρινή η πορεία εκεί ψηλά…» αλλά υπήρχε, όπως και τώρα υπάρχει το συντροφικό χέρι του «ομόλογου προξενητή των ονείρων μας». Στη δεύτερη ενότητα, πρόσωπα του μύθου αναδύονται για να πορευτούν μαζί μας, αλλάζουν σκευή, φορούν σύγχρονο ένδυμα, απλοποιούν τη γλώσσα και αποκτούν ιδιότητες απάδουσες, ανήκουστες στην εποχή τους, απολύτως συμβιβασμένες με τους νέους ρόλους τους. Κι εδώ, ας θυμίσουμε πάλι τον Γιάννη Ρίτσο που αναποδογύρισε ιδέες και άλλων εποχών αξίες, για ιστορικούς λόγους. Ο Καπώνης όμως προτιμάει τις ηρωίδες του πιο «ανειμένες», όπως δεν ήθελε ο Κρέων να είναι οι γυναίκες και όπως όλη η ιστορία απαιτούσε να είναι: χωμένες στο σπίτι, διακοσμητικά στοιχεία, όχι γάτες και γατούλες ούτε αντάρτισσες του γλυφού νερού (όχι του γλυκού). Ο Καπώνης όμως μεταπλάθει τον μύθο, άλλες έχει στον νου, άλλα ήθη μεταφέρει στους απελπισμένους στίχους του. Ο Πυριφλεγέθων ποταμός του Άδη γίνεται ταχυδρόμος και τραγουδάει σαν Μάνος Χατζιδάκις –«Ποιος θα σου δείξει, αγάπη μου, πού ’ναι του ονείρου ο δρόμος/ αφού πεθάναμε μαζί εγώ κι ο ταχυδρόμος»– και τα μηνύματα του Κωκυτού είναι κλάματα, οι αηδοναλαλιές είναι θρήνοι (κατ’ έθος και κατά φύσιν), το τοπίο του Αχέροντα και της Αχερουσίας, ημέρα του ράφτινγκ, χωρίς χαρά καμία. Χάρος παντού και κάθοδος στον Άδη. «Του Έρωτος το Έαρ» μοιάζει να μεταφέρει του Ανδρέα Εμπειρίκου τον ενθουσιασμό, αλλά αμέσως και πάλι το ηθικό καταρρέει υπό το βάρος μιας επαναλαμβανόμενης «Ουτοπίας» – νησί, νύμφη, ερωτικές σάλπιγγες, όλα Ουτοπία. Κι ενώ ακούγονται όμορφα «Οι Νότες» που θροΐζουν σαν λουλούδια, παίρνουν φτερά αναστάσιμα και ανταύγειες από το φως του ήλιου, στο τέλος, «οι νότες χάνονται. Σιωπή» και σαν τον μυστικό θίασο του Κ.Π. Καβάφη εξαφανίζονται. Στην ερωτική Βενετία μυρίζουν τα νερά, η Αττική απέκτησε «μαύρη ράχη», «Ο τρυφερός μήνας Μάιος/ Υπάρχει/ Στους παιάνες των παλιών ερώτων». / «Τα εν Άνδρω» ολοκληρώνουν τη συλλογή με τη σχολαστικά ερευνητική ματιά του ποιητή. Η Άνδρος Υδρούσα του Εμπειρίκου με τις πηγές της και τα νερά της δεν τον ξεδιψά. Η δίψα της ζωής του μεγαλώνει όσο τα άγραφα ποιήματα σαν σμήνη εντόμων τον βασανίζουν: οι βάρκες στο Αιγαίο με τους μέλλοντες πνιγμένους, οι Πυραμίδες στην Αίγυπτο με τους νεκρούς τους, το πηγάδι στο πατρικό σπίτι με τις παπαρούνες του, των Ψαρών η ολόμαυρη ράχη σαν τράχηλος του Έλληνα που πάντα υπομένει, το στίλβον ποδήλατο του Εμπειρίκου ήταν όλο λάμψη, αλλά όχι το δικό του. Το δικό του είναι μαύρο «αυτές της μέρες της θλίψης/ και της εξουσίας των ανθρωποειδών». Ο ποιητής, σαν ρόδι που έσκασε, σκορπάει παντού στίχους απόγνωσης, φωνάζει, αλλά νιώθει σαν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Δεν ξεδιψάει στα λίγα καλά, υπερτερούν τα κακά. Όπως έλεγε ο Μοντέν, «το πνεύμα μου είναι δύστροπο και μελαγχολικό και γλιστράει πάν’ απ’ τις ευχαριστήσεις που συναντάει, για ν’ αδραχτεί και να τραφεί απ’ τις ατυχίες…». / Όλα λοιπόν είναι μαύρα, απαισιόδοξα και ελπίδα δεν υπάρχει; Υπάρχει. Είναι ο Μάιος «με τις πασχαλιές να ευωδιάζουν/ και τα κρίνα τα ολόλευκα να λάμπουν/ Σαν στην ανάσταση, Ανάσταση». Λαμβάνοντας υπόψη την αφιέρωση στον «αδελφό» του, γλύπτη Θόδωρο Παπαδημητρίου (1931-2018), δικό του έργο στο οπισθόφυλλο ο ποιητής σε παιδική ηλικία, κατανοούμε καλύτερα την τελευταία λέξη της συλλογής, που έχει τη δύναμη να κάνει ρωγμές στον Άδη: «Ανάσταση». Κι ακόμα, παρατηρώντας τη μακέτα του εξωφύλλου, έργο του Πέτρου Τσαλπατούρου, μια μαύρη λίμνη πένθιμης μοναξιάς, κατανοούμε τον αισχύλειο μνησιπήμονα πόνο. «Έγινε λίμνη η μοναξιά/ έγινε λίμνη η στέρηση/ ανέγγιχτη κι αχάραχτη» ακούγεται και πάλι ο Σεφέρης από το 1939. Και ήταν πάλι «Άνοιξη μ.Χ.». Ο Πάνος Καπώνης, ποιητής της γενιάς του ’70, με χωνεμένες μέσα του πολλές ποιητικές φωνές, βιώνει το πένθος. Πένθος για τα πολιτικά, τα κοινωνικά, τα προσωπικά, τη χαμένη νιότη, όμως «Σαν στην ανάσταση, Ανάσταση» γίνεται κάθε άνοιξη.
Πυρήνες υετού : Πάνος Καπώνης. Εκδόσεις Γκοβόστη, σ. 88, ISBN: 978-960-606-185-1 –