Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //
Πάνος Καπώνης: «Η Ιωάννα μέσα στ’ άσπρα», Εκδ. Παρισιάνου 2023
Δεν μπορώ να αποφύγω τη σύνδεση της Ιωάννας μέσα στ’ άσπρα με την άλλη τη «Μυρσίνη» που «βάζει τ’ άσπρα» και την τραγούδησε στα νιάτα μας ο Γιάννης Πουλόπουλος σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και μουσική Μίμη Πλέσσα. Κοιτάζοντας μάλιστα τους στίχους του τραγουδιού όλο και πιο πολύ κλίνω προς τη βεβαιότητα πως η Ιωάννα προϋποθέτει τη Μυρσίνη με όλα τα συμπαραδηλούμενα από την ελληνική ποίηση για να μη φτάσω μέχρι την Ξανθούλα που «εμπήκε στη βαρκούλα να πάει στη ξενιτιά». Θα μπορούσαμε δηλαδή να ισχυριστούμε πως επειδή ο Πάνος Καπώνης είναι και ποιητής, πέρα από πεζογράφος, η Ιωάννα του δεν είναι άλλο από νεότερη παραλλαγή της Μυρσίνης ή της Ξανθούλας ή της κάθε κοπέλας ή η πραγμάτωση της ιδέας που γεννιέται όμορφη, αγνή και ωραία και τέλος μπαίνει στη βαρκούλα για να θαλασσοπνιγεί μες στο φουρτουνιασμένο πέλαγο της ιστορίας.
Τα πάντα αρχίζουν ρομαντικά, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και από το μότο αρχίζοντας, καταλαβαίνουμε πως ο Καπώνης ήταν και παραμένει πολιτικός δημιουργός. Και επειδή όλα είναι πολιτική και όλα του δίνουν αφορμές, όλα από αυτήν εξαρτώνται, και εκείνος κι εμείς. Η αφιέρωση στους συμπολίτες του από το τραγούδι των Sisters of Mersy του 1959 μας στερεί κάθε ελπίδα· ούτε αυτές δεν έχουν έλεος. Όσο για το δεύτερο μέρος της αφιέρωσης, το απόσπασμα από κάποια συνέντευξη προφανώς, του γλύπτη Θεόδωρου, διαφωνούντος με ό,τι ρομαντικό φόρτωσαν την Ελλάδα οι Φιλέλληνες Ευρωπαίοι, απογυμνώνει την ιδέα από τα στολίδια της για να μας επισημάνει τα «προ-αμαρτήματά» μας με κυριότερο το ότι δεν είμαστε αρκετά «αρχαιοέλληνες». Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι πως το να μην είμαστε «αρχαιοέλληνες» είναι καλό ως εφόδιο για το σήμερα. Μας βαραίνει η μεγάλη κληρονομιά; Μεγάλη κουβέντα ανοίγει το βιβλίο πολύ πριν μπει στην ουσία του. Και η ουσία του είναι η Ιωάννα, η γαλλοτραφείσα κόρη-ανεψιά, μέσα στα συμφραζόμενα της εποχής της. Η ιστορία βέβαια αρχίζει από τον Σεπτέμβρη του 1939 όταν η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στον Χίτλερ και η θεία Μαρί με την οικογένειά της έρχονται στην Αθήνα «πιστεύοντας πως θα γλίτωναν από τις κακουχίες του πολέμου».
Η δροσερή Ιωάννα ερωτεύεται τον Λουκά στο απέναντι σπίτι, που είναι φοιτητής της ιατρικής. Τόπος συνάντησης η εκκλησία, όπου η Ιωάννα «πίστει και πόθω» προσερχόταν για να γίνει μέτοχος της αιωνίου ζωής, η οποία βεβαίως δε φαίνεται να είχε μεταφυσικό χαρακτήρα αλλά υπαρξιακό. Η μεταφυσική μεταβάλλεται σε φυσική συγκεντρωμένη πάνω στον Λουκά που γίνεται ο διερμηνευτής της. …Όμως ο Καπώνης είναι πολιτικός συγγραφέας, όπως είπαμε, όσο κι αν αφήνει ρωγμές άλλου τύπου να περιίπτανται εν είδει ερώτων, όπως στίχοι από την ματαίως ξαγρυπνούσα Σαπφώ, από το Άσμα Ασμάτων και άλλα ερωτικά από τα οποία βρίθει και η Παλαιά Διαθήκη. Και εκεί ανάμεσα στην ξαναμμένη από την επιθυμία Ιωάννα και τον Λουκά, θα παρεμβληθούν εικόνες από τη συγχρονική Ελλάδα, τον πόλεμο, το νοσοκομείο με τους τραυματίες και τους αρρώστους, την UNRA, την άνοδο του εργατικού κινήματος, την επίσκεψη του Αμερικανού Πόρτερ στην Ελλάδα, τον Μάρσαλ και γενικώς τις αντιφατικές πληροφορίες σχετικά με το μέλλον της Ελλάδας. Οι πληροφορίες είναι καταιγιστικές όπως και τα γεγονότα. Η δολοφονία μιας νεαρής δασκάλας στην Κρύα Βρύση έχει αιτία πολιτική ή ερωτική; Κύριος οίδεν. Και εκεί στις Θέρμες και στον Αχελώο, ανάμεσα στα πολιτικά που έχουν καταπιεστεί στην επιφάνεια αλλά βράζουν από κάτω, ο συγγραφέας θα σκηνοθετήσει ανακουφιστικό ιντερμέδιο, ένα «βουκολικό δρώμενο», με αφορμή τον έρωτα του Λουκά και της Ιωάννας, στα μέσα του Ιουλίου, κάτω από τις σκιερές καστανιές, τις μοσχοβολούσες μηλιές και τα αγριόκρινα. Και θα την πλαγιάσει πάνω στα χόρτα καθώς που ετάχθη. και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, θα πει ο Οδυσσέας Ελύτης καθαγιάζοντας την ιερή πράξη, αλλά δεν θα τη δουν έτσι οι παπάδες και οι επίτροποι και οι θεούσοι και όλοι οι θεματοφύλακες της ηθικής. Στο κεφάλαιο Έξι, θα μεταφερθούμε στην κοσμοπολίτικη Ύδρα η οποία είχε γίνει νησί έλξης για πολλούς επιφανείς ξένους μεταξύ των οποίων φιλόσοφοι και καλλιτέχνες (Ντάνιελ Κλάιν ο φιλόσοφος που διδάχτηκε τον Επίκουρο στην καθημερινή εμπειρία ή ο Λεονάρντ Κοέν που τραγούδησε σε άλλη κλίμακα αυτός τη δική του φιλοσοφία). Στη γνωστή «Λαγουδέρα», πράκτορες και συμφωνίες κάτω από το τραπέζι (μια Καζαμπλάνκα αλά Ελληνικά), εκεί και ο Κακογιάννης κινηματογραφεί το ηθογράφημα το Κορίτσι με τα μαύρα. Από τη μια μεριά του φυσικού πλάνου η ωραία Λαμπέτη και από την άλλη η ωραία Μυρτώ (όχι εκείνη του Ελύτη), η Αμερικανίδα πράκτορας. Τα πλοκάμια των διασυνδέσεων απλώνονται, η προπαγάνδα οργιάζει. Ο συγγραφέας ανεβοκατεβαίνει την κλίμακα του χρόνου, μπαινοβγαίνει σε διαφορετικά πεδία, σχολιάζει πολιτικά, οικονομικά, ηθικά κοινωνικά, καλλιτεχνικά, θρησκευτικά, όπως συμφέρει την αφήγηση που υπηρετεί την πρόθεσή του, να φωτίσει την ιστορία από όλες τις πλευρές και, κυρίως, να ασκήσει κριτική στα γεγονότα. Παράλληλα να καταδείξει την ομορφιά του τόπου του, όπου δικαίως ανθίζει το λουλούδι του έρωτα και όπου οι τσουκνίδες του αρτηριοσκληρωτικού περίγυρου θέλουν να το καταπνίξουν. Η πολιτική ζωή συνθλίβεται και μέσα σ’ αυτή συνθλίβεται η ζωή εν γένει. Για να αποδειχτεί τελικώς πως η πολιτική επηρεάζει τα πάντα.