Ο χλωμός κύριος Ίβο *
* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ τχ 61-62, Καλοκαίρι – Φθινόπωρο 2011Θα μπορούσε να γραφεί για πλάκα – αν δεν ήταν πολύ σοβαρό – το εν μέρει, παρακάτω κείμενο του Μιχαήλ Μήτρα (ας μου συγχωρήσει το αποσπασματικό του κειμένου ο συγγραφέας) :
«Ουρανιοκατέβατος/…Γυάλινος/ Μοναχικός…/ Χιουμορίστας…/ Φαρσέρ…/ Φυλάει πάντα μια λεμονάδα ΕΨΑ στο ψυγείο…/ Αφηρημένος υπό έλεγχον…/ Συνήγορος με ψαρόκολλα… / Δυσαρεστημένος / Δυσανάλογος… / Είρων… / Αινιγματικός… / Αναβάλλει συνεχώς την επισκευή του πικ άπ…»1 Θα μπορούσα και εγώ στη συνέχεια, να μην γράψω τίποτα άλλο για τον Βασίλη Στεριάδη, αφού συμπυκνωμένα τα έγραψε με τον δικό του τρόπο ο Μ. Μήτρας, αλλά η μνήμη είναι μνήμη και εκ συμπτώσεως τα κοινά στοιχεία έβαιναν παράλληλα χωρίς όμως ποτέ να συναντηθούν. Είναι φυσικό όμως ν’ αναρωτηθεί κάποιος, πού είναι – με τα παραπάνω γραφόμενα – η σοβαρότητα που απαιτεί ένα δοκιμιακό κείμενο για έναν σημαντικό και πρόωρα χαμένο ποιητή ; Και εύλογη θα είναι η απορία, εφ’ όσον η περίπτωση Στεριάδη διαχέεται μέσα από τις αναλύσεις της πρόσφατης γραμματολογίας. Πλην όμως, πιστεύω ότι ο Βασίλης θα προτιμούσε ένα τέτοιο ανάλαφρο κείμενο και προτάσσοντας το χαρακτηριστικό του τικ, θα χαμογελούσε – αν δεν χαμογελάει ήδη εκεί που είναι. «Θα βαδίσεις ξυπόλητος […], / μοναχός στους αιώνες / θα επιστρέψεις πουλημένος και πάλι / Στην μεγάλη γκόμενα την ποίηση», έγραψε προφητικά ο ποιητής Στεριάδης, σε ένα από τα τελευταία ποιήματά του, λίγους μήνες πριν από τον πρόωρο θάνατό του, από τα τρία αδημοσίευτα, που ο ίδιος είχε εμπιστευτεί στον διευθυντή του «Εντευκτηρίου» και έτσι άνοιξε εκείνο το φθινοπωρινό τεύχος του περιοδικού. Ακολούθησε ένα προσωπικού χαρακτήρα κείμενο της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, η οποία τα τελευταία χρόνια είχε αρκετές συνεργασίες με τον Στεριάδη (που υπήρξε από τους πιο καίριους κριτικούς της ίδιας του της γενιάς), στο πλαίσιο της διατριβής της για τέσσερις ποιητές της Γενιάς του ’70. Είναι αλήθεια – και δεν χρειαζόταν η επιλεκτική μαρτυρία του Γιάννη Κοντού 2 – που ήταν ο κατ’ εξοχή κολλητός του φίλος, ο Στεριάδης με τα δυό πρώτα του βιβλία, «ο κ. Ίβο»και το «Ιδιωτικό Αεροπλάνο»3 τάραξε τα τότε ποιητικά μας πράγματα με την πρωτοτυπία του και τον εισαγόμενο μοντερνισμό τουεκείνα τα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας και είναι αλήθεια ότι υπήρξε από τους πρωτοπόρους της γενιάς μας. Αν και η καθιέρωση – σε αντίθεση με άλλους ομολόγους – για τον Στεριάδη, ως χαρισματικό ποιητή ήρθε πολύ γρήγορα, εν τούτοις η ποιητική του χάραξε νέους δρόμους στην ελληνική λογοτεχνία. Σε αντίθεση με τον φίλο του Γιάννη Κοντό, ο Βασίλης δεν ήταν πολυγραφότατος. Τα ποιητικά έργα του : «Ο κ. Ίβο», «Το ιδιωτικό αεροπλάνο», «Ντικ ο χλομός», «Το χαμένο κολλιέ» (ποιήματα 1971-1983), «Ο προπονητής παίκτης» και «Χριστούγεννα της Ισοπαλίας»4. Ακόμα έγραψε και ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Η κατηγορία Α1», από τις εκδόσεις Εγνατία το 1979. Εντύπωση προκαλεί, τόσο στους τίτλους των βιβλίων του, όσο και στη θεματική του, οι αναφορές σε όρους του ποδοσφαίρου, που λειτουργούν κάτω από μια υποκρυπτόμενη αλληγορία, όπως στο ποίημα από την συλλογή «Χριστούγεννα της Ισοπαλίας» : Τρένο-ταμείο του θανάτου. / Αυτογκόλ τρένο του Αντρές Εσκομπάρ. / Τρένο που ο Κίμων αποδήμησε / Φωτογραφία τελευταία κάτω από τ’ αστέρια. / Νάσος, Αντώνης. / Η Τζένη κούκλα ίσιο μακρύ μαλλί δεξιά του μεταστάντος. / Αριστερά του Αντώνη η Μαρία με το τρένο της στον ουρανό του Χολαργού. / Απέναντί μου στο σκοτάδι ο Γιάννης. / Τρένο που η Νόρα δε σηκώνεται από τον καναπέ / στο τέταρτο άσμα του Σινόπουλου. / Ενώ αυτός κοιτάζει ακόμη ασθενείς. / Την ώρα που εγώ κατ’ εντολήν του / Βασίλη, ρίξε νερό στην κατσαρόλα, λέει. / Τρένο με καλόγριες Αρέτσο-Γκούμπιο. / Τώρα που ο Κώστας τον είδα να γελάει. / Πριν από το αμετάκλητο. / Και που βρίσκομαι στην κατάσταση / Ολυμπιακός Πειραιώς. Όμως, η έξαρση του Στεριάδη βρίσκεται κατά την προσωπική μου άποψη, στις πρώτες του συλλογές και ιδιαίτερα στο «Ιδιωτικό Αεροπλάνο», που αγαπάω πολύ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απλή του αφιέρωση «Για το φίλο Πάνο, με αγάπη Βασίλης». Τότε στον πρόλογο του βιβλίου, ο Κωστής Τριανταφύλλου έγραφε : «Η ποίηση του Βασίλη Στεριάδη βασίζεται πάνω στην ιδέα ότι το πνεύμα και η ταχύτητα της εποχής μας έχουν αποτυπωθεί στα σκίτσα και τις αντιδράσεις των ηρώων των κόμικς. Με το ιδιωτικό αεροπλάνο επιχειρεί μια εμφάνιση της στραγγαλισμένης μας ευαισθησίας δια μέσου μιας φαινομενικά ψυχρής ζώνης αντιδράσεων … Εδώ ασφαλώς είναι περισσότερο από τον κ. Ίβο … βυθισμένος μέσα στο παράλογο». Αντέγραψα το παραπάνω απόσπασμα από τον πρόλογο – που πια στις μέρες μας δεν συνηθίζεται στα ποιητικά βιβλία – για να καταδείξω την ουσία της ποίησης του Στεριάδη, ο οποίος μέσα από εντελώς μοντέρνες φόρμες, με τη δική του γραφή παρουσιάζει σαρκάζοντας έναν κόσμο ψυχρό, που από τότε μέχρι σήμερα έγινε ψυχρότερος : ΙΟΥΛΙΟΣ Ι Στο κάτω κάτω είμαι ανισόρροπος. / Η ψυχή μου ενίοτε / καίγεται σ’ ένα μικρό λυχνάρι, όπως άλλωστε όλων σαν εμένα./ Ουδεμία σχέση με το λυχνάρι του Αλαντίν / τους εξήγησα και τους γύρισα την πλάτη στο καινούργιο / ρεστωράν για να γίνει ατμόσφαιρα -ταμπαρατούμπαρα. Όταν ένα μεσημέρι του 2003 είδα το αγγελτήριο της αποδημίας του στην είσοδο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, μιά μέρα μετά την κηδεία του, έπαθα σοκ. Μάλιστα κάποιος περαστικός με σκούντησε και συνήλθα. Φτάνοντας στο γραφείο μου, τηλεφώνησα στον Γιάννη Κοντό, στα γραφεία του Κέδρου. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Δεν μπορούσε σχεδόν να μου μιλήσει. Μου ψέλλισε, πως δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία, δεν το άντεχε. Τι θα τούγραφαν πάνω στην πλάκα του ; «Δεν διάλεξες την / ώρα που θα γεννηθής, διάλεξες όμως τον τρόπο που θα / πεθάνεις». Ναι, ωραία θάταν να έβαζαν πάνω στον τάφο του την επιγραφή – όχι Savoir vivre αλλά Savoir Mourir. [Γιαν Φλέμινγκ (Ο Χρυσοδάκτυλος)]5 Εδώ πλέον τα σχόλια περιττεύουν. Ο Στεριάδης πέρασε πολύ γρήγορα, όπως ήταν και η ποίηση του γρήγορη, σε ένα άλλο πάνθεον κάποιων φευγάτων και φωτεινών πλασμάτων, όπως τα έβλεπε η ψυχή του μέσα από το καθάριο κρασί της ποίησης του. Αυτό το κρασί που τον αποσταθεροποίησε όπως αυτός αποσταθεροποίησε τα στερεότυπα της γλώσσας, αποσυντόνισε τη μουσική των φαινομένων πραγμάτων και με την ειρωνεία και δηκτικότητα των στίχων του αμφισβήτησε τους πάντες και τα πάντα και έριξε πρώτος τον λίθο στον ορθολογισμό του αστικού περιβάλλοντος κόσμου του/μας. Οι υφοποιητικές αναζητήσεις»6 του Στεριάδη, δημιούργησαν μια διέξοδο στα στατικά ποιητικά όρια της ελληνικής ποίησης, ίσως και μια αντιδραστική ανάταση στην ισοπεδωμένη μεταλλική ζωή μας, ίσως για να κατανοήσουμε πως, η γνήσια ποίηση δεν είναι αντιγραφή ή πολλαπλή γραφή, δεν χρησιμοποιεί τετριμμένα σύμβολα, αλλά πως μπορεί, χρησιμοποιώντας κοινές – αντιποιητικές – λέξεις να προσδώσει υπερρεαλιστικές τάσεις στις σχέσεις μιας σύγχρονης κοινωνίας. ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΟ ΑΛΩΝΙ : Τότε βγήκαμε οι δυό μας και παλαίψαμε σ’ ένα μαρμαρένιο / γήπεδο, «τι γυρεύεις βρε κωλόπαιδο», ήταν μπεκρής, τον πότισα / και πέθανε, άλλα επεισόδια πίσω απ’ το βάλτο. Τον συνοδέψαν / συγγενείς, ένα καράβι συγγενείς μέσα από το αγρόκτημα. Ύπνε / που παίρνεις τα παιδιά, καλά παιδιά, ήταν ο Χάρης και ο Χάρος / με τσιρότα στο κεφάλι του, δεν μου ταίριαζε να του μιλήσω / «καπετάνιε» του ψιθύρισα. Ήθελε την κοπέλα μου ο ηλίθιος / και τον σκότωσα7. Πέρα όμως από την ουσία της ποιητικής του Στεριάδη, που παρ’ όλη την εμφάνιση του το 1971, όταν ποιήματά του συμπεριελήφθησαν στην ιστορική έκδοση «6 Ποιητές» μαζί με ποιήματα των Τάσου Δενέγρη, Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, Νανάς Ησαΐα, Δημήτρη Ποταμίτη και Λεφτέρη Πούλιου, και παρ’ όλη την αίσθηση ελευθερίας και αντιδραστικής σάτιρας που περιείχαν, δεν ήταν ποιήματα πολιτικά, ούτε εμπεριείχαν μηνύματα άμεσης αντίστασης, με την πολιτική έννοια του όρου, ενάντια στην πολιτική της δικτατορίας, αλλά με ένταση ροκ εξέφραζε μια ανατρεπτική διάθεση του αστικού βολέματος των συμπολιτών του. Η ποίησή του είχε διαφορετικές διαστάσεις, από εκείνες π. χ. του Πούλιου ή του Ποταμίτη ή και άλλων συγχρόνων μας, περισσότερο ταυτισμένες με την ορμητική δύναμη της ζωής, η οποία και έδωσε πνοή στο έργο του. Ο Στεριάδης – πράγμα που ήταν κοινός παρονομαστής των πρώτων ποιητών του ’70 – έκανε κι αυτός σαρκαστικές περιπλανήσεις στο αστικό και φυσικό τοπίο, σατιρίζοντας προσωπικές καταστάσεις, προβάλλοντας δια μέσου των ανατρεπτικών του στίχων ηθικά και αισθητικά διλήμματα (και εδώ ταυτίζεται σε ένα βαθμό με τον Πούλιο και όχι με τον Ποταμίτη). Η αντίληψη του ότι ο Στεριάδης ήταν μαζί με τον Ποταμίτη από τους πιο ριψοκίνδυνους ποιητές της Γενιάς του ’708, δείχνει τουλάχιστον έλλειψη εμβάθυνσης στο συνολικό έργο των ομολόγων ποιητών αυτής της Γενιάς, χωρίς αυτό που διαπιστώνεται από τη μελέτη της ποίησης τους να αφαιρεί τη σημασία και το ειδικό θεματολογικό της βάρος, περισσότερο, ίσως, από οποιαδήποτε επιρροή ή τεχνική οριοθέτηση θα μπορούσε να προέλθει από τις μεταγενέστερες απόπειρες τεχνικής ταξινόμησης της διαφορετικής αυτής ποιητικής γραφής. Ο Αλέξης Ζήρας, ίσως ο πιο σοβαρός μελετητής των ποιητικών τάσεων μετά το 1960, επισημαίνει9 την εσωστρέφεια, η οποία παρουσιάζεται, ως γενικευμένη τάση απόσχισης, με την οργισμένη και αιχμηρή γλώσσα αρκετών σύγχρονων ποιητών – του Βασίλη Στεριάδη, Λευτέρη Πούλιου, Τζένης Μαστοράκη, Στέφανου Μπεκατώρου, Ντίνου Σιώτη, Γιάννη Πατίλη, Γιώργου Μαρκόπουλου και άλλων της ομάδας του ‘70 – που μετασχηματίζεται ταχύτατα σε τραυματική γλώσσα, με εμφανή τα ίχνη της συναισθηματικής κόπωσης. Αυτό όμως δεν ισχύει τόσο στην περίπτωση του Στεριάδη, που εξακολούθησε στην ίδια πάνω κάτω γραμμή πλεύσης στην άλλοτε κραταιά αμφισβήτηση μέχρι και το 2002. Ίσως, ίσως λέω – κι αυτός να πέρναγε σε έναν πιο προσωπικό χώρο, απεμπολώντας σταδιακά τις συγκλίσεις του προσωπικού με το συλλογικό, όπως αρκετοί – σήμερα – γνωστοί ποιητές επιδιώκουν να μιλούν, όχι με την κοινή έκφραση της ποιητικής τους καταβολής, αλλά με την ατομική τους. Σε ένα πολύ καλό αφιέρωμα στον ποιητή του 200210 ο Βασίλης Στεριάδης παρουσιάζεται ανάγλυφα ως ο ποιητής που ήρθε σε ρήξη με την προηγούμενη ποιητική γενιά11 και μετέφερε με το τολμηρό γλωσσικό του όχημα [στην ποίηση] τον κόσμο της πόλης, του καταναλωτισμού, της τεχνολογίας, στοιχεία κοινά όμως με τους άλλους σύγχρονους του ποιητές, αλλά που δινόταν με έναν αποδομητικό και «εξ αρθρωμένο» λόγο και μια τεθλασμένη οπτική. Σε ένα του ποίημα, που ίσως δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 200212, με τίτλο «Θέατρο των ονείρων» έγραφε : «Τελευταία φορά που γράφω / κίτρινα ποιήματα για κίτρινους / Ή για τον Λι Πο / που πνίγηκε μεθυσμένος / Έκανε ν’ αγκαλιάσει ένα φεγγάρι / στον κίτρινο ποταμό». Από ένα δικό μου ποίημα του 197713 : «Ο Λι Πο ανακατεύτηκε τυχαία / σ’ αυτό το επεισόδιο / άλλωστε ήταν μακρυά χίλια χρόνια φωτός / και δεν μπορούσε νάρθει μαζί μου / αλλά τον αναφέρω γιατί θάταν αντίθεση / με τα κίτρινα μάτια του». Με την παράθεση των παραπάνω αποσπασμάτων θέλω να πω, πως οι αφετηρίες των ποιητικών ερεθισμάτων γενικά στους ποιητές της γενιάς μας, ήταν πάνω κάτω κοινές, κι αυτή η «ομοιογένεια», θεματική και με ανατρεπτικές τάσεις, με υπερρεαλιστική διάθεση και προκλήσεις ή βλάσφημες ποιητικές αναφορές ή και έντονες πολιτικές αιχμές, αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της λεγόμενης ομάδας του ’70. Με την διαφορά, ότι ο Στεριάδης, έκανε να λειτουργούν τα ποιήματα του «σαν ξόρκια»14 : ΕΣΥ Ο ΤΑΡΖΑΝ, ΕΓΩ Η ΤΖΕΗΝ15 Τώρα μπορώ να λέω πως είμαι ποιητής / Για να μην γράφω συνεχώς για ομίλους του θανάτου / και κάνω την Γκαλίνα να ρωτάει. / Αν και υπάρχει πολύς θάνατος / τις νύχτες στο νοσοκομείο. / Γιατί τόση στενοχώρια. / Πήρα τη σύνταξη μου από δικηγόρος. / Βγήκα από το νοσοκομείο με αγάπη. / Ποιά αγάπη θα μου πεις. / Εσύ ήσουν τερματοφύλακας / κι έπιανες όλα τα γωνιακά μου. / Εδώ μιλάμε για πέτσινο έρωτα / γλυκειά μου αγαπημένη. / Θα σε παντρευτώ στο νοσοκομείο τη νύχτα / η οποία δεν περνάει με τίποτα. / Ούτε με αεροπλάνο. / Ούτε με το κομπρεσέρ του Ταρζάν. / Που αρρώστησε / και μπήκε στο νοσοκομείο. / Για να περάσει η νύχτα του / χωρίς ι-μέιλ και ταμ – ταμ. / Τώρα θα ρίξουμε το γέλιο της αρκούδας, / αγάπη πέτσινη. / Μην κοιτάς που δεν συναντιόμαστε / να φάμε και να χαζοκουβεντιάσουμε. / Στη Δραπετσώνα στον Μπουχέσα / μπακαλιάρο σκορδαλιά. / Φταίει που είμαστε ταυτόχρονα / κι οι δυό μας στον αέρα. Ο Στεριάδης, κατάφερε με κοινές λέξεις και εκφράσεις να μεταμορφώσει την ποίηση του καιρού εκείνου και να χαρίσει στην γραμματεία μας – μαζί με τους ομολόγους του – τον άλλο λόγο, το νέο ποιητικό στίγμα μιας γενιάς, που παραμένει και σήμερα, ακόμα πρωτοπόρα, παρ’ όλο που εκείνος, την βάδισε «με το δικό του βηματισμό, σ’ ένα κόσμο περίκλειστο, χωρίς ορίζοντες, χωρίς ελπίδα και ήξερε (ξέρει) ότι το παιχνίδι είναι σικέ, ο ρέφερης πληρωμένος, η εξέδρα στημένη και πως σήμερα, δεν υπάρχει / ένα ποίημα να γαμεί και να δέρνει / Γιατί το άθλημα είναι βαρύ».16 ΣΚΟΝΗ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΧΩΡΙ : 17 Δεν πρέπει να λέω. / Είδες δεν πρόλαβα να πω / φεύγω για την ποίηση. / Και ξαναμπαίνω στο νοσοκομείο. / Πως ξεφτυλίζεται ο άνθρωπος / και γίνεται ρεζίλης μπάζο. / Ενίοτε μπάζο με λεφτά / ή μπάζο με σπουδαία θέση. / Μπάζο με θέση και λεφτά. / Θα συνεργασθούμε με τα μπάζα ; / Ή μήπως πρέπει να γυρίσουμε στον Μπράλλο. / Και να καταβρέξουμε τα πραγματικά μπάζα, / για να μην σηκώνουν τσαμπουκά και σκόνη ; / Μπάζο άνθρωπος τσουβάλι όχι μπάζα που μπαζώνουν ποιήματα. Τέλος, σε ένα πρόσφατο δημοσίευμα18 διατυπώθηκε η άποψη ότι, η ποιητική του Στεριάδη ήταν μια «ελληνότροπη beat στάση, μια μεταμοντέρνα, με άλλα λόγια, προσέγγιση της σύγχρονης αστικής και εν προκειμένω μετα-βιομηχανικής ζωής». Όμως αυτές οι διαπιστώσεις (παραλείποντας τις πολυχρησιμοποιημένες ανούσιες εκφράσεις “μεταμοντέρνα” και “μετα-βιομηχανική”),μπορούν με μια αυστηρότητα της φιλολογικής ματιάς, να αποδοθούν στους περισσότερους αρχικούς ποιητές της ίδιας περιόδου με τον Βασίλη Στεριάδη. Είναι επίσης αλήθεια, ότι με την επιβολή της δικτατορίας και τις αντανακλάσεις από το Μάη του 68 στη Γαλλία, οι τάσεις της ποιητικής στην Ελλάδα, ανέτρεψαν τα μέχρι τότε ισχύοντα και έφεραν έναν άλλο ποιητικό αέρα, που ενσωμάτωσε σε αυτή την ποίηση την αύρα της γενιάς των λουλουδιών και της αμφισβήτησης για όλα τα μέχρι τότε κατεστημένα. Ο ελληνιστής συγγραφέας Μάριο Βίττι, διατύπωσε19 χαρακτηριστικά την σπουδαιότητα της αφαίρεσης και ελλειπτικότητας στην ποίηση του Στεριάδη, που συμβάδιζαν με το “παράλογο” και την “παράνοια”, στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν από τους ποιητές της «ομάδας» του ’70 για να προβάλλουν μια άλλη πολιτική οπτική απέναντι στην αλλοτρίωση που προσπαθούσαν να επιβάλλουν στις κοινωνίες – από τότε – οι προφήτες της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Αυτή η αντίδραση-θέση της ποιητικής της δεκαετίας του ’70, εξακολουθεί και σήμερα – ίσως και πιο έντονα από ορισμένους ποιητές που θεμελίωσαν στο ’60 & ’70 τα νέα ποιητικά ρεύματα – να είναι επίκαιρη.
_______________
1) Από το κείμενο που διαβάστηκε στη παρουσίαση του βιβλίου του Στεριάδη «Χριστούγεννα της ισοπαλίας» από τις εκδόσεις Κέδρος στις 22-5-2002 (δημοσίευση περιοδικό ΛΥΧΝΑΡΙ τ. 8/2002. Το δοκίμιο αυτό για τον Β. Στεριάδη, δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό που εκδίδει ο ποιητής Γ. Χ. Θεοχάρης ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ τεύχος 61-62 (Καλοκαίρι – Φθινόπωρο 2011). 2) Βλ. σημείωση 1. 3) Εκδόσεις ΛΩΤΟΣ 1970, 2η έκδοση ΚΕΔΡΟΣ 1998 & ΛΩΤΟΣ 1971 με 2η έκδοση από τον ΚΕΔΡΟ πάλι το 1998 αντίστοιχα. 4) Όλες οι εκδόσεις των βιβλίων αυτών από τον ΚΕΔΡΟ το 1976, 1983, 1992 & 2002 αντίστοιχα. 5) Ακριβής αντιγραφή από το βιβλίο «Το ιδιωτικό αεροπλάνο», προμετωπίδα στο δεύτερο κεφάλαιο. 6) Έκφραση του Κώστα Γουλιάμου σε κριτική του στο περιοδικό «Γράμματα & Τέχνες» τεύχος 30, 1984. 7) Η ορθογραφία είναι του ποιητή. Άρθρο του Κοντού στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 11-8-2007. 9) Άρθρο του Αλέξη Ζήρα “Η ελληνική ποίηση πριν και μετά το millenium”,2003. 10) Περιοδικό “Λυχνάρι” τεύχος 8, Σεπτέμβριος 2002 του Ιωνικού Συνδέσμου. 11) Έλσα Λιαροπούλου, Λυχνάρι Νο 8. 12) Πρώτη σελίδα του αφιερωματικού περιοδικού “Λυχνάρι”. 13) “Ταξίδι στα τοπία”, συγκεντρωτική συλλογή “Αρχιπέλαγος Αϋπνίας¨, εκδ. ΑΙΟΛΟΣ Αθήνα 1993. Το ποίημα είχε δημοσιευθεί το 1980 στην ετήσια ποιητική έκδοση “Ποίηση ’80” των Θ. Νιάρχου-Α. Φωστιέρη, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1980. 14) Νατάσα Χατζιδάκι “Λυχνάρι” Νο 8, σελ. 11. 15) Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο αφιερωματικό τεύχος (8) του περιοδικού “Λυχνάρι”. Επιμέλεια του αφιερώματος του ποιητή Χρίστου Ρουμελιωτάκη. 16) Χρίστος Ρουμελιωτάκης “ο ρέφερης είναι πληρωμένος”, περιοδικό “Λυχνάρι”, τεύχος 8. 17) Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος (8) του περιοδικού “Λυχνάρι”. 18) Περιοδικό POETIX τεύχος 2, Χειμώνας 2009 (άρθρο του Σπύρου Μακρή). 19) Mario Vitti : Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2008.